Κι όμως τα βιβλία
Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια, ξεχωριστές υπάρξεις,
Που εμφανίστηκαν κάποτε, ακόμη υγρά
Σαν κάστανα που αστράφτουν κάτω απ' ένα δέντρο το φθινόπωρο,
Και μ' ένα άγγιγμα, μ' ένα σιγοβράσιμο, άρχισαν να ζουν
Παρ' όλες τις φωτιές που έκαιγαν στον ορίζοντα, τους πύργους που ανατινάζονταν,
Τις φυλές που προέλαυναν, τους πλανήτες που κινούνταν.
«Υπάρχουμε», έλεγαν, ακόμη και όταν οι σελίδες τους
Σκίζονταν, ή μια βουερή φλόγα
Έγλειφε καταστροφικά τα γράμματά τους. Πόσο πιο ανθεκτικά
Από εμάς, που η αδύναμη θέρμη μας
Ψυχραίνεται από τη μνήμη, σκορπίζει, χάνεται.
Φαντάζομαι τη γη όταν δεν θα υπάρχω πια:
Τίποτα δεν συμβαίνει, καμιά απώλεια, η ίδια η παράξενη παρέλαση,
Γυναικεία φορέματα, δροσοστάλαχτα κρίνα, ένα τραγούδι στην κοιλάδα.
Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια• κρατούν από καλή γενιά,
Κατάγονται από τους ανθρώπους, αλλά και από τη λάμψη, τα ύψη.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανὀς
Συμβουλή
Ναι, είν’ αλήθεια το τοπίο άλλαξε λιγάκι.
Εκεί που ήταν δάση, τώρα φυτρώνουν αχλαδιές
τα εργοστάσια,
οι δεξαμενές.
Κοντά στου ποταμού τις εκβολές κρατάμε τη μύτη μας.
Το ρεύμα σέρνει χλώριο, πετρέλαιο κι ενώσεις
μεθυλίου,
Χωρίς να αναφέρουμε τα υποπροϊόντα των Βιβλίων της Αφαίρεσης:
Κόπρανα, κατρουλιά και πεθαμένο σπέρμα.
Στη θάλασσα, μια τεράστια κηλίδα τεχνητού χρώματος δηλητηριάζει
τα ψάρια.
Κι η ακρογιαλιά, σκεπασμένη άλλοτε από βούρλα,
σκουριάζει τώρα με σπασμένες μηχανές, αποκαϊδια, τούβλα.
Στους παλιούς ποιητές διαβάζαμε την ευωδιά της γης
και τις ακρίδες. Τώρα παρακάμπτουμε τους αγρούς:
Πέρνα, όσο πιο γρήγορα μπορείς, μέσ’ από τη χημική ζώνη των καλ-
λιεργητών.
Έντομα και πουλιά εξαφανίζονται. Πέρα μακριά
ένας βαριεστημένος άντρας
σέρνει με το τρακτέρ του σκόνη, μιαν ομπρέλα κόντρα στον ήλιο.
Ρωτάω: Τι νοσταλγούμε; Μια τίγρη; Έναν καρχαρία;
Φκιάσαμε μια δεύτερη Φύση κατ’ εικόνα της πρώτης
για να μην πιστέψουμε πως ζούμε στον Παράδεισο.
Πιθανόν, λοιπόν, σαν ξύπνησε ο Αδάμ στον κήπο
τα θεριά γλείφανε τον αέρα και χασμουριόνταν φιλικά
τα μυτερά τους δόντια κι ουρές τους μαστιγώνοντας τα πισινά τους
ήταν απλώς συμβολικά, κι ο κοκκινοράχης αϊτομάχος
που αργότερα, πολύ αργότερα, ονομάστηκε Lanius Collurio,
δεν παλούκωνε τις κάμπιες στ’ αγκάθια της τσαπουρνιάς.
Πάντως ό,τι γνωρίζουμε για τη Φύση, εκτός εκείνης της στιγμής
δεν είναι υπέρ αυτής. Διόλου χειρότερη δεν είναι η δική μας.
Παρακαλώ, λοιπόν, τέρμα οι θρηνωδίες.
*
Αναγνώσματα
Με ρώτησες ποιο το κέρδος να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια στα ελληνικά.
Απαντώ πως σωστό είναι να σέρνουμε αργά το δάχτυλό μας
πάνω στα γράμματα που θα κρατήσουν πιο πολύ παρά αν ήταν σε πέ-
τρα σκαλισμένα,
κι ότι προφέροντας αργά τις συλλαβές
νιώθουμε τη μεγαλοπρέπεια του λόγου.
Αναγκασμένοι να προσέχουμε, θα σκεφτούμε κείνη την εποχή
όχι μακρινή από χτες, μολονότι, των Καισάρων οι κεφαλές
επάνω στα νομίσματα, σήμερα, διαφέρουν. Κι ωστόσο, ζούμε στον ίδιο
αιώνα.
Φόβος κι επιθυμία είναι τα ίδια. Λάδι και κρασί,
ψωμί, σημαίνουνε τα ίδια πράματα. Το ίδιο πλήθος, άστατο,
διψασμένο για θεάματα, όπως τότε. Ακόμα κι οι συνήθειες,
του γάμου οι γιορτές, τα γιατρικά, οι θρήνοι για τους πεθαμένους,
φαινομενικά διαφέρουν. Και τότε, επίσης, υπήρχαν
πολλά πρόσωπα που τα κείμενα ονομάζουν
daimonizomenoi, με άλλα λόγια, οι δαιμονισμένοι,
κι αν προτιμάς, οι δαιμονόπληκτοι (όσο για τους «καβαλημένους»
απ’ το σατανά, σκέτη παραξενιά του λεξικού).
Σπασμοί, αφροί στο στόμα και τριγμοί δοντιών
δεν θεωρούνταν ένδειξη ταλέντου.
Οι δαιμονισμένοι δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο ή στις οθόνες
και σπάνια καταπιάνονταν με τις τέχνες ή τη λογοτεχνία.
Αλλά, η παραβολή του Ευαγγελίου έχει ακόμα την ισχύ της:
Ότι το πνεύμα που τους δυναστεύει μπορεί να μπει στα γουρούνια.
Αυτά
ερεθισμένα απ’ την ξαφνική σύγκρουση
ανάμεσα σε δυο φύσεις – τη σατανική και τη δική τους –
πηδάνε στο νερό και πνίγονται (συμβαίνει τακτικά).
Έτσι λοιπόν, σε καθεμιά σελίδα, ο πεισματάρης αναγνώστης θα δει
είκοσι αιώνες σε είκοσι μέρες
σ’ έναν κόσμο που μια μέρα θα φτάσει στο τέλος του.
*
*
Τραγούδι για το τέλος του κόσμου
Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι,
ένας ψαράς ματίζει δίχτυ αστραφτερό.
Χαρούμενα δελφίνια πηδούν στη θάλασσα,
δίπλα στο λούκι της βροχής νεαρά σπουργίτια παίζουν
και του φιδιού το δέρμα είναι χρυσό - όπως θα 'πρεπε πάντα να 'ναι.
Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
γυναίκες με ομπρέλες περπατούν στους κάμπους
τον μεθυσμένο ο ύπνος παίρνει στο γρασίδι,
πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουνε στον δρόμο
και μια βάρκα με κίτρινο πανί πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού κρατάει στον αέρα
και φέρνει μια νυχτιά γεμάτη αστέρια.
Κι εκείνοι που περίμεναν βροντές και αστραπές
απογοητεύονται.
Κι εκείνοι που περίμεναν σημάδια κι αρχαγγέλων σάλπιγγες
δεν το πιστεύουν πως τώρα γίνεται.
Όσο ο ήλιος και το φεγγάρι είναι από πάνω,
όσο ο μπάμπουρας κάθεται στο τριαντάφυλλο
όσο γεννιούνται ρόδινα μωρά
κανένας δεν πιστεύει πως τώρα γίνεται.
Μόνο ένας γέρος ασπρομάλλης, που θα 'τανε προφήτης,
μα που δεν είναι προφήτης, για δεν του περισσεύει χρόνος,
λέει και ξαναλέει καθώς τις ντοματιές του δένει:
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος,
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος.
Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι,
ένας ψαράς ματίζει δίχτυ αστραφτερό.
Χαρούμενα δελφίνια πηδούν στη θάλασσα,
δίπλα στο λούκι της βροχής νεαρά σπουργίτια παίζουν
και του φιδιού το δέρμα είναι χρυσό - όπως θα 'πρεπε πάντα να 'ναι.
Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
γυναίκες με ομπρέλες περπατούν στους κάμπους
τον μεθυσμένο ο ύπνος παίρνει στο γρασίδι,
πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουνε στον δρόμο
και μια βάρκα με κίτρινο πανί πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού κρατάει στον αέρα
και φέρνει μια νυχτιά γεμάτη αστέρια.
Κι εκείνοι που περίμεναν βροντές και αστραπές
απογοητεύονται.
Κι εκείνοι που περίμεναν σημάδια κι αρχαγγέλων σάλπιγγες
δεν το πιστεύουν πως τώρα γίνεται.
Όσο ο ήλιος και το φεγγάρι είναι από πάνω,
όσο ο μπάμπουρας κάθεται στο τριαντάφυλλο
όσο γεννιούνται ρόδινα μωρά
κανένας δεν πιστεύει πως τώρα γίνεται.
Μόνο ένας γέρος ασπρομάλλης, που θα 'τανε προφήτης,
μα που δεν είναι προφήτης, για δεν του περισσεύει χρόνος,
λέει και ξαναλέει καθώς τις ντοματιές του δένει:
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος,
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος.
*
Φρουρός σ’ έναν ατέρμονα αγωγό στην έρημο;
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες την άμμο;
Όποιος κι αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από
διαβατάρικο πουλί;
Αν είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε
να τον σώσει.
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες την άμμο;
Όποιος κι αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από
διαβατάρικο πουλί;
Αν είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε
να τον σώσει.
μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου