Ήταν η εποχή που φρόντιζα νεκρούς
δεν το έκανα γιατί ήμουν ζωντανός
αλλά γιατί ανήκω στους νεκρούς
που τα καταφέρνουν.
Καταφερτζής νεκρός
αυτό το όνομα μου έδωσαν
οι χρυσές κάμπιες –
τι ντίλερ θα ήμουν
αν περπατούσα ανάμεσα σε ζωντανούς
κι έπαιζα μαζί τους;
Ξάφνου με πήγε τ’ όνειρο
στην οδό Βεϊκου, αριθμός δέκα
πάλι ανέβηκε στα κάγκελα
στον μαύρο άμβωνα
ο πρώτος φίλος μου
προφήτης Ηλίας.
Ξεκίνησα για να τον συναντήσω
μα είχαν προλάβει
και στο μπαλκόνι τον είχαν βγάλει τα σκυλιά
φόλα που θέλουν και θηλιά.
Μα εσύ τι γύρευες κει πάνω
γυμνός και να ρωτάς:
«να πέσω ή να μην πέσω;»
Πίσω είναι αδύνατον να πας.
Τότε η άμαξα που όλοι έχουν ακουστά
μα μόνο εγώ την είδα
με τους τροχούς και τις λεπίδες της
που σκίζουν τον αέρα και σκορπίζουν τ’ άστρα
πήρε τον Ηλία
κι ούτε μπροστά ούτε πίσω γνώριζε τι είναι πια.
Κι η μάνα του ακολουθούσε.
-Πού πας μητερούλα με πλαστικά λουλούδια στο κεφάλι;
-Πάω το παιδί μου ν’ αναστήσω, μες στα γαλάζια στάχια να
το κρύψω.
Πάνε πια οι αγάπες που περπατούσαν
πάνω στους ανθρώπους
τα επισκεπτήρια στην κλινική γαλήνη
ο θρίαμβος από τα δόντια των αδελφών
και το ξημέρωμα στο πρώτο νεκροταφείο
περιμένοντας τον δερβίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου