-Πατέρα , του λέω , επιφυλακτικά , δεν ήξερα και πως θα το πάρει , μή χαλάσω την καλύτερη παρέα που ειχα ποτέ με τον Πατέρα μου , δεν τα βρίσκαμε και πολύ , ενώ τώρα , συνομήλικοι πλέον, τι ωραία που παίζαμε , σαν μικρά παιδιά ....
Ναί βρε Κώστα μου λέει ,κάπως θλιμμένος ή ενοχλημένος που το κατάλαβα , το ξέρω .
Μετά χαμογέλασε , προβλέποντάς με ...
-Αλλά μην μου αρχίσεις τώρα τις γνωστές ερωτήσεις ...
-Καλά του λέω και γώ , και ξυπνήσαμε χαρούμενοι.
....
ο καθένας στον κόσμο του .
-------------------------------------------------------------------------
το βορινό παράθυρο
θ ανοίξω το βορινό παράθυρο
στο αρχαίο σπίτι .
αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει
και θα σταθώ εκεί ακίνητος
να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους
να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα
και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων
να βλέπω τις έρημες αυλές.
Εκει θα σταθω
και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.
Οι πεθαμένοι κάθονται ήσυχα στις αυλές τους
μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν χόρτα
κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.
μόνο που δεν μπορείς ποτέ να δείς τα μάτια τους
γιατί αυτό θα πεί να εισαι πεθαμένος.
Στις αυλές μεγαλώνουν αργά φιλέρημες συκιές.
Πίσω από τους τοίχους μια θάλασσα.
Τα απέραντα σκοτεινά νερά του χρόνου .
----------------------------------------------------------------------
στή μητέρα μου
ποιός ειμαι εγώ; την ρωτούσα .
Ο καλός άνθρωπος μου έλεγε . Δεν με γνώριζε ,
ήθελε να φύγει λέει να πάει σπίτι της
άγνωστη από όλους , σ ένα κρύο κόσμο γεμάτο άγνωστους ανθρώπους .
ολομόναχη
Τελικά πέθανε , ήσυχα , όπως πεθαίνουν οι γέροι .
Δεν λυπήθηκα , δεν ξέρω γιατί , ήταν κι όλες αυτές οι διαδικασίες που έπρεπε να γίνουν ...
Την κηδέψαμε , πέρασαν μέρες , κι ένα βράδυ την ονειρεύτηκα
με την ζωή της ολόκληρη ένα ποτάμι που ξέφυγε από την πορεία του
και έτρεχε μάταια στό κενό
Ενα ποτάμι λύπης και μάταιης αγάπης
που με πήρε , εκεί στον ύπνο μου στα μαύρα του νερά
και έσυρα φωνή να ξυπνήσω ,να πιαστώ από κάπου
να σωθώ.
....................................................................................................
τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στην πλάκα ένας σπουδαίος στίχος!
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σαν τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό
και απρόσιτα ,
βυθισμένα στον δικό τους χρόνο
όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
Κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς!
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.....
--------------------------------------------------------------------------
Τα ακρωτήρια του τέλους
Αν πάς βόρεια
και αν περάσεις τον κάμπο των ανθρώπων ,
[αυτό που λέμε πραγματικότητα]
εκει όπου ζουν τα καθημερινά ,
θα βγείς στα ακρωτήρια του τέλους.
Στους γκρεμους της μεγαλειώδους κατακρίμνησης ,
εκεί όπου ο κάμπος ,
εν αγνοία των ανθρώπων ,
ο υψίπεδος ,
διαρκως καταρρέει στην αρχαία θάλασσα ,
αργά και απρόβλεπτα
ανανεώνοντας τους γκρεμούς του•
Κι έχουν μείνει μετέωρα νησιά
π απομακρίνονται ,
απο την καταρρέουσα ακτή
και στα νησιά μοναχοί άνθρωποι
οι φύλακες του χρόνου •
[ανάβουν την νύχτα την λάμπα
που μυρίζει πετρέλαιο
ακούνε τις μακρυνές κατακρυμνήσεις ,
που τους απομακρίνει κι άλλο
από τον κάμπο των ανθρώπων ,
αυτών των ανθρώπων που αγνοούν
την ύπαρξη ετούτων των τόπων ,
ήσυχοι
με την ελευθερία της ολοκληρωτικής ήτας,
και την απέραντη ασφάλεια των νεκρών .]
Στα ακρωτήρια του τέλους ,
όπου καταρρέουν τα σώματα
όπου καταρρέει ο χρόνος ,
όπου καταρρέουν αργά οι σημασίες...
--------------------------------------------------------------------------
η φρίκη
(Στον Γιώργο Σεφέρη)
Ο άνεμος που φυσά τούτες τις μέρες
μας φέρνει από κάπου , σαν φύλλα ξερά , νεκρές πλέον επιθυμίες .
Ξεσκεπάζει τη φρίκη .
Φυσά κάτω από τις έρημες χειμωνιάτικες γέφυρες
με τον στιγμιαίο θάνατο της προσδοκίας
στο βλέμμα του μοναχικού αστέγου,
εκεί κάτω από τη γέφυρα
που ξαναγυρνά τη πλάτη σ εσένα και στο κρύο άνεμο .
Ποιός άραγε γνωρίζει τι ήλπισε ακούγοντας τα βήματά σου
(ποιος άραγε γνωρίζει ποιος νόμισε ότι έρχονταν ).
[Εδώ όμως πρέπει να σταματήσει το ποίημα
διότι αν συνεχιστεί θα συναντήσει την φρίκη
εκείνη την φρίκη που δεν αντέχω να σου περιγράψω
και εσύ δεν αντέχεις ν ακούσεις]
για την οποία λέει ο Ποιητής ότι
«δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.»
Ας σταθούμε λοιπόν εδώ , στις σκόρπιες εικόνες
του άστεγου κάτω από την αδιάφορη και έρημη γέφυρα ,
ή του βράχου
που θρυμματίζει το κρύο κύμα
ολομόναχος , στα μετανιωμένα από τα όργια του καλοκαιριού
χειμωνιάτικα ακρογιάλια ΄
ή τις γριές μητέρες που όταν πεθαίνουν σαν απροστάτευτα παιδιά
μαζί με τις ζωντανές τους μνήμες για σένα
σ αφήνουν γυμνό , στη παγωμένη λησμονιά
αλλά ποτέ στους νέους που βρίσκουν νεκρούς
σκεπασμένους με μια κουβέρτα , στα κρύα , μοναχικά , φοιτητικά δωμάτια
σπάζοντας τις πόρτες .
Ποτέ , ποτέ , στο χαμόγελο , το τελευταίο χαμόγελο , και στο βλέμμα
το βλέμμα που θυμάσαι ότι προσπέρασες
όπως προσπέρασες κι εκείνο του άστεγου
εκεί κάτω από την γέφυρα , όταν ο άνεμος μας έφερνε σαν φύλλα ξερά
νεκρές πλέον επιθυμίες .
-------------------------------------------------------------------
Επίλογος
Αν είναι να πούμε κάτι
τώρα είναι η ώρα να μιλήσομε
Τώρα που ανασαίνουμε ελεύθεροι
από τα πάθη που μας έπνιγαν
στις θάλασσες και τ’ ακρογιάλια
που γυρίζαμε τόσα χρόνια
Αν είναι αν πούμε κάτι
τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσομε
πριν φύγομε για τις κορφές
και μας καρφώσει αμίλητους
το φεγγάρι στο Βράχο
Όσοι γλιτώσαμε από τη λαγνεία και το θάνατο
των φεγγαριών και των ανέμων
Θρηνήσαμε Νεκρούς.
Όταν τους συναντάμε καμιά φορά εκεί στις άδειες αμμουδιές
δε μας βλέπουν
Χαμένοι στο χρόνο τους και στη λησμονιά
σα θαλάσσια ξύλα
που οι δίνες του χρόνου
πετούν στις απόκοσμες ακτές των αναμνήσεων
[Ήταν τόσο δύσκολο να νιώσομε
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις…..]
(τις νύχτες που ονειρεύεσαι ότι πετάς
Σ’εκείνους τους θαλασσινούς γκρεμούς
Που φτιάχνεις από φως του φεγγαριού και ελευθερία
θέλω να το σκεφτείς βαθιά αυτό
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις..)
Ο θάνατος μας δίδαξε το χρόνο
μας δίδαξε
το ποτάμι των μορφών
με τις απόκοσμες όχθες
και τις ακτές της αβάστακτης ομορφιάς
η ομορφιά μας δίδαξε τη μοναξιά
το τραγούδι των ανέμων στους έρημους τόπους
και το λουλούδι του φεγγαριού
που είναι μαζί το αύριο και το χθες
Ο χρόνος μας δίδαξε τη συμπόνια.
Τι άλλο να αισθανθεί κανείς
για τις Μορφές που φτιάχνονται για να χαθούν
στο ποτάμι των αιώνων
όπως τα πρόσωπα στα σύννεφα
που σπρώχνουν οι άνεμοι
ανακαλύψαμε στους γκρεμούς
τις όχθες του χρόνου
και στα απρόσιτα διαζώματα
τις ακτές
της αιώνιας θάλασσας
Ξαφνικά
αρχίσαμε να ζούμε τη ζωή
σαν να είναι ήδη ανάμνηση
γραμμένη στη μνήμη
αυτών που θα ζουν
αυτών που αγαπάμε
και αυτό είναι μια ελευθερία
και μια πληγή
Αγαπήσαμε την Αλήθεια.
γιατί εμείς δεν είμαστε ποιητές
απλώς κρύβομε σε περίοπτη θέση
σαν το βιολί που ακούγεται στο φαράγγι
τα λόγια που θέλομε να ακούσεις.
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου