ᾨδὴ Τρίτη. Τὰ Ἠφαίστεια
στροφὴ πρώτη.
Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὅπου ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ εἰρήνη
πάντα ἐκατοίκουν. 5
β´.
Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσιά σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχὴν ῾σὰν φλόγα, χείλη
῾σὰν δροσισμένα ρόδα,
λαιμὸν ῾σὰν γάλα; 10
γ´.
Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικὸς καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν· ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
῾νὰ τὰ ποτίζῃ. 15
δ´.
Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὅπου ᾑ φωναὶ ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι·
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν. 20
ε´.
Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα, καὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
κάθεται μόνον. 25
ς´.
Εἰς τὸν αἰγιαλὸν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
καὶ τὰ γεράκια. 30
ζ´.
Βαθυὰ εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων·
ὅμως ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι,
ποῦ τὰ παιδία; 35
η´.
Φρικτὸν θλιβερὸν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
ποίων τὰ κεφάλια; 40
θ´.
Αὐγεριναὶ τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
τῶν οὐρανίων; 45
ι´.
Δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
ἂν σὺ τὸ θέλης· 50
ια´.
Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν· τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, ποὺ ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψόνετο,
τὴν γῆν ἐγγίζει. 55
ιβ´.
Ἰδοὺ εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι· πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ᾑ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
ἂν σὺ τὸ θέλῃς. 60
ιγ´.
Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθὸν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
ἀγρίων βαρβάρων. 65
ιδ´.
Κύτταξε πὼς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των·
κύτταξε πὼς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
τρέμον ἀστράπτει. 70
ιε´.
Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
ψάλματα ἐκβαίνουν· 75
ις´.
«-Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
»ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
»τῶν χριστιανῶν· πρὶν πήξη,
»ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
»αἷμα ἂς τὰ πλύνωμεν. 80
ιζ´.
»Ἐλᾶτε ῾νὰ ζεστάσωμεν
»τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα
»ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
»εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται
»ἁγίων εἰκόνας. 85
ιη´.
»Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, ὁ κόπος
»ἂν μᾶς καταδαμάσῃ,
»ἐπὶ σοροὺς σφαγμένων
»καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
»θέλομεν εὕρει. 90
ιθ´.
»Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
»εἰς τ᾿ αἷμα τῆς βαμμένα
»θέλει φανοῦν τερπνότατον
»δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
»κ᾿ ἔργον ἡρῴων.» 95
κ´.
Σκληρά, δειλὰ ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια,
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει, ὑπάρχει
τὸ τρόπαιόν σας. 100
κα´.
Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφερὰς γυναίκας
καὶ τὰ γερόντια. 105
κβ´.
Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ἰδοὺ καὶ ἁλίκτυπος
ξηρὰ κατοικημένη
ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα. 110
κγ´.
Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ᾑ κατοικίαι. 115
κδ´.
Ἄμμετε, μὴν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα· ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερὰ βαμμένα
κύματ᾿ ἂς ἔχουν γέμοντα
ἀπὸ σφαγάδια. 120
κε´.
Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ῾ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερόνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν! 125
κς´.
Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δὲν τρέχει τώρα; πῶς
῾κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δὲν ρίχνεσθε καράβια
τῶν πολεμίων; 130
κζ´.
Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δὲν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
λῃστῶν τοσούτων; 135
κη´.
Εἶναι πολλὰ τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερὰ εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
῾νὰ τὰ σκορπίσῃ. 140
κθ´.
Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατόν της δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
νοῦν καὶ καρδίαν· 145
λ´.
ἂς ἔκβῃ αὐτός. - Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερὰ τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
τρομεραὶ πρῶραι. 150
λα´.
Παύει ὡς τόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων·
τ᾿ ἀγαρηνὰ τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
βλάσφημα μέτρα. 155
λβ´.
Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁποὺ περνώντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει. 160
λγ´.
Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
῾ποὺ ὡσὰν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπόντας μυρμυρίζει
γύρω εἰς τὰ σκάφη. 165
λδ´.
Νὰ ᾑ κραυγαὶ καὶ ὁ φόβος,
νὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκόνονται,
καὶ ἁπλόνουν πολυάριθμα
πανία ῾νὰ φύγουν. 170
λε´.
Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει· πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
πνίγονται οἱ ναῦται. 175
λς´.
Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος·
πλέον δὲν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνοὺς καὶ φλόγας
οὐρανομήκεις. 180
λζ´.
Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊὰν νικήτριαι
ἰδοὺ πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ᾑ δυὸ κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρῶραι. 185
λη´.
Πετάουν, ἀπομακρύνονται·
῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι· -
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
κ᾿ ἤκουεν ὁ κόσμος. 190
λθ´.
Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρι. 195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου