Ξαναβρέθηκαν σε λίγες μέρες μπροστά στο πανεπιστήμιο. Βρύαζαν1 τα νέα αγόρια, τα νέα κορίτσια εκεί πέρα. Καθώς πάντα, μια τέτοια εποχή, οι επαρχίες ξέβραζαν, σαν τη σοροκάδα2, στην άσφαλτο της Αθήνας τη σοδειά τους. Πόσα όνειρα μέσα στις ανήσυχες εκείνες καρδιές! Ανέβαιναν τα παιδιά στα προπύλαια κι από κείθε επισκοπούσαν την πλάση. Στα γραφεία, στα ταμεία σπρώχνονταν ανυπόμονα∙ η Στέλλα έχει γραφτεί δυο μέρες πρωτύτερα στη φιλολογία∙ η Λένα θάμενε στο σπίτι. Η Δάφνη αποφάσισε να πάρει πρώτα το baccalaureat, να τελειώσει το γαλλικό ινστιτούτο κ’ ύστερα θάβλεπε.[…] Ο Πετρόπουλος κι ο Νίκος ο Στέργης έκαμαν μια «τυπική», καθώς την έλεγαν, εγγραφή στα νομικά∙ ο Άγγελος χρειάστηκε να ξενυχτήσει σκαλίζοντας τόνα και τάλλο ίσαμε που ν’ αποφασίσει τι δρόμο θα πάρει. Από μέσα του, πίστευε πως δεν ήταν για τίποτα. Πράμα που ήθελε να πει πως ήταν άξιος για το κάθε τι, πως ήταν άξιος για όλα.
Ο πατέρας επίμενε πως θάπρεπε να συλλογιστεί μια δημόσια θέση εξασφαλισμένη για όλη του τη ζωή. Διάβαζε ολοένα τόσα βιβλία, κάποτες έγραψε και κάμποσους στίχους, ίσως εξαιτίας της Δάφνης, λοιπόν είχε κάποια κλίση στα γράμματα, στοίχιζε άλλωστε κ’ η εγγραφή στη φιλολογία μονάχα πενήντα δραχμές το εξάμηνο∙ το κράτος διευκόλυνε τον κλάδο, γιατί χρειαζόταν δασκάλους, πολλούς δασκάλους. Έτσι ακολούθησε και τούτος το δρόμο της Στέλλας. Ο Λύσανδρος Στέργης του παραχώρησε πρόθυμα την άδεια να λείπει μια δυο ώρες κάθε πρωί και να πηγαίνει στα λιγοστά μαθήματα της πρώτης χρονιάς. Γι αντιστάθμισμα δούλευε πιο πολύ το απομεσήμερο και συχνά τον έπαιρνε η νύχτα για καλά, καθώς πάσκιζε να βάλει σε τάξη τα χαρτιά, που σωριάζονταν στο γραφείο του όλη τη μέρα. Μα, όσο και νάναι, είχε πια και κάποια ευχαρίστηση που μπορούσε να σπουδάζει και να δουλεύει. Δε βάραινε το σπίτι με τίποτα κι όπου του ήταν βολετό το βοηθούσε.
Ωστόσο, την πρώτη βραδιά, ύστερ’ από το πρώτο μάθημα στο πανεπιστήμιο, τον έπιασε πανικός.[…] Κάτι σα μούχλα του δυσκόλεψε την ανάσα. Μήτε νιάτα, μήτε ζωντάνια. Ένας τάφος. Ο καθηγητής, ένας άνθρωπος άχαρα γερασμένος, καθάρισε μ’ ένα μεγάλο μαντήλι τα γυαλιά του ώρα πολλή κ’ ύστερα βάλθηκε να διαβάζει μια στοίβα κιτρινισμένα χειρόγραφα, με το ρυθμό μιας κουρασμένης μηχανής. Κάθε τόσο σταματούσε, έβηχε και κοίταζε το ρολόι του. Γουστόζος ήταν μονάχα που είχε βρει τον τρόπο, ανάμεσα σ’ εκείνα τα κουραστικά και τα’ ασήμαντα, πες, γραψίματά του, να σφηνώνει κάθε τόσο και κάμποσες βρισιές για κάποιο συνάδερφό του, που φαίνεται πως του στάθηκε αντίμαχος σε χρόνια πολύ περασμένα. Οι παλιότεροι φοιτητές ομολογούσαν πως τις ίδιες, ανάλλαχτες, βρισιές άκουσαν και πέρσι και πρόπερσι κ’ήταν βέβαιοι πως θα τις άκουγαν γενιές και γενιές, όσο θα βρισκόταν στην έδρα του το ανθρώπινο τούτο ομοίωμα, που φάνταζε μονομιάς στα μάτια του Άγγελου σαν παραγεμισμένο, μέσ’ από το σφιχτά κουμπωμένο σακάκι του, με απεριόριστη κακιά.[…] Ο Άγγελος τον υπόμεινε και τούτον κι άλλους πολλούς ολάκερες βδομάδες, όταν ξαφνικά ήρθε και σφηνώθηκε στο μυαλό του και δεν έλεγε ναξεκολλήσει μια φράση: «Χαμένος καιρός…χαμένος καιρός». Κ’ έγινε πολύ συλλογισμένος αντίκρυ στην επιστήμη.
1.Βρύαζαν: αφθονούσαν, άνθιζαν2.σοροκάδα: δυνατός άνεμος που πνέει από τα νοτιοδυτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου