Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Ποιήματα

 ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ

Αντιστέκεται ακόμη⸱ προσπαθεί να μετρήσει σωστά⸱ κατατάσσει
εδώ τους περιττούς, εκεί τους άρτιους αριθμούς. Την ώρα που
πλα-
γιάζει.
Όταν μεγάλες σκιές του κλέβουνε τον ύπνο, αυτός προφταίνει
και τους κλέβει τα πέπλα τους⸱ τα τυλίγει προσεχτικά, τ’ αποθέτει
κάτω απ’ το προσκεφάλι του. Την άλλη μέρα, τα βγάζει,
τα στρώνει στο τραπέζι του, ανάβει τσιγάρο κι αρχίζει να γράφει.
Κάτω από το τραπέζι του –το ξέρει– είναι τα πόδια του με σιδερέ
νια παπούτσια
και κάτω απ’ τα παπούτσια του είναι η γης ως την άλλη άκρη.
----------
ΔΙΑΛΥΣΗ
Κάποτε οι λέξεις έρχονται μονάχες τους σχεδόν, όπως τα φύλλα
στα δέντρα.
Βέβαια, οι ρίζες αφανείς, το χώμα, ο ήλιος, το νερό έχουν βοηθήσει
έχουν βοηθήσει και τα περασμένα σάπια φύλλα. Τα νοήματα, ύστερα
εύκολα επικολλιούνται πάνω τους όπως στα φύλλα οι αράχνες, οι σκόνες
κ’ οι στάλες της δροσιάς σπιθίζοντας με αμφίρροπες λάμψεις.
Κάτω απ’ τα φύλλα ένα μικρό κορίτσι ξεκοιλιάζει τη γυμνή της κούκλα⸱
μια στάλα πέφτει στα μαλλιά της⸱ σηκώνει το κεφάλι⸱ τίποτα δε βλέπει⸱
μονάχα σ’ όλο της το σώμα διαλυμένη αυτή η ψυχρή διαφάνεια
της στα-
γόνας.
(Χειρονομίες, 1972)
-----------
ΛΑΜΨΗ
Το φως ήταν πολύ δυνατό.
Έξω στον κήπο φώναζαν τα τζιτζίκια.
Τα πόμολο στις πόρτες καίγαν.
Επάνω στο τραπέζι, ένα ποτήρι νερό
ήταν μια μεγαλοφυΐα.
------
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Σου άγγιξα το χέρι ανάμεσα απ’ τα χρόνια.
Το 'να σου νύχι ήταν σπασμένο⸱ το πρόσεξα.
Στον αέρα λάμψαν τα κίτρινα φύλλα.
έτσι η αρχή ακολούθησε το τέλος,
(Ο τοίχος μέσα στον καθρεφτη,1974)
------------
Τ Ο Α Δ Ι Α Β Α Τ Ο
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν·
δεν το περηφανεύονταν ωστόσο.
Έσπασε το θερμόμετρο,
ο υδράργυρος σκόρπισε.
Σαν φτάσαμε στα σύνορα
μας σταμάτησαν.
Τα ψεύτικα διαβατήρια
ήταν έγκυρα.
Εμείς δεν περάσαμε.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
*****
Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Π Α Ρ Κ Ο
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της
λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων,
αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Αθήνα, 19.ΙΙΙ.85
-----------
Π Α Ρ Α Π Λ Α Ν Η Τ Ι Κ Ο
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
( " Υπερώον ", Κέδρος, 2013)

Πηγή: https://www.facebook.com/christos.toumanidis.9/posts/pfbid0Zu98FhfFE9xiWZm7WuDSVfDX7VnJNWsjh5tucSrEtvBG9HXbBjEzKnbgtxpZriCbl

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου