Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος-Δέκα Ποιήματα

 Π Ρ Ο Σ Ε Γ Γ Ι Σ Η


Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες,
για σιωπηλά εφόδια,
για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες
όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο,
όταν δυο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο
λαθραία υφάσματα,
όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,
κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,
κι η θάλασσα μας πλησιάζει
όλους ανεξαιρέτως
διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.

Αθήνα, 13.ΙΙΙ.85


ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει
όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.

Αθήνα, 14.ΙΙΙ.85

Ε Π Ι Τ Ε Λ Ο Υ Σ


Πριν από εσένα ήσουν εσύ;
Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας.
Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα
τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι
μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι
πέταξα το ποτήρι απ’ το παράθυρο.
Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο:
«υπάρχουμε».

Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85

Δ Ι Ε Ι Σ Δ Υ Σ Η

Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,
τα δες απ’ την κλειδαρότρυπα –
λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα
και μέσα στα παπούτσια σου.
Καλύτερα λοιπόν
να περπατάς ξυπόλητος
μη σ’ ακούσουν.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85

ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ


Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν·
δεν το περηφανεύονταν ωστόσο.
Έσπασε το θερμόμετρο,
ο υδράργυρος σκόρπισε.
Σαν φτάσαμε στα σύνορα
μας σταμάτησαν.
Τα ψεύτικα διαβατήρια
ήταν έγκυρα.
Εμείς δεν περάσαμε.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ


Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φτηνότερα λόγια.
Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε.
Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε.
Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα.
Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου
μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι
στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,
φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Αθήνα, 18.ΙΙΙ.85

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ

Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της
λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων,
αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Αθήνα, 19.ΙΙΙ.85

Υ Α Λ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Α


Οι φούρνοι των υαλουργείων· φλόγες, διαθλάσεις,
κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία.
Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,
ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,
τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία –
μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους,
πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε –είπε–
αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, η διαψευσμένη,
η προδοτική.
Αθήνα, 20.ΙΙΙ.85

Π Α Ρ Α Π Λ Α Ν Η Τ Ι Κ Ο


Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85

Τ’ ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ

Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι
στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι αυτό
λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ

Πίσω απ' τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.
Αθήνα, 14.ΙΙΙ.85

Υπερώον

Πηγή: https://tetradia.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου