Γιατί σωπαίνει τὸ θρηνοκροτάλισμα τῶν κρίκων
τῆς ἁλυσίδας ποὺ χαλκέψαν ὁ ἔρωτας, ἡ ἐλπίδα,
ἡ σιωπή; Ποιὸ δέος μὲ σταματάει καὶ ποιό καθῆκον
νὰ πῶ καὶ νὰ σκεφτῶ ἢ νὰ γράψω ὠδὲς γιὰ Ἐκείνην; Εἶδα,
ποτάμι-ποταμάκι, πὼς μ᾽ ἀκοῦς μονάχα ἐσὺ δα-
κρυσμένον, κι ἔρχομαι στὸ ρέμα (ἀφήνοντας κατ᾽ οἶκον
ντροπὲς καὶ φὀβους) νὰ θρηνήσω, νὰ σβήσει ἡ κηλίδα
τῶν πόνων ποὺ τὴ ζωή μου σκιάζει. Μέτρο δὲ προσῆκον
κρατῶ, ὅταν σοῦ διηγιέμαι πῶς τὰ γελαστά της καῖνε
μεγάλα μάτια μὲ ἡλιακὲς ἀχτίδες τὴν καρδιά μου,
καὶ πῶς τὰ μοσχομύριστα μαλλιά ( : ἡ θεία κόμη) λένε
μαζὶ μὲ τὰ ροδόχειλά της λόγια πὼς (ἀλιά μου)
τοῦ ὡραίου κορμιοῦ της ἡ λευκότης καὶ ἠ λαλιά της πνένε
τὶς αὗρες τῶν ἁβρῶν παθῶν ποὺ τρῶν τὸν ἔρωτά μου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου