(Σκηνή: ένα ορισμένο, ή οποιοδήποτε, ελληνικό νησί, – όχι η Σάμος – με αρκετά πεύκα, αμπέλια, μικρομάγαζα, Σαββατόβραδα, Κυριακές, Δευτέρες και χωροφύλακες, με τα απαραίτητα σακατεμένα μάρμαρα και με μια ολόκληρη ιωνική κολώνα, τεράστια και πανύψηλη. Χρόνος: χειμωνιάτικο μεσημέρι ως αργά τη νύχτα. Πρόσωπα: εσείς, εγώ, οποιοιδήποτε έλληνες ή, γενικά, άνθρωποι του καιρού μας).
Σταχτής χειμώνας. Το σταχτί δεσπόζει
έξω και μέσα στο τοπίο. Σταχτιά σπίτια,
οι δρόμοι, τα βουνά σταχτιά, τα λίγα δέντρα. Ετούτο το καΐκι
απορριγμένο στη στεριά − το θυμάμαι από πρόπερσι,
κάποιος αδέξιος παραθεριστής είχε καθήσει στο ένδοξο λιοπύρι
και το ζωγράφιζε − έτσι ξεχασμένο και παράταιρο
στο τότε φως και στα γέλια των λουομένων. Τώρα
βρήκε τη θέση του, βολεύτηκε, κι ας έσπασαν οι ανέμοι τα κατάρτια του,
μες στη σταχτιά ερημιά, στην άφωνη βουή της θάλασσας
που έτσι με το να λέει, να λέει, κανείς δεν την προσέχει πια − τη συνήθισαν
όπως ένα παλιό, τεράστιο εκκρεμές που ξεχάστηκε στο άπειρο,
όπως το αίμα που κυλάει αγνοημένο μες στις φλέβες. Βολεύτηκε
δίπλα σ’ αυτά τα σπίτια της ακρογιαλιάς, γδαρμένα απ’ τα νύχια
του χρόνου και του ανέμου, της σιωπής και του πόντου,
δίπλα σ’ αυτά τα εγκαταλελειμμένα καταστήματα με τις δυσκολοδιάβαστες
επιγραφές,
τα «Γενικόν Εμπόριον» και «Καφενείον η Ρέμβη».
(…)
Περιπλοκές πραγμάτων, γεγονότων, συμφερόντων κ’ αισθημάτων
και ο ουρανός πλατύτατος, – άφθονο το γαλάζιο, θρεπτικό,
και το απύθμενο βάθος της ψυχής – γαλάζιο,
διέξοδος, μη διέξοδος, αντινομίες. Η φτώχεια, φτώχεια,
– καλά τα βολεύει με τις έγνοιες της, δες σκοτίζεται για τα πάρα πέρα
τα αληθινά τυραννικά, τα απόλυτα, τα μεταφυσικά. Ευτυχισμένη φτώχεια, –
γλυτώνει, με την έγνοια του ψωμιού, την έγνοια της φθοράς και του θα-
νάτου. Θάπρεπε ίσως
να λιγοστέψουμε σ’ όλους το ψωμί για να τους προσεγγίσουμε στην ευτυ-
χία. Κάτι τέτοιο συζητούσαν
δυο δικηγόροι, ένας γιατρός – πρώην αριστεροί – κ’ ένας ξυλέμπορας.
Κάποιο κλαδί αγριελιάς σάλευε πάνω τους – δεν ήξερες
αν επιδοκιμάζοντας ή επιτιμώντας, και τ’ άπειρο, πιο πάνω, ανεξάντλητο
μες στη μεγαλειώδη του επιείκεια για όλους και για όλα,
σφάλματα κι αλλαξοπιστίες κ’ εγκλήματα
που εξαφανίζονται και λησμονιούνται μες στη διάρκεια, πριν απ’ το θάνατο,
πριν τελειώσει η οδύνη του ατόμου που τα έπραξε, – όχι άπειρο,
ανύπαρχτο το άπειρο – δεν τόβλεπαν
τυραγνισμένοι, μπερδεμένοι σε στιγμές κι αξεδιάλυτες μνήμες.
(…)
Κάθε άνοιξη τινάζεται μες απ’ τα ερείπια μια παράλογη βλάστηση
δίχως καθόλου μνήμη, όλο προπέτεια.
Εκεί ζευγαρώνουν άλλοι νέοι – κι αυτοί δίχως μνήμη,
(τη μνήμη των άλλων τι να την κάνουν: − άχρηστη –
άχρηστη ακόμα και στους ίδιους – μια μνήμη που ατόνησε
δίχως να γίνει πείρα και διαφοροποιημένη πράξη). Απλώς πορεύονται.
Κ’ οι γλάροι εκτείνονται σε ολόλευκες φάλαγγες ή σε μετέωρους κήπους
αθέατοι, σα ν’ αποδήμησαν σε άλλα κλίματα, σαν κλεμμένα αετώματα
από ναούς εαρινούς, και τώρα θ’ ανιούν σε ξένα μουσεία.
(…)
Τις νύχτες
κάποιος χτυπάει τα ρόπτρα στις πόρτες, αναστατώνει τον κόσμο·
σηκώνονται ν’ ανοίξουν· τίποτα· μονάχα τα γυμνά κλαδιά του σκοταδιού
κ’ η γυμνή θάλασσα με τη σπασμένη πεντάλφα ενός άστρου.
Οι καμπάνες σημαίνουν μονάχες πέρα απ’ τα μεσάνυχτα.
και τα φαντάσματα κάναν οριστική κατοχή στα παλιά βυρσοδεψεία.
Οι αγωγιάτες
κάνουν ολόκληρη στροφή να μην περάσουν από κει, κι ωστόσο
είναι μια ελευθερία στο χώρο αυτό, μια θέα εξαίσια,
κι η θάλασσα ατέρμονη, απροκατάλυπτη, ανυστερόβουλη,
μια θάλασσα, μονάχα θάλασσα, με την ευγένεια του εαυτού της,
χωρίς σκοπό και νόημα κ’ ενδιαφέρον,
με την ευγένεια της επικής της γύμνιας. Μια απεραντοσύνη που μυρίζει
ορείχαλκο κι αστέρια κι άλογα. Ένας λιονταρίσιος άνεμος
τη δυναστεύει αθόρυβος, αθόρυβος, αθόρυβος.
(…)
Είταν μια θέληση παρηγοριάς των άλλων – θέληση
αυτοπαρηγοριάς. Κ’ είταν μια ρώμη
πέρα από την παρηγοριά – ακατάδεχτη, ολομόναχη κι ακέρια,
δοσμένη μόνο στο έργο της και στη δουλειά της, πλάι στη θάλασσα,
δίχως να λογαριάζει την αντίρροπη ρώμη της θάλασσας
ούτε τ’ ακούραστα δόντια του αλατιού, της απάτης, του ανέμου.
Τ’ αστέρια κοίταζαν από ψηλά, συγκατανεύοντας με κάποια καρτερία,
με κάποια καλοσύνη αδιαφορίας, με κείνη την ελευθερία της κούρασης,
μυριάδες «ναι» ψιλογραμμένα στο άπειρο τ’ αστέρια –
κι αυτή η επίμονη επανάληψη του «ναι» δεν είταν ύποπτη καθόλου.
Κι αυτός είταν, στ’ αλήθεια, ο Ταμίας του «Πυθαγόρα»
που κοιτούσε τόσο οικεία τα απόμακρα
κ’ εξοφλούσε με το χρυσάφι των άστρων, που άλλωστε δεν είταν και
δικό του,
δικό του,
εξοφλούσε άγνωστα ακόμη χρέη ανθρώπων και αιώνων.
Από την ποιητική σύνθεση «Χρονικό» (1957), που περιλαμβάνεται στον τόμο «Τέταρτη διάσταση», εκδ. Κέδρος, 28η έκδοση 1990.
Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2015/11/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου