Πρόεδρος: Είδατε τα φουγάρα στο τέρμα της προβλήτας και τον καπνό και τις φλόγες;
Μάρτυρας: Ναι! Είδα τον καπνό
Πρ.: Και τί υποθέσατε;
Μ: Υπέθεσα ότι αυτοί θα είναι οι φούρνοι για το ψωμί. Είχα ακούσει πως εκεί φουρνίζουν μέρα νύχτα ψωμί. Ήταν βλέπετε μεγάλο στρατόπεδο
Μάρτυρας: Οι γυναίκες και τα παιδιά ΄κει πέρα. Οι άντρες στην άλλη πλευρά. Έχασα την οικογένειά μου απ΄τα μάτια μου, ολόγυρα φώναζαν άνθρωποι τους δικούς τους. Τους χτυπούσαν με ρόπαλα. Σκυλιά γαύγιζαν. Απ΄τους πυργίσκους των φυλάκων είχαν στρέψει πάνω μας προβολείς και πολυβόλα. Στο τέλος της προβλήτας ο ουρανός ήταν κόκκινος. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη καπνιά. Είχε μια μυρουδιά γλυκιά και καψαλισμένη. Ήταν η καπνιά που δε θα ‘φευγε ποτέ πια.
Πρόεδρος: Καλά, οι κρατούμενοι δεν έφερναν καμιά αντίσταση στην προβλήτα; Ο αριθμός τους ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος απ΄τον αριθμό των φρουρών. Τους χώριζαν απ΄την οικογένειά τους, τους έπαιρναν την περιουσία τους και δεν αντιστεκόταν;
Μάρτυρας: Δεν αντιστεκόταν ποτέ!
Πρ.: Γιατί δεν αντιστεκόταν;
Μ.: Όταν έφταναν οι κρατούμενοι ήταν εξαντλημένοι και πεινασμένοι. Έλπιζαν μονάχα πως επιτέλους θα ‘βρισκαν κάποια ξεκούραση.
Πρ.: Δεν υποπτεύονταν αυτό που τους περίμενε;
Μ.: Πως να φανταστούν ότι στην πραγματικότητα είχαν πάψει να υπάρχουν; Ο καθένας τους πίστευε πως θα μπορούσε να επιζήσει.
Μάρτυρας: Όταν διαβήκαμε τις γραμμές και περιμέναμε μπροστά στην είσοδο του στρατοπέδου, άκουσα έναν κρατούμενο να λέει σε μια γυναίκα “Το αμάξι του Ερυθρού Σταυρού δε μεταφέρει παρά το αέριο στα κρεματόρια. Εκεί θα σκοτώσουν τους δικούς σας”. Η γυναίκα άρχισε να φωνάζει. Ένας αξιωματικός που άκουσε αυτά τα λόγια, γύρισε σ΄αυτή και της είπε “Μα αγαπητή κυρία, πως μπορείτε να πιστεύετε έναν κρατούμενο; Αυτοί είναι όλοι τους εγκληματίες και ανισόρροποι”
Μάρτυρας: Κάθε κρεβάτι είχε μια κουβέρτα. Αυτή την τραβούσε μια ο ένας που πλάγιαζε απόξω, την άλλη ο άλλος που που πλάγιαζε από μέσα. Στη μέση πλάγιαζαν οι δυνατοί.
Μάρτυρας: Κι αμέσως αρχίσαμε να ζούμε πάνω σε καινούριες έννοιες και να προσαρμοζόμαστε σ΄ετούτο τον κόσμο που έγινε φυσικός κόσμος για όσους ήθελαν να ζήσουν. […] Η βρώμα, οι πληγές και τα μικρόβια ολόγυρα ήταν το φυσικό. Φυσικό ήταν που γύρω μας όλοι πέθαιναν και φυσική η αμεσότητα του δικού μας θανάτου. Φυσικό ήταν το νέκρωμα των αισθημάτων μας κι η αδιαφορία μας στο αντίκρισμα των πτωμάτων. Ήταν φυσικό που ανάμεσά μας βρισκόταν μερικές που βοηθούσαν αυτές που στεκόταν πάνω μας να μας δέρνουν.
Μάρτυρας: Τη σωματική εξάντληση ακολουθούσε η πνευματική εξάντληση που έφτανε στο σημείο να χάσεις ολότελα το ενδιαφέρον σου για τα γεγονότα. Ένας κρατούμενος που είχε φτάσει σ΄αυτό το στάδιο δεν μπορούσε πια να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Το μνημονικό του χανόταν τόσο που να μη μπορεί να πει ούτε τ΄όνομά του. Κατά μέσο όρο, ένας κρατούμενος δεν κατάφερνε να ζήσει παραπάνω από τρεις ως πέντε μήνες.
Πρόεδρος: Πότε επέβαλαν την ποινή [της “μηχανής που ανοίγει τη λαλιά”] αυτή;
Μάρτυρας: Καμιά φορά όταν τύχαινε κάποιος να κλέψει ένα κομμάτι ψωμί ή όταν δε συμμορφωνόταν αμέσως με τη διαταγή να δουλέψει πιο γρήγορα. Συχνά έφτανε να τον καταδώσει ένας χαφιές. Υπήρχε ένα κιβώτιο για τους καταδότες. Έφτανε να ρίξεις εκεί ένα σημείωμα.
Μάρτυρας: Κάποτε έφεραν στο νοσοκομείο έναν χτυπημένο κρατούμενο με διαταγή του αξιωματικού “Αυτός πρέπει να γιατρευτεί για να μπορέσουμε να τον κρεμάσουμε”. Ο κρατούμενος όμως πρόλαβε και πέθανε.
Κατήγορος: Δε σας κίνησε την προσοχή η κατάσταση των κρατουμένων;
Κατηγορούμενος: Ήταν ένα στρατόπεδο ποινικών κρατουμένων. Οι άνθρωποι δεν είχαν μεταφερθεί εκεί για ανάρρωση
Κατήγορος: Σαν υπασπιστής του διοικητή δεν ενδιαφερθήκατε να μάθετε κάτω από ποιές συνθήκες ζούσαν οι κρατούμενοι;
Κατηγορούμενος: Δεν άκουσα ποτέ παράπονα.
Κατηγορούμενος: Σκοπός του στρατοπέδου ήταν να οδηγηθούν οι εχθροί του κράτους σ΄ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Δεν ανήκε σε ‘μένα να το αμφισβητήσω αυτό.
Κατήγορος: Εσείς κ. Μάρτυς, καθώς και άλλοι διευθυντές των μεγάλων εταιρειών, εξασφαλίζατε – με βάση την απεριόριστη φθορά των ανθρώπων – ετήσια κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων. Ας αναλογιστούμε μια ακόμη φορά ότι οι διάδοχοι αυτών των εταιρειών κλείνουν σήμερα θαυμάσιες δουλειές και ότι βρίσκονται, καθώς λέγεται, σε μια καινούρια περίοδο ανάπτυξης.
Πρόεδρος: Πόσο μεγάλες ήταν οι ομάδες που έπρεπε να οδηγήσετε σε θανάτωση;
Κατηγορούμενος: Κατά μέσο όρο εκατόν πενήντα με διακόσια κομμάτια
Πρόεδρος: Υπήρχαν ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά;
Κατηγορούμενος: Ναι
Πρόεδρος: Το βρίσκατε σωστό να περιλαμβάνονται γυναίκες και παιδιά σ΄αυτά τα φορτία;
Κατηγορούμενος: Ναι! Βλέπετε τότε υπήρχε η φυλετική διάκριση.
Πρόεδρος: Και δεν είχατε ποτέ αμφιβολία αν τα γυναικόπαιδα αυτά ήταν ένοχα;
Κατηγορούμενος: Μας είπανε ότι είχαν συμμετάσχει σε διάφορες πράξεις δολιοφθοράς. Είχαν ανατινάξει γέφυρες και είχαν μολύνει βρύσες.
Κατήγορος: Το φθινόπωρο του 1941 παραδόθηκε στο στρατόπεδο ένας μεγάλος αριθμός από σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. […] Για ποιό λόγο εκτελέστηκαν οι αιχμάλωτοι αυτοί;
Κατηγορούμενος: Σκοπός ήταν η εξόντωση μιας κοσμοθεωρίας. Με τη φανατισμένη πολιτική τοποθέτησή τους οι κρατούμενοι έβαζαν σε κίνδυνο την ασφάλεια του στρατοπέδου.
Κατηγορούμενος: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να εξηγήσω τούτο. Απ΄τα σχολικά μας χρόνια ακόμα, στις τρεις λέξεις που ακούγαμε η μια αφορούσε αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για όλα και που έπρεπε να εξοντωθούν. Συνέχεια μας σφυροκοπούσαν το μυαλό λέγοντας ότι αυτό γινόταν για το καλό του λαού μας. Στα σχολεία των φύρερ μαθαίναμε πρώτα απ΄όλα να δεχόμαστε τα πάντα δίχως αντίρρηση. Αν τύχαινε κάποιος να ρωτήσει κάτι, του έλεγαν “Όλα γίνονται σύμφωνα με το νόμο” […] Κύριε Πρόεδρε, μας είχαν αφαιρέσει τη σκέψη. Βλέπετε, άλλοι σκέφτονταν για ΄μας.
Μάρτυρας: Τα κελιά των ορθίων ήταν ενενήντα επί ενενήντα εκατοστά. Είχαν ύψος δύο μέτρα. […] Η πιο συνηθισμένη καταδίκη ήταν ο θάνατος από πείνα. Ο φίλος μου πέθανε στο διπλανό κελί ύστερα από δεκαπέντε μέρες. Τελευταία έφαγε τα παπούτσια του. […] Όποιος καταδικαζόταν όρθιος στην απομόνωση, χωρίς φαγητό, μπορούσε να φωνάζει και να βρίζει όσο ήθελε … η πόρτα δεν άνοιγε ποτέ. Τις πρώτες πέντε νύχτες φώναζε δυνατά. Μετά η πείνα σταματούσε και φούντωνε η δίψα. Βογκούσε, εκλιπαρούσε, έπινε τα ούρα του κι έγλυφε τους τοίχους. Περνούσαν πάνω από δύο εβδομάδες ώσπου να πεθάνει. Τα πτώματα απ΄τα κελιά ορθίων τα ψάρευαν με ραβδιά.
Μάρτυρας: Δεν αισθάνομαι καθόλου μίσος. Δεν επιθυμώ να εκδικηθώ κανέναν. Όλοι οι κατηγορούμενοι μου είναι αδιάφοροι. Θέτω μονάχα υπόψη ότι αυτοί δε θα μπορούσαν να εξασκήσουν το επάγγελμά τους δίχως την υποστήριξη εκατομμυρίων άλλων. […] Ο δρόμος γέμιζε θεατές όταν μας έδιωχναν από τα σπίτια μας και μας ανέβαζαν σε ζωάμαξες. Οι κατηγορούμενοι αυτής της δίκης στέκονται σαν συνεργοί στο τελευταίο σκαλί.
Mετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου