Όταν βρέθηκαν τα κόκαλά μας ν’ ακουμπάνε χώμα,
κυλώντας και θρυμματιζόμενα στα πρόσωπά μας πάνω,
τίποτα, αγάπη μου, δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Νεόκοπη αγάπη ήρθε μες σε μια κραυγή
να μας αναζωογονήσει, να μας ξαναπάρει.
Και αν η ζέση ήταν σκοτωμένη,
το πράγμα που συνέχιζε
(αντίθετα με τη ζωή που πεθαίνει)
ξανοιγόταν στο άπειρο.
Και ό,τι είδαμε να επιπλέει
πλάι-πλάι με τον πόνο
ήταν τώρα εκεί σαν σε φωλιά,
και τα δύο του μάτια μάς ένωναν
σε συναίνεση νεοπαγή εμάς τους δύο.
Ο θάνατος δεν είχε μεγαλώσει
κι ας έσταζε το μαλλί,
ούτε η ευτυχία αρχίζει
ακούγοντας την παρουσία μας.
Η χλόη ήταν γυμνή και πατημένη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου