Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ’ ατέλειωτα βράδια
Πώς έλιωνα παρακαλώντας για ένα χάδι.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μού φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.
Τυφλωμένη απ’ τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μού φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο χέρι μου
σαν μου ’δωσε τα ρέστα.
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιος θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι-χέρι προσπέρασε
και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω.
Δυο μεθυσμένοι μακριά…
Καμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς.
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι ο αντίλαλός του μέσα μου.
Έβρεχε
Κι η μοναξιά μού τρυπούσε τα κόκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ’ το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια.
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς, ίσως να τα ζηλεύαμε.
Βυθίστηκα άλλη μια φορά μες στο βουβό μου κλάμα…
Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.
(Από τη συλλογή «Παιχνίδι αιχμηρό», εκδ. Gutenberg, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου