[...] και ρωτούσε τον Θεό, χωρίς φόβο, αν πραγματικά πίστευε πως οι άνθρωποι ήταν φτιαγμένοι από σίδερο για ν' αντέχουν τόσα βάσανα και τιμωρίες.
Και ρωτώντας και ξαναρωτώντας, ερέθιζε όλο και περισσότερο την ίδια της την ταραχή κι ένιωθε μιαν ακατανίκητη επιθυμία να το ρίξει έξω, να πει ό,τι της κατέβαινε στο κεφάλι, σαν τους ξένους, να επιτρέψει στον εαυτό της μια στιγμή εξέγερσης, μια στιγμή που τόσες φορές είχε επιθυμήσει και τόσες φορές είχε αναβάλει να στείλει στο διάβολο την υποταγή, να τα ξεχέσει όλα, μια κι έξω, και να βγάλει απ' την καρδιά της τους ατέλειωτους σωρούς από βρωμόλογα που είχε αναγκαστεί να καταπιεί έναν ολόκληρο αιώνα γεμάτο συμβιβασμούς.
- Γαμώτο, φώναξε.
Η Αμαράντα, που μόλις άρχιζε να βάζει τα ρούχα στο μπαούλο, νόμιζε πως την είχε τσιμπήσει σκορπιός.
- Πού είναι; ρώτησε αλαφιασμένη.
- Ποιό;
- Ο σκορπιός! διευκρίνησε η Αμάντα.
Η Ούρσουλα έδειξε με το δάχτυλο την καρδιά της.
- Εδώ, είπε.
Gabriel García Márquez (6 Μαρτίου 1927 - 17 Απριλίου 2014)
Εκατό χρόνια μοναξιά, μτφρ.: Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδόσεις Λιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου