[…] Ο μόνος άνθρωπος που δε μου κάνει ερωτήσεις είναι η μητέρα μου. Ακόμα κι ο πατέρας μου διαφέρει, θέλει να του διηγηθώ ιστορίες από το μέτωπο, έχει απορίες που τις βρίσκω συγκινητικές και κουτές συνάμα. Μαζί του δεν έχω πια την παλιά οικειότητα. Θα ήθελε, αν μπορούσα, να του μιλάω διαρκώς. Νιώθω πως δεν ξέρει ότι τέτοια πράγματα δεν λέγονται, και θα ήθελα να του κάνω το χατίρι. Μα για μένα είναι επικίνδυνο να μεταφράσω όλα αυτά τα πράγματα σε λόγια. Φοβάμαι μήπως τους δώσω τεράστιες διαστάσεις και δεν είμαι πια σε θέση να τα συγκρατήσω. Αλίμονό μας αν ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι καλά καλά τι γίνεται εκεί κάτω στο μέτωπο. Έτσι, περιορίζομαι να του εξιστορώ διάφορα εύθυμα περιστατικά. Μα εκείνος θέλει να μάθει αν πολέμησα ποτέ σώμα με σώμα. Του λέω «όχι» και σηκώνομαι για να βγω έξω.[…]Με παίρνει μαζί του στο καφενείο όπου μαζεύεται τακτικά η συντροφιά του. Μου κάνουν μεγαλειώδη υποδοχή,, ένας διευθυντής με χαιρετάει διά χειραψίας και μου λέει: «Ώστε έρχεστε από το μέτωπο; Πώς είναι το ηθικό του στρατού μας; Υψηλό, φαντάζομαι, υψηλό;» Τους λέω πως όλοι θα ήθελαν να γυρίσουν σπίτια τους. Εκείνος ξεσπάει σε παταγώδη γέλια:«Σας πιστεύω! Μα πρώτα πρέπει να βάλετε τους Φραντσέζους στη θέση τους. Καπνίζετε; Πάρτε ένα πουράκι. Γκαρσόν, φέρε στον νεαρό πολεμιστή μας μια μπίρα!»
Αναγκάζομαι δυστυχώς να μείνω γιατί πήρα το πούρο. Όλοι τους δείχνουν πανευτυχείς. Εκτός από μένα, που προσπαθώ να τελειώσω το πούρο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Για να επισπεύσω την αναχώρηση μου, κατεβάζω την μπίρα μονορούφι. Μου παραγγέλνουν αμέσως δεύτερη. Ξέρουν, αλήθεια, τα γούστα των φαντάρων. Πιάνουν συζήτηση για το ποια εδάφη πρέπει να πάρει η Γερμανία. Ο διευθυντής με τη σιδερένια ρολογοκαδένα αναφέρει το Βέλγιο, της ανθρακοφόρες περιοχές της Γαλλίας και μεγάλα τμήματα της Ρωσίας. Αραδιάζει ένα σωρό λόγους γιατί πρέπει να γίνει έτσι, κι είναι ανυποχώρητος σε σημείο που συμφωνούν κι οι άλλοι μαζί του. Ύστερα αρχίζει να εξηγεί πώς, κατά τη γνώμη του, πρέπει να γίνει η διάσπαση του γαλλικού μετώπου, και σε μια στιγμή γυρνάει προς το μέρος μου.«Κάντε κι εσείς μερικά βηματάκια μπροστά. Ξεκολλήστε από τις θέσεις σας. Κυνηγήστε τους για να έχουμε ειρήνη!»Του απαντάω πως εμείς πιστεύουμε πως είναι αδύνατον να διασπάσουμε το μέτωπο, γιατί οι αντίπαλοί μας έχουν πολλές εφεδρείες. Κι έπειτα, ο πόλεμος είναι πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι τον φαντάζονται. Εκείνος δεν συμφωνεί μαζί μου και μου λέει με ύφος σοφού πως δεν έχω ιδέα από όλα αυτά.«Βεβαίως, ο μεμονωμένος στρατιώτης έχει αυτή την αντίληψη. Σημασία όμως έχει το σύνολο. Εσείς δεν είστε σε θέση να κρίνετε. Είστε απασχολημένος στον μικρό τομέα σας και δεν μπορείτε να έχετε γενική αντίληψη. Κάνετε βεβαίως το καθήκον σας, είστε έτοιμος να θυσιάσετε τη ζωή σας – το αναγνωρίζουμε αυτό και θα έπρεπε να απομείνουν σε όλους σας τον Σιδηρούν Σταυρόν –, αλλά, βασικά, πρέπει να διασπάσετε το μέτωπο στη Φλάνδρα και να τους επιτεθείτε από πίσω.»Πίνει και σκουπίζει τη γενειάδα του.«Πρέπει να ξεκαθαρίσετε την περιοχή. Κι ύστερα να στραφείτε προς το Παρίσι…»Θα ήθελα να ήξερα πώς του περνάνε από το μυαλό κάτι τέτοιες σκέψεις. Κατεβάζω την τρίτη μπίρα μου. Εκείνος διατάζει αμέσως να μου φέρουν κι άλλη.Μα εγώ σηκώνομαι. Μου ρίχνει μερικά πούρα στην τσέπη και με αποχαιρετάει με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.«Στο καλό. Ας ελπίσουμε πως σε λίγο θα μας έχετε ευχάριστα μαντάτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου