Στα 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη
ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό
μυθικοί και νέοι
στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά
στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο του λιγνίτη.
Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς
στην άκρη δεξιά σ΄εκείνο το μικρό σπιτάκι.
Οδοιπορούσαν θεϊκοί –αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό
όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια –
και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα
όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη
τις πλάτες του Ταΰγετου
πύργους και χωριά κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι.
Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε
κι όσους συναπάντησαν το αναγνωρίζαν, το βλέπαν στα χωράφια τους
δεν ήξερε κανένας τ΄όνομά του.
Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου τους έδειξαν ψηλά σ΄ένα χωριό
τα ξέρει μια γερόντισσα
ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα.
Περάσανε χωριά
απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους
–στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο-
άκουσαν την καμπάνα.
Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρέτησε του τόπου της τις πέτρες
και τα βότανα
για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια.
Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα.
Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική
είπαν επίσημα οι δυο τους.
Γιώτα Αργυροπούλου, Ποιητών και Αγίων Πάντων, Μεταίχμιο 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου