Ν. Μ. |
Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν αν δε σπάσουν τώρα τα δεσμά σουΔε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί5Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλειαΚαι να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις. Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μουΈνας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδαΜια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς10Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μαςΠρόσωπα που ’ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω.Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικων ποταμιών δεν κοιμούνται πια οι χλωμοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχέςΣτη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβιαΘυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα. 15Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο(Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μαςΤα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.Μες στις μεγάλες πολιτείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν20Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλοΜες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δε θέλουν να γεράσουνΚατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σού ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάραΣτα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνοΣτις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο25Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία. Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμόΣτ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγέςΗ φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες30Λέξεις χλωμές συνθέτουν πληγωμένα ελεγείαΚι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούριο μου τραγούδι. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου