ΞΥΠΝΑΩ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙΝΕ…
Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε.
Η εφηβεία πέθανε μέσα στα γένια μου
Που μεγάλωσαν καθώς κοιμόμουν,
Στην απίσχναση του σαρκίου μου, αποτυπώνεται
Στο λιωμένο φως που καίει στα μάτια μου.
Καταλήγω λοιπόν, στη βουβή πυρκαγιά
Μιας νεότητας που την ζάλισε η αιωνιότητα.
Έτσι καίγομαι, και δεν αξίζει σκέφτομαι,
Να είναι διαφορετικά τα πράγματα:
Να επιβάλλω όρια στην αταξία.
Με παρασύρει ολοένα και πιο αδύναμο
Με ένα αποστεωμένο παιδικό προσωπείο
Προς μια ήσυχη και παλαβή τάξη,
Το βάρος της μέρας που έχασα
Μέσα σε ώρες βουβής ευθυμίας, και στιγμές
Ανείπωτου τρόμου…
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Στη Μαρία Κάλλας
Αυτό που χάθηκε ήταν ουράνιο
Κι η άρρωστη ψυχή, αγία.
Το τίποτα ήταν αέρας που άλλαζε ανεξήγητα
Κατεύθυνση, έχοντας απόλυτη επίγνωση
Των διαφορετικών προορισμών του.
Στο τίποτα που προχωρούσε
Εμπνευσμένο στα ψηλά
Ανήσυχο σαν χείμαρρος στα χαμηλά
Αυτό που το ενδιέφερε ήταν μία και μόνο ιστορία
Που κατά κάποιο τρόπο είχε αρχίσει
Κι έπρεπε να συνεχισθεί: η δικιά σου.
Ποιος με φώναξε εκεί;
Κάθε πρωί ξανάρχιζε η τραγωδία της ύπαρξης,
Πίσω από τα πατζούρια, πρώτα κλειστά κι αργότερα
Ανοικτά, όπως στην Εκκλησία.
Λες και ο θείος αέρας φυσούσε ανώφελα
Ή μόνο και μόνο για τους αυτόπτες μάρτυρες-
Μετά οι συνήθειες, αυτές οι αδελφές της τραγωδίας-
Η θάλασσα κι ο αέρας εξυμνήθηκαν δεόντως από εμάς-
Το δικό σου “esse est percipi” συναντούσε ανυπέρβλητα
Εμπόδια, και κάθε σου νίκη ήταν μια περιορισμένη νίκη,
Κι έπρεπε να αρχίσεις πάλι από την αρχή, αμέσως,
Σαν ένα λουλούδι που χρειάζεται συνέχεια νερό.
Όμως εγώ Μαρία, δεν είμαι το αδελφάκι κανενός.
Επιτελώ άλλες προδιαγραφές, που δεν γνωρίζω.
Όχι εκείνη της αδελφοσύνης,
Αυτής τουλάχιστον που γίνεται συνεργός και συνένοχη,
Και υποθάλπει πότε την υποταγή, πότε την ηρωική
Ασυνειδησία των ανθρώπων. Αδέλφια δικά σου είναι,
Οι άνθρωποι, όπως και να το κάνουμε, όχι δικά μου.
Κι Εσύ, πανικόβλητη αφού το ήξερες και αυτό,
Πως θα τα έχανες όλα τα αδέλφια σου,
Αυτοσχεδιάζεις πλέον να γίνεις η μάνα του εαυτού σου.
Επιτρέπεις στην κόρη σου να είναι βασίλισσα,
Να ανοιγοκλείνει τα πατζούρια όπως σε μια ιεροτελεστία
Που γίνεται αποδεκτή από τους καλεσμένους,
Το υπηρετικό προσωπικό, τους απομακρυσμένους θεατές.
Κι όμως, αυτό, αυτό το κοριτσάκι,
Αισθάνεται πως έχασε τα πάντα αν για μια
Έστω στιγμή δεν θα το πρόσεχε κανείς.
Αχ! Ο άνεμος δεν φυσάει πάνω σε ακίνητα νησιά,
Πάνω από τη φρίκη της ανυπαρξίας φυσάει τʼ αγέρι
Ο θεός αέρας
Δεν σε γιατρεύει, παρά μόνο σε αρρωσταίνει πιο πολύ.
Προσπαθείς να πιάσεις αυτό το κοριτσάκι,
Ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα, ούτε μια στιγμή
Δεν σταματάν οι απεγνωσμένες σου προσπάθειες
Να το ξαναφέρεις κοντά σου:
Επειδή έτσι ακούραστα επιμένεις
Μου ανάβεις την επιθυμία να σε φιλήσω.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΣΜΑ
Τα μάγουλά τους ήταν δροσερά και τρυφερά
Κι ίσως να τους τα είχαν φιλήσει για πρώτη φορά.
Αν τους έβλεπες τις πλάτες, όταν τις γύριζαν
Για να επιστρέψουν στο νεανική αγέλη, έδειχναν μεγαλύτεροι,
Με τα παλτά ριγμένα πάνω σε καλοκαιρινά παντελόνια.
Η φτώχεια τους έκανε να ξεχνάνε πως είναι βαρυχειμωνιά.
Οι γάμπες στραβές κι οι γιακάδες ξηλωμένοι, ίδιοι
Με τους μεγαλύτερους αδελφούς τους, κι ήδη απαξιωμένους
Πολίτες. Αυτοί ωστόσο θα παραμείνουν για κανά δυο χρονάκια
Εκτός συναγωνισμού. Τίποτα δεν μπορεί να σε προσβάλλει,
Σε όποιον δεν μπορείς να τον αποτιμήσεις. Όσο και να το κάνουν
Με τόση, απίστευτη φυσικότητα, άλλο τόσο προσφέρονται στη ζωή.
Και η ζωή με τη σειρά της τους αποζητάει. Φαίνονται και είναι έτοιμοι!
Ανταποδίδουν τα φιλιά, γεύονται το καινούριο.
Φεύγουν μετά, ατσαλάκωτοι όπως ήρθαν.
Επειδή όμως εμπιστεύονται απόλυτα αυτή τη ζωή
Που τους αγαπάει όλους,
Δίνουν όρκους γεμάτους ειλικρίνεια, υπόσχονται
Ένα προσεχές μέλλον γεμάτο αγκαλιές αν όχι και φιλιά.
Ποιος θα κάνει την επανάσταση-αν είναι να γίνει-
Εκτός από αυτά τα παιδιά; Πέστε το: είναι
Έτοιμα,
Όλα με τον ίδιο τρόπο, έτσι όπως σε αγκαλιάζουν,
Έτσι όπως σε φιλούν, με την ίδια μυρωδιά στα μάγουλα.
Το πιστεύω τους όμως δεν θα θριαμβεύσει στον κόσμο.
Ο κόσμος το έχει ήδη καταδικάσει στην αφάνεια.
ΗΤΑΝ ΩΣΤΟΣΟ Η ΙΤΑΛΙΑ ΓΥΜΝΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΚΗ
Στη Ρώμη, απʼ το ʼ50 μέχρι σήμερα, Αύγουστος του 1966,
Δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να υποφέρω και να δουλεύω ασταμάτητα.
Παρέδωσα μαθήματα, μετά από εκείνο το έτος της ανεργίας
Και του τέλους της ζωής,
Σε ένα ιδιωτικό παρασχολείο, για είκοσι και επτά δολάρια το μήνα.
Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ
Μας είχε ξαναβρεί
Και δεν μιλήσαμε ποτέ για τη φυγή μας, τη δικιά μου και της μάνας.
Ήταν μια φυσιολογική ετεροχρονισμένη μετακόμιση.
Κατοικήσαμε ένα σπίτι χωρίς σκεπή και άβαφο,
Ένα σπίτι για άπορους, στην ύστατη περιφέρεια κοντά στις φυλακές.
Είχε δέκα χούφτες σκόνη το Καλοκαίρι και λάσπη απύθμενη το Χειμώνα-
Ήταν ωστόσο η Ιταλία, η Ιταλία γυμνή και πληθωρική,
Με τα αγοράκια της, τις γυναίκες της
Με τα αρώματά της από γιασεμιά και φτωχές μανέστρες,
Τα δειλινά στις καλαμιές του ποταμού Ανιένε,
Τους σωρούς των σκουπιδιών, κι εγώ από την άλλη
Είχα απείραχτα τα όνειρά μου για την ποίηση.
Όλα μπορούσαν να βρουν μια λύση μέσα στην ποίηση.
Πίστευα πως η Ιταλία, η εξιστόρησή της και το πεπρωμένο της
Εξαρτιόταν από όσα θα έγραφα εγώ,
Με στίχους βουτηγμένους στην ζωντανή πραγματικότητα,
Χωρίς νοσταλγίες, βγαλμένους από τον ιδρώτα μου.
Δεν μετρούσε πως κάποιες μέρες, δεν είχα ούτε τάλιρο
Για να πάω να με ξυρίσει ο κουρέας,
Το οικονομικό προφίλ μου, τρελό και άστατο,
Ήταν εκείνη την εποχή, όσο κι αν φαίνεται παράξενο,
Όμοιο με εκείνο των ανθρώπων της φτωχογειτονιάς:
Ήμασταν θα έλεγα αδελφοί, ή τουλάχιστον ίσοι-
Γιʼ αυτό πιστεύω πως τους κατάλαβα πολύ…
ΚΟΠΙΑΖΩ ΟΛΗΜΕΡΙΣ
Κοπιάζω ολημερίς σαν το καλογεράκι
Τη νύχτα μπουρδελότσαρκες σαν γάτος
Αλανιάρης…Παπά μου αν ανταμώσουμε,
Άγιο να με κράξεις. Είμαι μαλθακός
Μπροστά στο ψεύδος και την απάτη.
Μέσα από το φακό της μηχανής
Κοιτάζω τους δήμιους να παρελαύνουν.
Με κατακρεουργούν κι εγώ παρατηρώ
Τον εαυτό μου με ψυχραιμία παθολογοανατόμου.
Φαίνομαι γεμάτος θυμό και μίσος,
Κι έπειτα στρώνομαι και γράφω
Περίτεχνα ερωτικά στιχάκια. Καταγράφω
Την πονηριά σαν φυσικό φαινόμενο,
Λες και προσωπικώς εμένα δεν με αφορά.
Λυπάμαι τους νεαρούς φασίστες,
Και στους γέρους, τους οποίους θεωρώ
Μια μορφή επάρατης νόσου, αντιτάσσω
Μόνο τη βία της λογικής. Περαστικός
Σαν το πουλάκι που πετώντας όλα τα
Καταγράφει κι έπειτα τα κουβαλάει
Μαζί του στην πτήση του
Και στη συνείδησή του, στον ουρανό
Που τίποτα δεν μας το συγχωράει.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Ενήλικας; Ποτέ-ποτέ όπως η ύπαρξη
Που δεν ηλικιώνεται- παραμένει πάντα άγουρη,
Από απαστράπτον σε απαστράπτον πρωινό-
Δεν μπορώ παρά να μείνω πιστός
Στην υπέροχη μονοτονία αυτού του μυστηρίου.
Να γιατί στην ευτυχία
Ποτέ δεν παραδόθηκα-να γιατί
Μέσα στην αγωνία για τις ενοχές μου
Δεν έφτασα ποτέ στη μεταμέλεια.
Ίσος, πάντα ίσος με το ανέκφραστο,
Στην απαρχή αυτού που είμαι.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΝΥΧΤΑ
Για που το έβαλες νυχτιάτικα στη Ρώμη,
Σε δρόμους, όπου με τρόλεϊ και τραμ ο κόσμος
Επιστρέφει; Βιαστικός, ανυπόμονος
Λες και σε περιμένει εξοντωτική εργασία,
Απʼ την οποία οι άλλοι τυχαίνει και γυρίζουν;
Είναι ακριβώς το απόδειπνο, όταν ο αέρας
Μυρίζει ζεστή οικογενειακή απελπισία,
Που ξεχειλίζει σε χίλιες κατσαρόλες, σε μεγάλους
Ηλεκτροδοτημένους δρόμους, και σε άλλους
Όπου πιο ευδιάκριτα λάμπουν τα αστέρια.
Στο μικροαστικό προάστιο, βασιλεύει η γαλήνη
Που ικανοποιεί ενδόμυχα τον καθένα,
Και τον παραδίδει στην ελεεινή ευτυχία
Που εύχεται να τον καλύπτει όλες τις νύχτες
Της ύπαρξής του. Αχ! αν είσαι διαφορετικός
-μέσα σε έναν επίσης ένοχο κόσμο-σημαίνει
Πως δεν είσαι αθώος…Τράβα, κατέβα, γλίστρησε
Στο σκοτεινό στρόβιλο που βγάζει Τραστέβερε:
Ιδού, ακίνητη και αναστατωμένη, λες και βγήκε
Από τη λάσπη άλλων αιώνων-έτοιμη να παραδοθεί
Σε όποιον μπορεί να απολαύσει άλλη μια μέρα,
Που την ξέκλεψε από τον θάνατο και την οδύνη-
Έχεις στα πόδια σου μπροστά όλη τη Ρώμη…
Κατεβαίνω από το Πόντε Γκαριμπάλντι,
Χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα την κουπαστή
Τη φθαρμένη επιφάνεια της πέτρας, σκληρή
Μες τη ζεστή αποφορά που τρυφερά η νύχτα
Αντανακλάει προς τα ψηλά πλατάνια. Διαφάνειες
Μιας μισοσβησμένης σεκάνς, στην απέναντι όχθη,
Γεμίζουν τον ξασπρουλιάρη ουρανό, μελανά
Και τετράγωνα τα ρετιρέ των πολυκατοικιών.
Κοιτάζω, βαδίζοντας πάνω στο γυαλιστερό
Σαν κόκαλο πλακόστρωτο, θα έλεγα οσφραίνομαι
Πεζός και μεθυσμένος-διάτρητος από γερασμένα
Αστέρια και μουσικά παράθυρα-
Τη μεγάλη, οικεία συνοικία:
Το μαύρο, υγρό Καλοκαίρι την επιχρυσώνει,
Με τις αναθυμιάσεις που φέρνει ο αέρας
Από τους λόφους του Λάτσιο, καλύπτοντας
Με χρυσόσκονη σιδηροτροχιές και προσόψεις.
Και πως ευωδιάζει, μέσα στην αποπνικτική
Ζέστη που γίνεται χώρος κι αυτή, διάστημα,
Αυτό το διάζωμα: από το Πόντε Σουμπλίσιο
Ως το Τζανίκολο, η βρώμα ανακατεύεται με την έκσταση
Της ζωής που δεν είναι ζωή. Μιαρά σημάδια
Που άφησαν μεθύστακες των γεφυριών,
Αρχαίες πουτάνες, ορδές ανυπότακτων νεολαίων:
Μιάσματα ανθρωπιάς, ανθρωπινώς μεταδιδόμενα,
Παραμένουν εκεί να μαρτυρούν, βιαίως και σιωπηλώς,
Αυτούς τους ανθρώπους τα χαμηλά τους κι αθώα
Ένστικτα, τους μίζερους απώτερους σκοπούς τους.
ΠΡΟΣ ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑ
Τραβούν στα Λουτρά του Καρακάλλα
Πιτσιρικάδες, φιλαράκια, καβαλικεύοντας
Τις Ρούμι, τις Ντουκάτι, με αρρενωπή αιδώ
Κι αρσενική χυδαιότητα, στις ζεστές
Πτυχές των παντελονιών τους πότε κρύβοντας,
Αδιάφορα και πότε αποκαλύπτοντας
Το μυστικό της στύσης τους…
Με τα μαλλιά στον άνεμο, τα ζωηρόχρωμα
Νεανικά μπλουζάκια σχίζουν στα δυο
Τη νύχτα, σε ένα ασταμάτητο καρουσέλ,
Κουρσεύουν τη νύχτα,
Απόλυτοι κυρίαρχοι της νύχτας…
Τραβάει για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Με προτεταμένο στήθος όπως ροβολούσε
Στις γενέτειρες πλαγιές των Απεννίνων, στους κατσικόδρομους
Με τις αιώνιες σβουνιές των ζωντανών, τα διάσπαρτα
Ιερά κόκαλα των προγόνων του – ξεπάρθενο
Κάτω από τη μάγκικη σκονισμένη τραγιάσκα
Με τα χέρια βαθειά χωμένα στις τσέπες-
Το βοσκόπουλο που ξενιτεύτηκε
Εντεκάχρονο και τώρα κουτσαβάκη καμαρωτό
Απέκτησε των Ρωμαίων το χαμόγελο
Αν και μυρίζει ακόμα μαϊντανό,
Λάδι και συκόμελο…
Τραβάει για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Ο γέρο-πατερφαμίλιας, άνεργος πια,
Αφού το αδυσώπητο κρασί Φρασκάτι
Κτήνος τον κατέστησε, μακάριο κρετίνο,
Και το σασί του έγινε παλιοσίδερα
Του έσπασε τα κόκαλα στο τρακαρισμένο του
Κορμί: τα ρούχα του ένα σακί,
Που κουβαλά μια κυρτωμένη πλάτη
Δυο γάμπες σίγουρα, γεμάτες αποστήματα,
Τα μπατζάκια να ανεμίζουν κάτω απʼ το
Παραγεμισμένο φύλλα εφημερίδων σακάκι,
Με το χαμόγελο στο πρόσωπο. Κάτω
Από τα σαγόνια τα οστά μασάν κουβέντες,
Κροταλίζουνε. Μιλάει μόνος. Σταματάει,
Πετάει μακριά την ξεχασμένη γόπα,
Σκελετός όπου όσα απομένουν νιάτα
Τρεμολάμπουν σαν φλόγα σε καντήλι:
Δεν μπορεί να πεθάνει όποιος δεν γεννήθηκε.
Τραβάνε στα Λουτρά του Καρακάλλα…
ΤΡΑΒΑΩ ΚΙ ΕΓΩ…
Τραβάω κι εγώ για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Και σκέφτομαι-με κείνο το παλιό, το υπέροχο
Προτέρημα της σκέψης…
(Υπάρχει ακόμη κάποιος θεός μέσα μου
Που σκέφτεται, ένας θεός παιδόμορφος,
Αδύναμος και σαστισμένος: αλλά,
Με τόσο ανθρώπινη φωνή που μοιάζει
Με τραγούδι.) Αχ! και να ʼβγαινα
Απʼ αυτή τη μίζερη φυλακή! Να ελευθερωνόμουν
Από το άγχος που προσδίδει ομορφιά
Σε αυτές τις αρχαίες νύχτες!
Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας
Αναδημοσίευση από: ΠΟΙΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου