Κυριακή 25 Απριλίου 2021

4 ποιητές: J. Brodsky, C. Milosz, E. Jabès, J. Berryman


JOSEPH BRODSKY



Ex Voto



στον Jonathan Aaron




Kά­τι σαν λι­βά­δι στην Oυγ­γα­ρία, δί­χως όμως
την αθω­ό­τη­τά του. Kά­τι σαν μα­κρύ πο­τά­μι, χω­ρίς
τις γέ­φυ­ρές του. Aπό πά­νω, ένα άρ­ρη­το δια­ζευ­κτι­κό
μα­τιών να κη­λι­δώ­νει τη θέα με πό­νο.
Mε­τα­θα­νά­τιος ορί­ζο­ντας όπου οι λέ­ξεις ανή­κουν
πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ηχώ τους πα­ρά σ’ αυ­τό που λέ­ει κα­νείς.
Ένας άγ­γε­λος μοιά­ζει στα σύν­νε­φα με το ξαν­θό αγό­ρι
που χά­θη­κε σε κά­ποιο Άου­σβιτς υπαί­θριων μι­κρο­πω­λη­τών.
Kαι μια πέ­τρα ση­μα­δεύ­ει το μέ­ρος όπου στά­θη­κε ένα σπουρ­γί­τι.
Στις βι­τρί­νες οι φοί­νι­κες της προ­κυ­μαί­ας προ­λέ­γουν
σ’ ένα κου­νού­πι που ανα­με­τριέ­ται με την πρό­σο­ψη
μιας βί­λας ― ή, κα­λύ­τε­ρα ακό­μη, ενός ξε­νο­δο­χεί­ου ―
το επί­πε­δο μέλ­λον του. Όσο απο­μα­κρύ­νε­σαι, τό­σο λι­γό­τε­ρο
εν­δια­φέ­ρε­σαι για το έδα­φος.
Ένα άβου­λο πα­γό­βου­νο αγα­να­κτεί με τα κα­κό­βου­λα σχό­λια του Tύ­που:
λειώ­νει και σχη­μα­τί­ζει ένα μυα­λό.

[1983]




[Σ.τ.M.: Tο ποί­η­μα αυ­τό ―όπως και πολ­λά άλ­λα― γρά­φτη­κε από τον Mπρόν­τσκι απ’ ευ­θεί­ας στα αγ­γλι­κά και πε­ριέ­χε­ται στον τό­μο To Urania: Selected Poems 1965-1985]



CZESLAW MILOSZ



Σαράγιεβο



—Ίσως αυ­τό δεν εί­ναι ποί­η­μα αλ­λά θα πω του­λά­χι­στον τι νιώ­θω.
Τώ­ρα που πραγ­μα­τι­κά χρειά­ζε­ται μια επα­νά­στα­ση
όσοι υπήρ­ξαν έν­θερ­μοι οπα­δοί της αδια­φο­ρούν.
Την ώρα που η χώ­ρα δο­λο­φο­νεί­ται και βιά­ζε­ται
η Ευ­ρώ­πη αντί ν’ αντα­πο­κρι­θεί στις εκ­κλή­σεις για βο­ή­θεια χα­σμου­ριέ­ται.
Ενώ οι πο­λι­τι­κοί επι­λέ­γουν την αθλιό­τη­τα,
κα­μία φω­νή δεν τολ­μά­ει να τη στιγ­μα­τί­σει.
Η εξέ­γερ­ση των νέ­ων που ζη­τού­σαν έναν νέο κό­σμο ήταν απά­τη,
η γε­νιά εκεί­νη υπέ­γρα­ψε τη θα­να­τι­κή της κα­τα­δί­κη.
Ακού­ει με απά­θεια τις κραυ­γές όσων χά­νο­νται
αφού δεν εί­ναι πα­ρά βάρ­βα­ροι που αλ­λη­λο­σφά­ζο­νται.
Και η ζωή όσων τρώ­νε πλου­σιο­πά­ρο­χα αξί­ζει
πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­τών που λι­μο­κτο­νούν.
Απο­κα­λύ­πτε­ται τώ­ρα ότι η Ευ­ρώ­πη τους ήταν εξ αρ­χής μια πλά­νη,
αφού το όρα­μα και τα θε­μέ­λιά της ήταν σα­θρά.
Και το τί­πο­τα, όπως επα­να­λαμ­βά­νει ο προ­φή­της, γεν­νά μό­νο το τί­πο­τα,
και θα οδη­γη­θούν πά­λι σαν αγέ­λη στη σφα­γή.
Ας τρέ­μουν και την έσχα­τη στιγ­μή ας μά­θουν ότι η λέ­ξη Σα­ρά­γιε­βο
στο εξής θα ση­μαί­νει τον αφα­νι­σμό του γιου τους, τον ευ­τε­λι­σμό της κό­ρης τους.
Θα τον προ­κα­λέ­σουν με το να επα­να­λαμ­βά­νουν: «Εί­μα­στε ασφα­λείς»,
αγνο­ώ­ντας πως αυ­τό που θα τους πλή­ξει ήδη ωρι­μά­ζει μέ­σα τους.



[Σ.τ.Μ.: Αν και το ποί­η­μα γρά­φτη­κε με αφορ­μή τα γε­γο­νό­τα στη Βοσ­νία και δη­μο­σιεύ­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στο βι­βλίο, The Black Book of Bosnia: The Consequences of Appeasement (λί­γο αρ­γό­τε­ρα συ­μπε­ριε­λή­φθη στον τό­μο New and Collected Poems: 1931-2001), η ση­μα­σία του, σή­με­ρα που η Ευ­ρώ­πη βιώ­νει πά­λι μια νέα κρί­ση και βρί­σκε­ται στα πρό­θυ­ρα της διά­λυ­σης, εί­ναι προ­φα­νής.]



EDMOND JABES



Aπό το «Βιβλίο των μεριδίων»




Πο­λύ νω­ρίς, βρέ­θη­κα αντι­μέ­τω­πος με το ακα­τα­νό­η­το,
το αδια­νό­η­το, τον θά­να­το.
Από κεί­νη τη στιγ­μή, κα­τά­λα­βα πως τί­πο­τα σ’ αυ­τή τη γη
δεν μπο­ρεί να μοι­ρα­στεί για­τί τί­πο­τα δεν μας ανή­κει.

Υπάρ­χει μέ­σα μας μια λέ­ξη πιο ισχυ­ρή απ’ όλες τις άλ­λες ­
και πιο προ­σω­πι­κή.
Λέ­ξη μο­να­ξιάς και βε­βαιό­τη­τας, τό­σο βα­θιά θαμ­μέ­νη
στη νύ­χτα της που με δυ­σκο­λία την ακού­ει ακό­μη και ο ίδιος της ο εαυ­τός.
Λέ­ξη άρ­νη­σης, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και από­λυ­της αφο­σί­ω­σης,
που σφυ­ρη­λα­τεί τους δι­κούς της δε­σμούς σιω­πής στην αβυσ­σα­λέα
σιω­πή του δε­σμού.
Αυ­τή η λέ­ξη δεν μοι­ρά­ζε­ται. Θυ­σιά­ζε­ται.


JOHN BERRYMAN



Από τα «Dream Songs»



36.

Οι σπου­δαί­οι πε­θαί­νουν, πε­θαί­νουν. Πε­θαί­νουν.
Υψώ­νεις το βλέμ­μα σου και ποιος απέ­μει­νε;
—Ήρε­μα, ήρε­μα κ. Μπό­ουνς. Εγώ εί­μαι στο πλευ­ρό σου.
Νιώ­θω τη θλί­ψη σου.
—Έδιω­ξα την θλί­ψη μου. Δεν μπο­ρώ να θρη­νώ
για πά­ντα. Με αυ­τούς όλους πέ­θα­να πά­λι και πά­λι
και έκλα­ψα, και πρέ­πει να ζή­σω.

—Ως προς αυ­τό, υπερ­βάλ­λεις, Κύ­ριε. Πρέ­πει να πε­θαί­νου­με.
Αυ­τή εί­ναι η απο­στο­λή μας. Ν’ αγα­πά­με & να πε­θαί­νου­με.
—Ναι· αυ­τό ακού­γε­ται λο­γι­κό.
Αλ­λά υπάρ­χει λο­γι­κή σ’ ό,τι συμ­βαί­νει ανά­με­σα στα δύο; Κι αν εγώ
πα­ρ’ όλο που ανα­κα­τεύω τα σω­θι­κά μου & μουρ­μου­ρί­ζω & κα­τε­βά­ζω ιδέ­ες, συ­νε­χί­ζω
να με­λαγ­χο­λώ ως προς το για­τί και
απλώς μέ­νω ανα­πο­φά­σι­στος;

—Αμ­φι­βάλ­λω αν έκα­νες ή κά­νεις κά­τι τέ­τοιο. Δεν υπάρ­χει επι­λο­γή.
—Άν­θραξ ο θη­σαυ­ρός. Αλ­λά εγώ συ­νε­χί­ζω να τον ψά­χνω.
Το αγό­ρι και η αρ­κού­δα
κοι­τά­χτη­καν στα μά­τια. Οι ταύ­ροι καρ­φώ­νουν με τα κέ­ρα­τά τους
τον άν­θρω­πο και τον τι­νά­ζουν στον αέ­ρα
και αυ­τός σβή­νει από τις πλη­γές στα αχα­μνά, φί­λε.
Πού βρί­σκε­ται ο Γουίλ­λιαμ Φώ­κνερ;

(Ο Φροστ εί­ναι ακό­μη εδώ).

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-1/metafrash/4-metafraseis-joseph-brodsky-czeslaw-milosz-edmond-jabes-john-berryman#

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου