Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Αντώνης Σουρούνης-Γέλια

Προσπαθώ συχνά να δώσω στην Ιστορία ανθρώπινο πρόσωπο και κάθε φορά που το κατορθώνω, βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα χωρίς ηλικία, με ανάκατα μαλλιά, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω αν είναι απ’ αυτά που έχει ζήσει ή απ’ αυτά που σήμερα ζει. Μάλλον θα ’ναι κι από τα δύο μαζί. Η σύγκρουση που λένε στα σενάρια, η ανατροπή. Σίγουρα θα γελάει με τον εαυτό της, δηλαδή μ’ εμάς. Γελάω κι εγώ μαζί της, δηλαδή με τον εαυτό μου, και δε θα παραξενευτώ αν δω να γελάει και το παρδαλό κατσίκι.

Διαβάζω ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα για τους Αλβανούς και νομίζω πως διαβάζω το βιογραφικό μου. Κυριακάτικα, λέει, κάθονται στο καφενείο της Ομόνοιας, όπου μαζεύονται και τα λένε. Ό,τι έκανα κι εγώ πριν από τριάντα οχτώ χρόνια στην Κολονία. Προτού δημιουργήσουμε ένα καφενείο για να τα λέμε, μαζευόμασταν και τα λέγαμε στο σταθμό των τρένων. Ή δεν τα λέγαμε, κοιταζόμασταν μόνο από μακριά και συνεννοούμασταν. Το πρόσχημά μας ήταν πως θέλαμε ν’ αγοράσουμε ελληνική εφημερίδα από το μοναδικό κιόσκι που τις πουλούσε και οι πιο συνεσταλμένοι την κρατούσαν ορθάνοιχτη στα χέρια σαν ελληνική σημαία. «Έλληνας είσαι, φίλε;».

Μπορεί να είχαμε την τύχη να καταφθάσει και κανένα τρένο από την πατρίδα φορτωμένο με καινούργιους. Μπορεί να είχαμε ακόμα μεγαλύτερη τύχη, να ’φτανε κανένας συντοπίτης και να μαθαίναμε νέα για γνωστούς μας. Όπως φαινόμασταν εμείς τότε, φαίνονται οι Αλβανοί σήμερα. Αυτοί δεν έρχονται με τρένο, για να μαζεύονται στο σταθμό, έρχονται με τα πόδια και η Ομόνοια είναι το πηγάδι για να ξεδιψάσουν, να πέσουν μέσα και να πνιγούνε ή να τους πετάξουμε εμείς.

Μας κυνηγούν, λένε. Ό,τι έκαναν και σ’ εμένα. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ’ εμένα το ίδιο κάνανε. Ο χειρότερος και στυγνότερος εργοδότης που είχα στη ζωή μου ήταν Έλληνας στη Φρανκφούρτη και μάλιστα σπουδαγμένος. Ήμουν χωρίς άδεια εργασίας, χωρίς άδεια παραμονής κι έκρινε σωστό να είμαι και χωρίς μισθό. Μου έδινε δέκα μάρκα κάθε Σάββατο -δούλευα και τα Σάββατα- όσα χρειαζόμουν για να πηγαινοέρχομαι και να του δουλεύω.

Πολλές φορές, πηγαίνοντας με φίλους μου να πιούμε μια μπίρα σε γερμανικά μαγαζιά, σηκώνονταν μερικοί άντρες και μας κλείνανε την είσοδο. Την είχαν την ατυχία αυτή όσοι ξένοι διέθεταν έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου κλείναν την πόρτα. Είχαν όμως και την τύχη, εξαιτίας αυτών των ίδιων χαρακτηριστικών, να τους ανοίγουν την πόρτα τους οι γυναίκες. Δυστυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου την άνοιγαν.

Οι γονείς μου παίρνουν σύνταξη από τη Γερμανία και κάθε πρωί βγαίνουν στο μπαλκόνι και λένε «ευχαριστώ» – ιδέα δεν έχω σε ποιον. Είκοσι τόσα χρόνια δούλευαν στο εργοστάσιο δίπλα δίπλα με Τούρκους. Το 1922 ο πατέρας μου ήρθε στη Θεσσαλονίκη από τη Σμύρνη, όπου οι Τούρκοι σφάξανε το δικό του πατέρα. Πρόσφυγες, με όλα τα δεινά της προσφυγιάς. Ακόμα και το όνομα άκουσα πως τους άλλαξαν. Ένας που ξέρει απ’ αυτά μου είπε πως Σουργούνης στα τούρκικα σημαίνει πρόσφυγας, άστεγος, αλήτης, και το ελληνικό στόμα απέβαλε το γάμα. Το 1940 πήγε στην Αλβανία να πολεμήσει τους Ιταλογερμανούς. «Μετά είκοσι έτη» δούλευε μαζί με τους Ιταλούς στη Γερμανία. Σήμερα ήρθαν οι Αλβανοί να δουλέψουν στην Ελλάδα. Τρελά πράγματα. Η Ιστορία γελάει και μαζί της γελάω κι εγώ. Κι επειδή εγώ είμαι ο τελευταίος που πρέπει να γελάει, υποπτεύομαι μήπως και είμαι εκείνο το παρδαλό κατσίκι.

Αντώνης Σουρούνης «Κυριακάτικες ιστορίες», εκδ.  Καστανιώτη, Αθήνα 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου