[…] Ήρθες, ήρθες, εφάνης, σιγοτραγουδώ, με σουράβλι να υφάνεις· χωρίς κομπολογάκι λαϊκός, χωρίς μπεγλέρι μάγκας. Αυτοφυής, ευφυής, αυτοδίδακτος. Εκλεκτικός, προκλητικός, υπερήφανος. Με τη διαρκή αποστροφή. Τόλμησε ποτέ άλλος να πει όχι στους χειροκροτητές του; Να επιβάλει το μέτρο και τον τόνο στο κοινό του; Να πάρει την ευθύνη κλείνοντας πίσω του την πόρτα; Και πόσοι άλλοι συνομίλησαν ως αντιεξουσιαστές με την εξουσία; Και πόσοι συνέφαγαν με τους πολιτικούς πληρώνοντας οι ίδιοι το τραπέζι;
Έχω ακούσει τον Παντελή Βούλγαρη σε παρέες, είναι καλός αφηγητής ο Παντελής, να διηγείται με σεβασμό και αγάπη ωραίες ιστορίες για τον Χατζιδάκι. Έχω επίσης διαβάσει συγκινητικά κείμενα του Μένη Κουμανταρέα που αποτυπώνουν όχι μόνο τη φιλία τους, αλλά και το κλίμα εκείνης της εποχής μ’ εκείνη την παρέα, σ’ εκείνο το καφενείο! Θυμάμαι όμως και τον διασυρμό του από τα πρωτοσέλιδα της φυλλάδας «Αυριανής», εποχή που ο «αυριανισμός» εγκαινίαζε τα νέα ήθη και τις νέες στήλες στις έγκυρες εφημερίδες. Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;
Άκουγα για μέρες, ξανά και ξανά, τα γραντζουνισμένα μου βινύλια και θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια πότε και από ποιο δισκάδικο της Αθήνας τα είχα αγοράσει.
Αλλά η σχέση μου με τη μουσική και τα τραγούδια του είχε αρχίσει χρόνια πριν, στα Χανιά. Από τότε που περπατούσα στον δρόμο κι έφτανε ως εμένα μια μελωδία που δεν ήξερα ακόμη ότι είναι δική του. Εποχή που δεν είχαν όλοι ραδιόφωνο και το πικ-απ το απολάμβαναν ελάχιστοι. Καλοκαιράκια σαν οργαντίνες με το φεγγοβόλημα της πικροδάφνης στους φράχτες. Οι καμπάνες που μιλούσαν και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, μικρές ιστορίες περασμένες σε νότες, μια μια η νότα, σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι, μελωδίες λιτές, χαρούμενες ή λυπημένες, που ταξίδευαν από φωνή σε φωνή και από όνειρο σε όνειρο για να ενσωματωθούν με τον μαγικό μας μικρόκοσμο.
Κι έπειτα στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Ένας ένας τώρα οι δίσκοι μου. Έξι λαϊκές ζωγραφιές και Για μια μικρή λευκή αχιβάδα. Οδός Ονείρων, Μυθολογία. Όρνιθες. Τα σκηνικά τραγούδια. Και οι φωνές: Ο Γιώργος Ρωμανός, ο Λάκης Παπάς, η Αρλέτα, ο Γιώργος Μούτσιος, η Μούσχουρη, η Πόπη Αστεριάδη, η Καίτη Χωματά, ο Γιώργος Ζωγράφος. Η Πλάκα τότε. Και το τραγούδι μας που δεν ήταν μόνο τραγούδι. Τρόπος ζωής; Όχημα ονείρου; Παράθυρο στο πέλαγος; Κι από δίπλα το «Θέατρο Τέχνης». Ο Λόρκα και ο Μπρεχτ. Ο Τένεσι Ουίλιαμς. Και μετά το οδυνηρό ξύπνημα. Η Χούντα.
Κι εκεί κοντά στο 1972 το θαύμα του Μεγάλου ερωτικού. Οκτώβρης 1974: Sweet Movie στον κινηματογράφο «Άστυ». Η μια δεκαετία μέσα στην άλλη. Αθανασία, Τα παράλογα, Πορνογραφία, Ρωμαϊκή αγορά, Ατέλειωτος δρόμος, Για την Ελένη, Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, Χειμωνιάτικος ήλιος, Απρόβλεπτα τραγούδια, Αντικατοπτρισμοί. Και οι αγγελικές φωνές: Δημήτρης Ψαριανός, Φλέρη Νταντωνάκη. Και οι παντοτινές: Δήμητρα Γαλάνη, Χάρις Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη. Ο Μανώλης Μητσιάς. Η Έλλη Πασπαλά, ο Βασίλης Λέκκας, ο Ηλίας Λιούγκος, η Αλίκη Καγιαλόγλου. Τα δικά μου βινύλια, τα άφθαρτα!
Πώς θα μπορούσα να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου στον Μάνο Χατζιδάκι; Δεν ήμουν ποτέ η παθιασμένη θαυμάστριά του. Κι όμως υπήρξαν εποχές που μόνο μέσα από τη δική του μουσική μπορούσα να παρηγορηθώ. Κυρίως όταν οι καιροί δυσκόλευαν. Πώς είναι εκείνο το τετράστιχο; Όποιος χωρίς δαιμόνους δαιμονίζεται, πάει μια δεξιά, μια αριστερά, ποτέ δεν πάει μπροστά.
Και τι θα μπορούσα να γράψω τώρα γι’ αυτόν; Όχι μεγάλα λόγια και υπερβολές. Τον τόνο, για λογαριασμό του, τον έδωσε από χρόνια πολλά και σ’ εμάς ο Νίκος Γκάτσος. Ταπεινά μόνο και, όπως το διεκδικούσε πάντα ο ίδιος από τους ακροατές του, με κατάνυξη. Να γράψω, και να το υπογραμμίσω, ότι είναι ο λυρικός, ο ερωτικός, ο ποιητής, ο παραμυθάς, ο ανθρωπογεωγράφος μουσικός. Ο συμπονετικός της φθοράς. Ο στοχαστικός, ο μελωδικός, ο αναζητητής. Ο δάσκαλος. Ο ακριβοδίκαιος. Ο εργατικός, ο εμπνευσμένος ανανεωτής. Ή μήπως ο ανατροπέας δημιουργός; Ακούω με κλειστά μάτια, κι έρχονται ένας ένας μπροστά μου. Ο Τσαρούχης, ο Κουν, ο Γκάτσος πάντα, ο Ελύτης. Η Μελίνα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Βασίλης Ρώτας. Ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης. Η Παξινού, ο Μινωτής. Η Ραλλού Μάνου. Η δόξα του χθες, η περιουσία του σήμερα. Με πόσο μόχθο και με πόσο αγώνα και με πόσο ταλέντο έχουν κατακτηθεί όσα θεωρούμε σήμερα αυτονόητα. Και με πόση ελαφρότητα τα διασύρουμε.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ στην άλλη και με την ίδια πάντα φωτογραφία, προσπαθώ να τον ζωντανέψω μέσα μου. Να τον ακολουθήσω από την Ξάνθη στο Παγκράτι. Με τη Θρακιώτισσα μάνα και τον Κρητικό πατέρα. Πόλεμος, Κατοχή. Κι αυτός ένας δεκαοχτάχρονος μουσικός. Οι βιοποριστικές ανάγκες. Εργάτης στου Φιξ, υπάλληλος, νοσοκόμος, φοιτητής στη Φιλοσοφική, σπουδαστής στο «Θέατρο Τέχνης». Έπειτα; Τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγούνε τους αστούς! Τη διάλεξή του το 1949, για το ρεμπέτικο, εννοώ. Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά για κείνη τη διάλεξη. Για την ευαισθησία, την οξυδέρκεια, την ευθυκρισία, την τόλμη, το ταλέντο του.
Για μένα όμως, πενήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, εκείνη η ομιλία του στην καρδιά της Αθήνας, εν καιρώ εμφυλίου, ήταν κυρίως μια πράξη επαναστατικής δικαιοσύνης, εφόσον και οι δύο αντιμαχόμενοι τότε απέκλειαν το ρεμπέτικο τραγούδι, ο ένας ως χαμερπές, εχθρικό στα ιδεώδη της φυλής, ο άλλος ως φθοροποιό, ξένο στα σοσιαλιστικά οράματα. Και οι δύο όμως, σε επίπεδο πνευματικής ηγεσίας και πολιτικής καθοδήγησης, με τα ίδια περίπου ελαφρολαϊκά «δυτικότροπα» γούστα και με την ίδια ηθική, την ίδια συντήρηση, την ίδια τύφλα, τον ίδιο καθωσπρεπισμό. Αριστεροί ή δεξιοί, ελάχιστα, έως και καθόλου, διέφεραν ως προς την αντίληψή τους για τον καλλιτέχνη, που θα όφειλε πρωτίστως, και απαρεγκλίτως, να υποτάσσεται σε μια συμβατική, καθησυχαστική και απρόσκοπτα αναγνωρίσιμη φόρμα.
Κι εμφανίστηκε αυτός τότε, μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, με αυστηρότητα και γνώση, αλλά και υποδόρια περιπαιχτικός, ένα παιδί-θαύμα που είχε ενηλικιωθεί διανύοντας με τις δικές του αποσκευές τις δικές του αποστάσεις, να μιλήσει στο εντός των τειχών ακροατήριό του για μιαν ελληνικότητα και για ένα όραμα που θα έπρεπε πρωτίστως να αναζητηθούν στα απόκεντρα και στα ημιφωτισμένα του κοινωνικού περιθωρίου. Ενός περιθωρίου που αγωνιζόταν για την επιβίωσή του συντηρώντας ατσαλάκωτη μέσα του την ηθική του καημού που γίνεται τραγούδι και αμάραντη την ανάμνηση του χορού που γίνεται συνομιλία με τον λησμονημένο πυρρίχιο.[…].
η λέξη, τεύχ. 173, γενάρης-φλεβάρης, 2003.
Συμπεριλήφθηκε στο: Μάρω Δούκα, Τίποτα δεν χαρίζεται, Αθήνα : Πατάκης, 2016.
Αντλήθηκε από το προφίλ της Μάρως Δούκα στο fb: https://www.facebook.com/profile.php?id=100011327739124
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου