ΣΤΑΘΜΟΣ "ΒΙΚΤΩΡΙΑ"
Βοηθούνε κι' οι τόποι για να μην ξεχάσεις...
Ποιος πήρε μαύρα ψηφιά κι' έγραψε τόνομά μου
πάνω στον τοίχο του σταθμού;
Εγώ είμαι τώρα που σου φωνάζω έξω απ' το τραίνο
και τόνομά μου, σκούρο μαντήλι, σ' ανεμίζω,
τόνομα ετούτο που δε μου ταίριαζε ποτές
κι' ήταν ρούχο βαρύ για τα λιανά μου κόκκαλα.
Σε πάθη λαού εμεγάλωσα και τα δικά μου
μεγάλα για τη δύναμή μου, το γνωρίζεις...
Ήττες με κυνηγούνε και με βρίσκουνε όσο κι' αν κρυφτώ,
για τόνομα μου να με περιπέξουνε.
ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Οι ποιητές είναι τ' αδέρφια μου·
Ξέρω τα πάθη τους, γνωρίζω τον ανήμερο Θεό τους
και τις αγρύπνιες τους έχω περασμένες·
μα εγώ ποτές μου δεν τους έφτασα, γιατί
τη λευτεριά τη δικιά μου δεν την είδα.
Ύπνος μ' ονείρατα πηχτά και ξύπνος
με βάσανα μικρά κι' ατέλειωτα
το πνεύμα μου βουλιάζει και τ' αστέρι
που λες πως λάμπει στο ταπεινό μου μέτωπο
για με την ίδια δεν φωτάει, δε δίνει δρόμου χάδι.
Μα από τους ποιητές μόνο θα λάβω χέρι βοηθό
κι' αδέρφια μου θέλω να τους ξέρω...
ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ
Όχι μονάχα για τις λύπες
και για την πίκρια και τη μοναξιά
για το μόχτο όχι μονάχα όπου το στόμα μαραγκιάζει
σαν τον καρπό σε ψηλό κλωνάρι ξεχασμένο.
Για το αχ δεν ήρθαμε και για την πείνα
τη δίψα και τη στέρηση, για τον αχνό της χύτρας
και για την απλώστρα...
Την καταχνιά ας αναμερίσουμε,
και το περβάζι του παράθυρου άδειο ας αφήσουμε,
μόνο περβάζι νάναι.
ΙΣΟΒΙΑ
Ισόβια είναι τα χέρια της τιμωρημένα
να μένουν στο νερό, πλάσματα αμφίβια, και να παστρεύουν
και να πλένουν αδέρφια της παιδιά κι εγγόνια.
Του σαπουνιού το γλύστριμα γνώρισαν πριν να δέσουν
και να μεστώσουν, το σπίρτο τάχει σημαδεμένα·
κι' ισόβια απ' τ' αχνισμένο τζάμι δίνει πέταγμα και φεύγει
η μοναχική ψυχή της.
Δρόμους εδώ δεν έχει, ούτε λιμάνια, ούτε χαρούμενες γιορτές,
μα εκείνη βρίσκει και δρόμους και λιμάνια και ξεφαντώματα·
έχει του ταξιδιάρη ποιητή την ασάλευτη ζωή
του αόματου γυρολόγου το μεράκι.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ
Πάλι με φέραν τα μικρά μου χρόνια στον τόπο ετούτο
που αλλάξαν πρόσωπο ως κι' οι πέτρες του.
Πούν' οι φραγκοσυκιές στη μάντρα με τ' αγκάθι το μικρό
πούδινε βαθύ πόνο ανάμεσα στα δάχτυλα
και πούν' οι αθάνατοι; Κάθε εφτά χρόνια
υψώναν σε μακρύ κοντάρι ένα λουλούδι κίτρινο
κι' ύστερα πέφτανε να μαραθούν για νάβγουν άλλοι
μέσα από την παντοτεινή βαθειά στο βράχο ρίζα.
Απάνω τους έπεσε τσιμεντένια πλάκα και ζωντανούς τους έθαψε
ν' αντιβοά η ψυχή τους μες τα χτίρια
κι αβάσταχτα να θέλει να πετάξει άνθος μεγάλο
να δείχνει πως είναι καιρός για σηκωμό καινούργιο.
Φύγαν εκείνοι που με θρέψανε
στα πρώτα χρόνια μ' αθερίνα και ψωμί αρμυρό
κι' η μάνα μου πήρε μαζί της τις σαΐτες και τα χτένια
όλον τον αργαλειό που δούλευε της ομορφιάς
με νήματα βαμένα καρυδόφυλλο και ρόιδι,
μονάχα η θάλασσα μέσα σ' αιώνια νιότη αστράφτει
και χτυπάει το κύμα της σαν τότε.
Η θάλασσα, τι να κρατήσει...
ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ
Να μου μιλάς, θέλω να μου μιλάς κι' ας είναι
για τον καιρό να με ρωτήσεις,
καθόλου δε μου κακοφαίνεται και γνωστικά θα σ' απαντήσω
γιατί, σ' αυτόν το βορεινό ανοιχτό τόπο που μένω,
τους καιρούς μελετώ, το τι θα κάμουνε τα σύννεφα
μου το μηνούνε,
του κυπαρισσιού η κορφή μού γράφει τους ανέμους.
Στη θαμπάδα των άστρων ή στην ξαστεριά
στου φεγγαριού τους κύκλους βλέπω σύναξη βροχής,
πάνω στης Πάρνηθας τα συννεφένια παπλώματα ξεκαθαρίζω
του βοριά απολυτό για μάχη.
Την αλλαξοκαιριά έμαθα να μυρίζομαι σα ζωντανό,
μίλα μου, ας είναι και για καιρούς να με ρωτήσεις...
Βορεινό Προάστιο, Κέδρος 1966
ΚΥΚΛΟΣ
Όπως φύλλα θα πέσουμε απ’ τα δέντρα∙
την άνθηση και τον καρπό εργαστήκαμε
καλέσαμε τον άνεμο και τη βροχή
το φως και της σκιάς το δίχτυ
την πυρκαγιά να συγκρατήσει,
στις εποχές εκθέσαμε τα μέτωπά μας.
Θλίψη καμιά. Όμως πολύ το πάθος
της προσφοράς, η δύναμή μας αναλώθηκε νωρίς
στα περίχωρα μείναμε.
Οι φύλαρχοι μας απομάκρυναν και η τάφρος.
Αλλά ίσως προνόμιο η ανωνυμία
κι η απουσία μας από την αγορά.
Στο στρόβιλο της ύλης θα υπάρχουμε
σαν ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Η μουσική γεννάει τη μουσική.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.
Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.
Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...
(Ευνοημένοι, 1998)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου