Χαροπούλια κατάμαυρα καταβρόχθιζαν
τήν φουκαριάρα ἀλεποῦ
Τήν ἐπαύριο μιά μισοσβισμένη μαγαρισιά
στήν ἂσφαλτο
ἡ φρίκη τοῦ θανάτου
Ξαναπερνῶντας ὁ πρόξενος τοῦ ἐθελούσιου φονικοῦ
μέ ξεχασμένο τό χαμόγελο
μέ σβισμένο ὁλότελα τό χαμόγελο
μιά χαρακιά παγωμένου ρυακιοῦ τό χαμόγελο
Δέν εἶναι παῖξε γέλασε ὁ θάνατος
ὃπως καί ἡ ζωή
1 11 12
.........................................................
Μπρός στό παραθύρι μου, ἂγνωστο πώς, φύτρωσε
ἓνα ξυλαράκι -ὁ θεός νά τό κάνει
ὃσο τό πότιζα παράμενε ἡ ἰδέα του
ἐπί σειρᾶ ἐτῶν δέν αὐγάταινε χιλιοστό
δέν τό καταδεχόταν πετούμενο μήτε σερπετό
μόνο ὃταν τοῦ τραγούδησε ἓνας περαματάρης ἂνεμος
στάλα τή στάλα φύλλο κλωναράκι
κι ἀλαργινό τό μύρωσε φεγγάρι
ἀργοσείσθηκε ἐκ θεμελίων
ἒλαβε σχήμα καί μορφή
μπρός στό παραθύρι ἡ μικρή μου ἀδελφή
μιά φλαμουριά
ἀνθίζει κελαρίζει ἀναλήπτεται
-ὃπως ἒκανε, ἂλλωστε, ὃλο τόν καιρό
πού κοίταζα μόνο τό φανερό τῶν πραγμάτων
πού ἒβλεπα, ἀντί το φεγγάρι, τό δάχτυλο
12 2 13
ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΙΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Πηγή:http://dekoukoutsis.blogspot.com/2016/07/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου