Ήταν γραφτό για το γραφτό να βγει έτσι. Το αντικείμενο, βέβαια, δεν αλλάζει. Αλλάζει ο τρόπος που το βλέπεις. Μάλλον, με τον χρόνο, το βλέμμα σου απελευθερώνεται. Είναι γεγονός πως αν χάσεις το ελάχιστο της συναισθηματικής επαφής μ’ εκείνο που θέλεις να περιγράψεις, σε τριβελίζουν καλλωπιστικές τάσεις. Προσπαθείς να κάνεις το αντικείμενό σου πιο όμορφο απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Αυτό που θέλω είναι μια πρωτότυπη ιστορία χωρίς να χρειαστεί να πρωτοτυπήσω εγώ. Χρειάζομαι επίσης έναν καλό λόγο για να το κάνω. Εξάλλου, για να ολοκληρωθούν όσα γράφω, χρειάζονται αναγνώστες, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να γράφω στον εαυτό μου. Πώς όμως να καταφέρεις να εξηγήσεις πέραν των τυχαίων αναλαμπών, πέραν του κωμικού και του τραγικού, πέραν του μυξοκλαμένου και του γελοίου, το ανεπίδεκτο εξήγησης;
Ο χρόνος κυλάει και τα λάθη που θα ’πρεπε να μας διδάσκουν, κατακάθονται στον πάτο. Όσοι ήξεραν το μυστικό είναι τώρα μακριά, ενώ όσοι έχουν ξεμείνει εδώ υποκρίνονται ότι το έχουν ξεχάσει.
Από μικρός άκουγα πως είχα καλλιτεχνική φλέβα. Για να το διαπιστώσω, έκοψα μία. Κόντεψα να πεθάνω από αιμορραγία. Προφανώς είχα κόψει λάθος φλέβα. Να, λοιπόν, που ξαπλωμένος με ζωοδόχους ορούς να κυκλοφορούν στο αίμα μου, σκέφτομαι πως η ζωή μου παρουσίαζε τον τελευταίο καιρό μια παράλογη βελτίωση. Μια βελτίωση προς τα πλάγια, όχι προς τα εμπρός, έτσι που άρχισα να πλαταίνω αντί να μεγαλώνω. Η παράλογη αυτή βελτίωση ενώθηκε με την παράλογη τάση μου για συνεχή αναίρεση, η οποία δεν έχει ακόμα αυτοαναιρεθεί, με συνέπεια να παραμένουν όλα στάσιμα.
Πού είσαι; (Έχω την εντύπωση ότι ξέρω). Μου λείπεις. (Είμαι ηλίθιος που δεν έχω βρει άλλη). Σε σκέφτομαι. (Γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να σκεφτώ). Σε θέλω. (Όχι πάντα). Τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, τα χείλη σου, το κορμί σου. (Αυτά υπάρχουν έτσι κι αλλιώς, άρα το κλειδί είναι αλλού).
Κοιτάζω έξω. Το κορίτσι με τη σοφιστικέ αμφίεση παρακολουθεί τα πάντα πίσω απ’ τον πάγκο του μαγαζιού, με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα σταθερό. Πότε πότε σηκώνει αργά το κεφάλι και κοιτάζει το ταβάνι με ξεχασμένη θαρρείς μεγαλοπρέπεια. Έπειτα κοιτάζει τη γυάλα πλάι της. Αν κρίνεις από τις εκφράσεις που παίρνει, σκαρφίζεται ερωτικές συνευρέσεις με κάποιον μες στη γυάλα παριστάνοντας πότε το ψάρι και πότε την τροφή του. Ο κόσμος απέξω πηγαινοέρχεται. Η κίνηση είναι διαρκής, μα η ίδια έχει την εντύπωση ότι η παρέλαση είναι στημένη.
Τα πλακόστρωτα δέχονται τις τελευταίες τρεχάτες ανάσες. Στοιχειωμένες ιστορίες κοσμούν τους δημόσιους χώρους. Οι διαθέσεις εκτελούν κατακόρυφους και άλματα κυκλοθυμίας. Μέσα σε τούτη την αλλόκοτη διαδοχή καταστάσεων (έτοιμες παραστάσεις κάλλους εφικτού, ήσυχη ροή κενών και οι σφήνες χειρόφρενο), η καθημερινότητα καλύπτεται με μια κρέμα υποτιθέμενης τάξης, αρχαίων μύθων, ανεξήγητης βίας που ακούγεται λογική και ενδεχόμενης βίας που ακούγεται παράλογη. Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Όλοι ξαναβρίσκουν αργά ή γρήγορα τις παλιές τους φοβίες. Οι νέοι ανακαλύπτουν το δρόμο της απώλειας και οι υπάλληλοι στέκονται αγκιστρωμένοι πίσω από τις βιτρίνες αναμένοντας πελάτες. Θλίψη, ανασφάλεια, παράνοια και φυσικός χυμός πορτοκάλι.
Εσείς γιατί είστε κλειστοί; Εγώ είμαι ανοιχτός. Είμαι ανοιχτός 24 ώρες το εικοσιτετράωρο σαν γραφείο κηδειών. Δεν κλείνω καθόλου. Κοιμάμαι μέσα τα βράδια κι όταν κάποιος μου χτυπήσει την πόρτα, πετάγομαι πάνω και φωνάζω «είμαι ανοιχτός, είμαι ανοιχτός».
Ψίθυροι φτάνουν στ’ αυτιά μου, σαν φάρσα που ψάχνει το συγκλονιστικό φινάλε. Αμφίβιες υποψίες τραγικών σφαλμάτων ηχούν σε τέμπο εξουθενωτικό. Μια πλαδαρή εκλογίκευση πλημμυρίζει στόματα ασφυκτικά μπουκωμένα και ρουθούνια χωρίς ικανότητα όσφρησης. Ξεφουσκώνει λαχανιασμένη η απορία ενός κόσμου για πράγματα που όφειλε να γνωρίζει.
Είπα να κλείσω τα μάτια και να ονειροπολήσω. Είναι αλήθεια ιδιόμορφη η τάση να κλείνεις τα μάτια σου όταν έχεις την ανάγκη να ονειρευτείς, εκτός κι αν έχεις την ικανότητα να ονειρεύεσαι μ’ ένα αντίστοιχα τυφλό σύστημα δακτυλογράφησης. Φέρνω στο νου μου τα γράμματα που στέλνει η θεία μου από την Αυστραλία. Αυτά τα ασύντακτα, πρωτόγονα γράμματα, που η καλλιγραφία τους θυμίζει σεισμό και η ορθογραφία τους τυφώνα, είναι ζωντανά όσο τίποτε άλλο. Η ανάγκη τους για επικοινωνία τα κάνει αληθινά έργα τέχνης. Κι εγώ, νταβατζής της γραφής, προσπαθώ να εκδώσω λέξεις, τυπικός σαν δυσκοίλιος γραφειοκράτης, αρκετά ειλικρινής όμως όταν κατηγορώ τον εαυτό μου.
Ήρθε η ώρα να πω κάνα δυο καλές κουβέντες, τώρα που η βροχή ξανάρχισε να πέφτει. Εκτός απ’ το χώμα μαλάκωσε και η διάθεσή μου σαν βούτυρο πρόθυμο να λιώσει. Κινούμαι σε χώρους που κοιτάζουν συνεχώς το ρολόι τους και κουρδίζονται από τις συχνότητες των φαινομένων. Νιώθω ελαφρά την επιθυμία να αποσυντονίσω κάποιες κινήσεις, διατηρώντας όμως επαφή με την πραγματικότητα, τέτοια που να μου επιτρέπει να μαντεύω πότε πότε την ταυτότητά μου.
Γιατρέ, θα μ’ αφήσει κουσούρι;
*Άνιμα: άνεμος, αέρας, αναπνοή, πνεύμα, ψυχή, ζωή. Σύμφωνα με τον Γιούνγκ, η εσωτερική ψυχή του άντρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου