Επιστολές και Ποιήματα (1942 – 1946)
ΧΙΙΙ
Λίγα γαρούφαλλα απομένουν στις γλάστρες
Στον κάμπο θα ‘χουν κιόλας οργώσει τη γης
Ρίχνουν το σπόρο
Έχουν μαζέψει τις ελιές.
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα
Σκάβουν για να φυτέψουν τα βλαστάρια της άνοιξης.
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
Φορτωμένος με την ανυπομονησία μεγάλων ταξιδιών
Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό μέσα στην Προύσα.
ΧVI
Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,
Μας το μάθανε
Να πεινάμε, να διψάμε
Να τσακιζόμαστε απ’ την κούραση
Να ζούμε χωρισμένοι.
Δεν καταντήσαμε ακόμη να σκοτώνουμε.
Δε μας έλαχε ακόμα να πεθάνουμε.
Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,
Μπορούμε και στους άλλους να το μάθουμε
Να πολεμάν για τους ανθρώπους μας
Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο πολύ
Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο καλά.
XXII
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Μεσ’ από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μεσ’ απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι.
Να το ‘να χέρι σου σ’ ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο
Και να μες στα μαλλιά σου
Η ραθυμιά η περήφανη της Ιστανμπούλ της γης μου
Σαν ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε μένα
Είναι η ευτυχία να σ’ αγαπώ.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ‘χες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε, μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμη τόσα πράματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί, ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά
Πετιέμαι ορθός
Τρέχοντας να χουφτώσω του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάξω στο γαλάζιον ουρανό της λευτεριάς
Όλα μου τα τραγούδια που ‘γραψα για σένα.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Μεσ’ από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μεσ’ απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.
ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σκορπιό
μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Έχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το στρείδι
το σφαλιγμένο και ήσυχο.
Τι τρομερός που ‘σαι, αδερφέ μου,
σα στόμιο σβησμένου ηφαίστειου.
Κι ένας δεν είσαι, αλίμονο,
δεν είσαι πέντε
δεν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σαν πρόβατο είσαι, ώ αδερφέ μου.
Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες στο κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο,
τρέχοντας, κι από πάνου με καμάρι.
Είσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου,
πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι
που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς ναν τη γνωρίζει.
Κι αν είναι εδώ στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Αν είμαστε έτσι πεινασμένοι κι έτσι τσακισμένοι
Αν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι
και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας,
Τάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; – όχι,
Όμως και συ, αδερφέ μου, φταις καμπόσο.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ώ, μην τρομάζετε καθόλου που ‘μαι αθώρητη
Κανένας μια νεκρή δεν μπορεί να ίδει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κι είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Όλη μου μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ώ, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
ΠΗΓΗ: Ναζίμ Χικμέτ – Ποιήματα, Απόδοση και Πρόλογος: Γιάννης Ρίτσος | Εκδόσεις Κέδρος, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου