Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Charles Baudelaire - XCIII. Σε μια περαστική (1860)



Η λεωφόρος ούρλιαζε, ξεκούφαινε ο χαλασμός της.
Ξάφνου, ψηλή, λεπτή, σε βαθύ πένθος, πόνο μεγαλοπρεπή,
Πέρασε μια γυναίκα, που με χειρονομία λαμπρή
Κομψά ανασήκωνε τον κεντητό ποδόγυρό της`
Ευκίνητη κι ευγενική, με γάμπα αγαλματένια μυθική.
Κι εγώ, να πίνω από ‘κείνη γαντζωμένος με μανία,
Μέσα στο μάτι της, γαλάζιο απαλό ή σπέρμα καταιγίδας,
Τη γλύκα που θαμπώνει και τη φονική ηδονή .
Μια λάμψη ...κι έπειτα η νύχτα ! - Φευγάτη ομορφιά
Όπου το βλέμμα σου μ’έκαμε αιφνίδια να γεννηθώ ξανά,
Δεν θα σε ξαναδώ παρά μονάχα στον αιώνα ;
Αλλού, πολύ μακριά από δω! Πολύ αργά! Ποτέ ίσως!
Αφού δεν ξέρεις καν που πάω, κι εγώ για πού η δική σου η φυγή
Ω, πως θα σ’είχα αγαπήσει, ω, που τό γνώριζες εσύ!
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου
Τα άνθη του κακού, Ενότητα: «ΙΙ. Παρισινές εικόνες»
À une passante
La rue assourdissante autour de moi hurlait.
Longue, mince, en grand deuil, douleur majestueuse,
Une femme passa, d'une main fastueuse
Soulevant, balançant le feston et l'ourlet;
Agile et noble, avec sa jambe de statue.
Moi, je buvais, crispé comme un extravagant,
Dans son oeil, ciel livide où germe l'ouragan,
La douceur qui fascine et le plaisir qui tue.
Un éclair... puis la nuit! - fugitive beauté
Dont le regard m'a fait soudainement renaître,
Ne te verrai-je plus que dans l'éternité?
Ailleurs, bien loin d'ici! trop tard! jamais peut-être!
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
Ô toi que j'eusse aimée, ô toi qui le savais!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window