ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΜΕΡΑ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ
Τέλειωσε η νύχτα κι η σελήνη
λιώνει αργά στον ουρανό
και βασιλεύει μέσα στα κανάλια.
Είναι τόσο θαλερός ο Σεπτέμβρης σ’ αυτούς
τους κάμπους, πράσινα είναι τα λιβάδια
σαν τις κοιλάδες, την άνοιξη, στο νότο.
Άφησα τους συντρόφους,
έκρυψα την καρδιά μέσα στ’ αρχαία τείχη
να μείνω μόνος, να σε θυμηθώ.
Είσαι πιο μακρινή κι απ’ τη σελήνη,
τώρα που η μέρα ανατέλλει
και αντηχούν στις πέτρες των αλόγων οι οπλές.
----------------
ΑΣΥΛΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Εκεί ψηλά είναι ένα παραστρατημένο πεύκο
που σκύβει κι αφουγκράζεται την άβυσσο
με τον κορμό σαν τόξο λυγισμένο.
Άσυλο των πουλιών της νύχτας,
την ώρα τη βαθύτερη αντηχεί
από γοργά χτυπήματα φτερών.
Παρόμοια έχει κι η καρδιά μου μια φωλιά
μετέωρη στο σκοτάδι, μια φωνή,
στέκεται κι αφουγκράζεται, τη νύχτα.
-----------------
Σ’ ΕΝΑΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΠΟΙΗΤΗ
Πάνω στην άμμο της Γέλας που έχει το χρώμα του αχύρου
στεκόμουν παιδάκι στην όχθη της αρχαίας
ελληνικής θάλασσας με όνειρα πολλά στις σφιγμένες
γροθιές και στο στήθος μου. Εξόριστος εκεί ο Αισχύλος
μετρούσε στίχους και απελπισμένα βήματα,
σ’ εκείνο τον φλογισμένο κόλπο τον είδε ο αετός
κι ήρθε η τελευταία του ώρα. Άνθρωπε από το βορρά,
που για να ησυχάσεις με θέλεις νεκρό ή ασήμαντο, μάθε,
αυτή την άνοιξη η μάνα του πατέρα μου
θα κλείσει τα εκατό της. Πρόσεχε, μήπως εγώ
παίζω αύριο με το δικό σου ξεθωριασμένο κρανίο.
(Απόδοση: Σωτήρης Τριβιζάς
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ, άνοιξη 2017)
---------------
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Εκεί ψηλά ένα πεύκο λυγισμένο
σκύβει προσεχτικά την άβυσσο ν’ ακούσει
με διπλωμένο σαν το τόξο τον κορμό του.
Βρίσκουν σ’ αυτό καταφυγή τα νυχτοπούλια
κι όταν το υφάδι της η νύχτα πλέκει
από φτεροκοπήματα γοργά αντηχάει.
Εκεί έχει μια φωλιά της κ’ η καρδιά μου
καθώς μετέωρη στο σκότος σταματάει
ν’ αφουγκρασθεί κάποια φωνή μέσα στη νύχτα.
(Μτφρ.: Παν. Χρ. Χατζηγάκης)
-------------------
ΣΥΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ
Συχνά μια παραλία
φεγγοβολάει από άστρα που γιορτάζουν.
Κυψέλες θειάφι
πάνω από το κεφάλι μου αιωρούνται.
Καιρός για τα μελίσσια· και το μέλι
είναι μες στο λαιμό μου,
που μόλις του ’λειψε ο ήχος.
Ένα κοράκι τριγυρνά, το μεσημέρι
πάνω από τις αμμόπετρες τις γκρίζες.
Αγαπημένε αέρα! Του ήλιου σου η γαλήνη
το θάνατο υποβάλλει
κι’ η νύχτα λόγια από άμμο,
από πατρίδα πια χαμένη.
(Μτφρ: Κούλης Αλέπης)
---------------
ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Στέκομαι δίπλα στο ακρωτηριασμένο τούτο δέντρο
παρατημένος σ' αυτή τη γούβα
που έχει τη νωχέλεια
ενός τσίρκου
πριν ή μετά την παράσταση
και κοιτάζω
το ήσυχο ταξίδεμα
των σύννεφων μπροστά στη σελήνη
................
Αυτός είναι ο Ισόντσο
και δω πιότερο
ξαναβρήκα τον εαυτό μου
μια ίνα πειθήνια
του σύμπαντος
Μαρτύριό μου
είναι όταν
δε βρίσκω μέσα μου
αρμονία
(Από «Ευθυμία ναυαγών». Μτφρ. Φοίβος Γκικόπουλος)
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Χρήστου Τουμανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου