ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ανοίγω το παράθυρο
και προχωράω με το βλέμμα ως το σύννεφο.
Ανομολόγητα βουνά
γύρω.
Μια κοπέλα στην ταράτσα
κλείνοντας το φετεινό τετράδιο του θετικού φροντιστηρίου
προχωράει προς τη στέρνα.
Βουνά οδηγητές.
Κατακόρυφος πολυόροφος νους
και στο δάπεδο τέσσερα πέντε παιδιά
κυττάζουν προς την κορυφή χαμένα.
Ο Γιάννης άφησε μουστάκι
και τα δικά μου τα μαλλιά σχεδόν μακρύνανε.
Αλλά κύττα ο Γιάννης Γκούρας
με τα ωραία στους ώμους μαλλιά
με το τραχύ το μέτωπο
λάμπει κάτω απ’ τις σφαίρες
καθώς γυρίζει, μόνος, να πάρει την κάπα του
λάμπει
στη Γραβιά.
Κύττα το Θανάση Διάκο μ’ ένα του κύτταγμα ευθύ
ρίχνει φως και ουρανούς
σε γέφυρες και σε φαράγγια.
Ανομολόγητα βουνά
το παράθυρο έχουν τώρα φράξει με το σίδερο
δυστυχισμένοι και ελάχιστοι βουλιάζουμε.
Αν τύχη και μας βλέπετε μεσ’ απ’ το φως σας
μιλήστε εσείς
μιλήστε μας
Ακούμε ακόμα.
ΠΕΛΜΑΤΑ
Κανείς δεν πρόκειται να φτάσει
και πιο πολύ οι επιβάτες των κοινών δρομολογίων
με το ιδρωμένο εισιτήριο
το βέβαιο προορισμό
και την εφημερίδα.
Οι ακατάβλητοι περιπατητές
το ατελεσφόρητο όλων και του δικού τους
εγχειρήματος
γνωρίζουν.
Κανένα φτάσιμο δεν αναγνώρισαν τα πέλματά τους…
Αλλά
κανενός τέλους δεν δέονται τα βήματα.
Αένναα αναχωρεί η αντιλόπη…
– και το δάγκωμα βαθύ στο λαιμό της.
Ακατευόδοτος βηματισμός…
Στην εξώθυρα ο αέρας μόνος
χαϊδεύει ελαφρά το πρόσωπό τους.
Γέρνει το κεφάλι μειλίχιο
ο φοβερός μολοσσός της υποψίας
που τους κρατούσαν έγκλειστους.
Σκύβουν, πριν φύγουν, σηκώνουν
από χάμω τις πέτρες που τους χτύπησαν.
Περπατάνε στον καπνό
περπατάνε στη δροσιά
μέσα από τοίχους περπατάνε
δεν κάμπτουνε το βήμα
το κεφάλι βάζοντας μπροστά
το ανάχωμα βιτρίνες – σκουπίδια καταρρίχνουν.
Στον κόσμο περπατάνε στο σκοτάδι
ζωϊκοί ίσκιοι Αχαιών μαύρων στον αιώνα
ταυτοχρόνως καιόμενοι
καπνιστές με λεπτά δάχτυλα
από ξενύχτι ωχροί σα χαρτοπαίχτες
χαμένοι στους δρόμους κερδισμένοι
ψηλαφώντας πιέζοντας όρια –
Όταν οι έγκλειστοι βγαίνουν στους δρόμους
βγαίνουν πολύ… –
Το λεωφορείο μουγγρίζοντας πρόβαση και
αργόσχολοι είπαν οι αργόστροφοι. Σιωπή.
Η πίσσα είπε κάποιος.
Είναι πορειομανείς ψυχικώς πληγωμένοι είπαν οι καθήμενοι.
Φταίει η καθιστική ζωή απάντησε μια στριμωγμένη φωνή.
Όχι δε φταίει η πίσσα αλλά η λύσσα η λύσσα – πίσσα
είπε κάποιος στο βάθος.
Σταματήστε επιτέλους είπαν οι όρθιοι –
Στη δροσιά περπατάνε!..
Αμετανόητοι κάτι σαν τελευταίοι ενός είδους
χαμογελούν στο χέρι που τους πέταξε στα πλήθη.
Όχι πληγωμένοι…
Η πληγή τους κλασσική του στήθους.
Είναι οι δρόμοι τα πονεμένα στρεβλά πέλματά
τους η μαρτυρία διόδων υψιπέδου αλλά χωμένη.
Σπίτι τους γυρίζοντας
φέρνουν μονάχα
λίγη σκόνη.
Όταν τινάζουν το ένδυμά τους
χορεύει σα μια δέσμη φωτός.
Ένα τίποτα φυσικά.
Μικρότερη μόνο και
γενναιότερη η πλάνη τους.
Κανείς δεν πρόκειται να φτάσει.
ΦΩΤΕΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Στο ‘χω ξαναπεί
εμείς τι είμαστε εμείς
θεατές ακόμα νήπια
που η «προώθηση» κι η «υποψία» μας
φοβάμαι μήπως μας τρελλάνη.
Δεν είμαστε ακόμα –
Όμως εγώ σκέφτομαι εκείνους
τους εργατικούς, μικροαστούς, τους λίγο γερασμένους
που εμφανίζονται τα σάββατα τις κυριακές
σε κάποιο συνοικιακό κινηματογράφο
ή σε κανένα «αποκεντρωμένο θέατρο ποιότητας»
και νοιώθοντας λιγάκι ξένοι εκεί,
όταν σημάνει η ώρα του διαλείμματος
ρωτούν την αμίλητη συμβία τους
πρόθυμα φιλότιμα θλιμμένα τη ρωτούν
κ’ ένα παλιό αντρίκιο αίσθημα κρατάει τη φωνή τους:
«να σου πάρω μια πορτοκαλάδα, θέλεις;»
έπειτα γυρίζουν πάλι το κεφάλι
με κάποια ικανοποίηση
με μια στεναχώρια ανεξήγητη,
στεριώνονται στο προδομένο μπόι τους
και λάμπει εκ του αφανούς
στις χαρακιές τ’ αληθινού προσώπου τους
εκείνη η φλέβα της γερής τους νιότης
το μέγα άστρο της Αλβανίας του ‘40
Κι όλα μωρέ σύννεφο τα πήρε από τότε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου