Δεν ήτανε κοίτη αυτή για ποτάμι.
Η ψυχή μου ξεχείλισε. Ανέβηκε η στάθμη της,
πέρασε πάνω απ’ τα φράγματα, σκέπασε
έξω τα πάντα. Δεν ξέρω αν αύριο
πιά θα μπορέσω, μαζεύοντας πάλι
αυτό το χυμένο άσπρο κερί
να γυρίσω στο σπίτι μου.
Αυτή τη στιγμή θαρρώ πως υπάρχω
μόνο στα πράγματα, έξω από μένα.
(Τι όμορφα, Θέε μου, που λάμπουνε τ’ άστρα,
που παίζουν τα φύλλα, που ακούγεται η θάλασσα!)
Ο,τι βαθύτερο έκλεινα μέσα μου
κύλησε, έφυγε, απλώθηκε όπως
το λάδι στην πέτρα, βρήκε το μέγα
σώμα του, έσμιξε και πάει για πάντα.
Το φως δεν μαζεύεται.
Το βάθος του κόσμου: Διάλογος με τον κόσμο, 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου