Τη βρήκα να κάθεται στο ξωπόρτι.
Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο τσίγκινο δίσκο
γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί-σπυρί.
«Ετοιμάζω τα κόλλυβα» μου είπε. «Αύριο είναι Ψυχοσάββατο».
Κοιτάζω επίμονα να διαβάσω αυτό που δεν είναι σημειωμένο
σε κανένα γραπτό, που από μόνο του είναι ολόκληρος
κόσμος· το μοναδικό δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο
του ματιού στη σκιά των χρόνων της.
«Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας τον ουρανό,
«δεν βρίσκουν ανάπαυση· μία μέρα τον χρόνο
κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν».
Ένα φως αντιφέγγιζε στις σκέψεις, και ο λόγος της
έβγαινε σαν πρόσφορο. Παρατήρησα τις χοντρές φλέβες
στα γέρικα χέρια της. «Κατεβαίνουν στη γη, αγγίζουν
τα χνώτα μας και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων.
Αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται τα δέντρα
γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα πονάνε και κλαίγοντας
θα λένε τα παράπονά τους για τους ζωντανούς…»
Έφερα την εικόνα στα μάτια μου:
το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά,
τις ανάσες να ταλαντεύονται μες στο διάστημα.
Μια ηρεμία στο βάθος της καθημερινής κούρασης
κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην επιφάνεια
τις μαρτυρίες των πρωτινών
βγαλμένες μέσα από τους φόβους τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου