Ένα πρωί λοιπόν, την ώρα που λιαζόταν τόπλες, έκανα το πλησίασμα με τη μέθοδο της ακρίδας. Μπορούσα να την πλησιάσω και με τη μέθοδο του πατημένου αχινού, να βγω δηλαδή ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο μέσα απ’ τη θάλασσα, γιατί πάτησα, πες, αχινό, και να της ζητήσω, καθώς στο σημείο εκείνο της πλαζ ήταν απόλυτα μονάχη, βοήθεια.
Η μέθοδος όμως που προτίμησα ήταν λιγότερο μπερδεμένη. Ελευθέρωσα τη μεγάλη ακρίδα απ’ το κουτί τα σπίρτα, δίνοντάς της, στον αέρα, τη γραμμή του κορμιού της, και το τεράστιο πετούμενο πήγε να κάτσει πάνω ακριβώς στον αφαλό της. Τινάχτηκε επάνω, βάζοντας τις φωνές. Τότε εμφανίστηκα κι εγώ πίσω απ’ τα βούρλα, σαν σωτήρας-άγγελος: Can I help you, miss? τη ρώτησα. I need your help ήταν η απάντησή της. Το έντομο ακινητούσε πάνω στην καυτή άμμο. Έσκυψα, το τσάκωσα απ’ τους αγκώνες των φτερών, κι έκανα να το τσακίσω μες στα δάχτυλά μου, μα είδα ένα αίσθημα οίκτου στο ευαίσθητο μουτράκι της. Έτσι, για χατίρι της, του χάρισα τη ζωή και το έβαλα στο κουτί από τα σπίρτα απ’ όπου το είχα βγάλει.
Φανταστείτε τη σκηνή: ήμουν δίπλα της κι αυτή με ευγνωμονούσε, ενώ με τα χέρια της σταυρωτά, προσπαθούσε όχι να κρύψει ακριβώς, αλλά να λογοκρίνει τα υπέροχα στήθια της, που όπως στο σινεμά, στα φιλμ-πορνό, ξεχείλιζαν απ’ όλες τις μπάντες. Η μυρωδιά τής μέντας που απέπνεε με ζάλισε…».
Βασίλης Βασιλικός, Τα Καμάκια, 1978.
Πηγή: https://diskoryxeion.blogspot.com/2017/10/facebook-51.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου