Ἃλλοτες ἤτανε οἱ θλιμμένες λίµνες τοῦ καλοκαιριοῦ
Τὰ λέπια ποὺ χρυσίζανε στῶν κουπιῶν µας τὸ χτύπημα
Τ’Αὐγουστιάτικα σούρουπα τῆς ἐφηβικῆς ὀδύνης
Τὰ πρῶτα - πρῶτα ἀστέρια ποὺ ριγούσανε στὸν οὐρανό.
Ἃλλοτες ἤτανε οἱ ἐξαίσιοι κῆποι οἱ βραδυνοὶ
Η πυκνὴ φυλλωσιὰ στὸ μικρὸ σταυροδρόµι
Τόσα τραγούδια σὰν ψίθυροι μὲς στὶς νυχτόβιες ἀναμονὲς
Μιλούσαμε κι’ ἐσὺ κι᾿ ἐγὼ γιὰ τὶς στερνὲς ψιχάλες τῆς Ἂνοιξης
Γιὰ κάποιο βιβλίο κλειστὸ πεταµένο στὴ χλόη
Γιὰ μιὰν αἴσθηση ποὔρθε νὰ γίνει ἕνας θάνατος
Γιὰ μιὰν ἀμέριστη ποίηση ποὺ ξεφυλλοῦσε τὴ νιότη µας.
Θὰ τὸ κερδίσουμε κάποτε τοῦτο τ᾽ ἀπωλεσμένο µας ὅραμα
Ὅταν τὸν ὕπνο σου δὲν τυραννοῦν πιὰ οἱ ἐφιάλτες τῆς ἀρρώστειας σου
Ὑψώνοντας πάνω ἀπὸ τὰ τείχη µας μιὰν ἰαχὴ θυσίας
Θὰ τὸ κερδίσουμε κάποτε, θἆναι ἡ ἐφηβεία ὁλοκαίνουργη
Τότες ποὺ οἱ λίμνες γινήκανε τρίστρατα γιὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων
Καὶ χρυσίζαν σπαθιὲς στῶν κορμιῶν µας τὸ χτύπημα.
Θὰ τὸ κερδίσουμε κεῖνο τ᾽ Αὐγουστιάτικο σούρουπο τῆς παράνομης ὀδύνης
Τὰ πρῶτα πρῶτα ἀστέρια ποὺ εὐλογοῦσαν τὴν τόλμη µας
Τοὺς ἐξαίσιους κήπους μὲ κομμένα τὰ ρόδα τῶν παιδιῶν µας
«Σκόρπια καὶ ξένα μὲς τὸ μικρὸ σταυροδρόμι
Μὲ τὰ τραγούδια τῆς Ἂνοιξης ζεστὰ στὴ σάρκα τοῦ πάθους µας
Μὲ τὸ βιβλίο ποὺ µίλαε γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιαυτὸν ποὖνε σιμά σου
Μὲ μιὰν ἀτίθασση αἴσθηση ποὔρθε νὰ γίνη Ζωὴ
Μὲ τὴν Ποίηση ποὔγινε Ἀγάπη.
Πηγή: Ελεύθερα Γράμματα, Σάββατο 15 Μάρτη 1945, φ. 62, σ. 67.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου