Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ταινίες-αντίδοτα στον φασιμό

  • "Η ζωή είναι ωραία" του Μπενίνι,
  • "Γη και ελευθερία" του Λόουτς,
  • "Ο πιανίστας" του Πολάνσκι,
  • American History X (Μαθήματα Αμερικάνικης ιστορίας) του Tony Kaye
  • "Ο δικτάτορας" του Τσάπλιν
  • «Πραγματικός Φασισμός» του Μιχάηλ Ρομ
  • «Ο Αγνοούμενος» του Κώστα Γαβρά
  • «Μόνος Εναντίον Όλων» του Νοε
  • "Die Welle" (Το κύμα) του Ντένις Γκάνσελ
  • "Το πείραμα" του Όλιβερ Χέρσμπιγκελ
  • "Η Λευκή Κορδέλα" του Μίκαελ Χάνεκε
  • "Το αγόρι με την ριγέ πιτζάμα" ή αλλιώς «Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα» του Mark Herman
  • "Ο γιος του Σαούλ"
  • "Η λίστα του Σίντλερ"
  • "Οι ζωές των άλλων" του Ντόνερσμαρκ
  • " 1984" του Μάικλ Ραντφορντ
  • "Der Hauptmann" (2017) του Robert Schwentke
  • «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού
  • "Το μεγάλο κανόνι" σε σενάριο-παραγωγή Θανάση Βέγγου
  • "Downfall" του Hirschbiegel
  • "La Haine" (Το μίσος) του Ματιε Κασσοβιτς
  • "Come and see" (Έλα να δεις) του Έλεμ Κλίμοφ
  • "Η Κλέφτρα των Βιβλίων" του Μπράιαν Πέρσιβαλ
  • "Cross of Iron" του Σαμ Πέκινπα
  • "Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή" του Ντι Ρις
  • "1900" του Μπερτολούτσι

Νίκος Καρούζος - Θεραπευτική Αγωγή


Ο χρόνος είναι γενικός.
Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.
Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές
απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.
Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα
η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες...
Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα
δυο μουλάρια στην ύπαιθρο
να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.
Ο χρόνος είναι κοροΐδευτικός.
Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.

 

Πενθήματα, 1969

Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, Τόμος Α', εκδ. Ίκαρος.

Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, Τόμος Α', εκδ. Ίκαρος.

YVES BONNEFOY-ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ


Η ώρα πέντε. Ακόμη χιόνι. Ακούω φωνές
Στη μπροστινή μεριά του κόσμου.
Έν’ αλέτρι
Σαν φεγγάρι στα τρία του τέταρτα
Λάμπει, αλλά το σκεπάζει
Η νύχτα με μια πιέτα χιονιού.
Του λοιπού αυτό το παιδί
Έχει όλο το σπίτι δικό του. Πάει
Απ’ τό ’να παράθυρο στ’ άλλο. Ζουλάει
Με το δάχτυλό του τα τζάμια. Και βλέπει
Σταγόνες ν’ ανθίζουν εκεί που σταματάει
Να σπρώχνει την ομίχλη
Στον ουρανό που πέφτει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κώστας Θ. Ριζάκης-«ο καιρός των ποιητών»



αν με γυρεύεις αναγνώστη – ψάξε:

πλάι στη φωτιά τη ρίζα μου θα βρεις
μες στο νερό την πρώτη μου ανάσα


αυτά τα μάτια που στυλώνονται μακριά
(κι ο κυνηγός αναίτια τα τρομάζει)
δεν ξέρουν ήλιο δεν κατέχουν ουρανό

«πριονισμένα τα δεσμά σου» λέει η μοίρα
μα ένα κλαρί ξερόκλαδο που σπάζει
κρυφή πληγή τη λύπη αναταράζει
– αναχαιτίζεται η πνοή στο δειλινό –

ρίχνει τη φλόγα μέσα στη σταγόνα
κι ο ήλιος σβήνει – κόβεται η ανάσα
καίγεται η ρίζα κι ούτε ουρανός!

μόνον η δίνη δίνη δίνη

κι ο ποιητής:
η μνήμη που αφήνει

ανεμοστρόβιλος στο χώμα ο καιρός!

Κώστας Θ. Ριζάκης (1960-)

«Ο κυρίως ναός » ,2006

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Τα επόμενα πένθη"






ποτέ το φως
είν’ η φωνή μου λάμψη που πεθαίνει
πλάι σε νερά σε βράχια σε πουλιά
ένα μονόξυλο ριγμένο σε πηγάδι

επιδρομή στον στίχο που βογγά
κυματισμός της λύπης μου στο βράδυ

τυφεκισμός στη σιωπή που αγρυπνά
– ποτέ το φως δεν αστοχεί
μες στο σκοτάδι

ποτέ σκοτάδι δε σκοτώθηκε με φως


...................................................................................................................................................................
ονομάτων πληγές (στ)

πιο πυκνή από χιόνι βροχή
βομβαρδίζει τη νύχτα


οι μικρές μου δορκάδες ψυχές
στα ορύγματα φτάνουν
καταφύγιο στη νύχτα να βρουν


να φυτρώσουν σε χώμα
οι νεκρές μου δορκάδες ψυχές


οι πικρές ελαφίνες φυγές μου!

...................................................................................................................................................................
Αχέροντας

κωπηλατεί ο μυθικός βαρκάρης
στα δόντια του νεκρού το νόμισμα
βορά στην προαιώνια οφειλή του


μα εγώ των παφλασμών
τη μουσική συγκράτησα
και τη σφυρίζω στη λευκή
σελίδα από μνήμης
κι αιμορραγώ στο γνώριμο
ταξίδι με άλλο πρόσωπο


κι όπως με το δικό σου όνομα ξεψύχησα


αναπόσπαστος μέσα μου
αναλλοίωτος ζεις

...................................................................................................................................................................
οι πατρίδες


δαγκωμένη ψυχή
(μοιρασμένος καημός)
απλωμένος στο όνειρο
ρεμπέτης καιρός
ανάπηρο βράδυ
σε υπόγειο καρφί
ξαρματώνει τον ήλιο


:αρμαθιές οι πατρίδες:


με τα νύχια στις λέξεις
με τις λέξεις στα δόντια
με τα δόντια στους στίχους
με τους στίχους στο αίμα
με το αίμα στο βλέμμα με


το αίμα στο ποίημα!

...................................................................................................................................................................


τα επόμενα πένθη


της ψυχής μου η λαχτάρα στο όνειρο τρέμει
σκοτεινή απειλή του αδελφού το σπαθί
«είναι ψέμμα το αίμα! − πληγή μας ο μύθος»
«άλλοι το ’θελαν!» δίδυμες σκούζουν φωνές
αποτρόπαιες μέρες οι άγνωστες νύχτες
αλαζόνες του Κρέοντα πάντα οι βουλές
τα επόμενα πένθη γυμνά
να στηρίζουν –


ριζικό το κουφάρι μου μόνη Αντιγόνη
να ευωδιάζει ο τάφος σαγήνη και φως
να μη λιώνω πηλός στη βροχή


– τους Αιώνες!



Από τη συλλογή «Τα επόμενα πένθη» [1997], που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Επιτάφιος δρόμος - Ποιήματα Α΄ [1985 - 2010]», εκδ. Γαβριηλίδη 2015.
Στην εικόνα: Πορτραίτο του ποιητή φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Στεφανάκι.

Σωτήρης Σαράκης-Τουλάχιστο

Αποτέλεσμα εικόνας για σωτηρης σαρακης

Τουλάχιστο ας ήτανε ακριβείς
όλοι αυτοί οι φλύαροι που σπαταλούν ασύστολα χαρτί
ας ήτανε ακριβείς εκεί στην τελευταία σελίδα

που γράφει πάνω πάνω ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
να την αφήναν αδειανή.

Σωτήρης Σαράκης (1949 -)

Δημήτρης Τρωαδίτης-Τοις μετρητοίς


Λιθάρια που καίνε
στους μανιασμένους δρόμους
αυλακώνουν οι πατούσες
και δεν έχουν γυρισμό

ήρεμος δήθεν
προχωράς στη μετουσίωση
των θανάτων
με ένα ραντεβού ανύπαρκτο
με το κλάμα ενός πουλιού
ένα τιτίβισμα περιέργειας
στην αυγή ενός αλλαλάζοντος κόσμου

είναι μεγάλο καθήκον
να ζεις και να θυμάσαι
είναι βαρύ το τίμημα
της υστεροφημίας
και πληρώνεται τοις μετρητοίς.

ΛΟΞΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Dimitris Troaditis)
Εκδόσεις Στοχαστής, 2019

Echo over Chaos(experimental video)


Echo over Chaos (Μετάβαση στον σύνδεσμο:https://vimeo.com/212162247?fbclid=IwAR13f098tiTv8doReCUgCCL8yoDBwAdCn0afzXpDzPO0Np3knXHF9aDJuTI)



An experimental video inspired by Greek poet Maria Polydouri's life and work and the unfulfilled love she shared with Kostas Karyotakis.

Directed by:

Anastasia Dimitropoulou
Domniki Kastanaki
Olivia Papadopoulou
Staurina Alexaki
Αποτέλεσμα εικόνας για Οκτάβιο Παζ
  • Ο άνθρωπος, ο εφευρέτης ιδεών και μηχανημάτων, ο δημιουργός ποιημάτων και νόμων, είναι πλάσμα τραγικό και γελοίο. Είναι ένας ακατάπαυστος δημιουργός ερειπίων.

Οκτάβιο Παζ (1914 – 1998)

Μεξικανός διπλωμάτης και συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1990. («Ο λαβύρινθος της μοναξιάς»)

Olafur Arnalds - Happiness Does Not Wait


ΑΡΓΟΣΒΗΝΕΙΣ ΜΟΝΗ - ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ (1η Εκτελεση)




Nazim Hikmet-Για τη ζωή

Σχετική εικόνα
 
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

 Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά

Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι

 Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι

Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά.


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ


Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος

Μουσική-Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος

Μάνος Λοΐζος-Η Ζωή Δεν Είναι Παίξε Γέλασε

Gustave De Smet (1921)

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα

Ζωή Καρέλλη - Οι ουλές



Σαν πεινασμένα στόματα που δεν εχόρτασαν ,
ανοίγουν οι επιθυμίες πληγές επάνω μας,
που μένουν ανοιχτές και δεν περνούν,
πληγές που μας πονούν.

Αν χέρι συμπονετικό δε μας τις γιάνει,
αν λόγος συμπονετικός δεν μας γλυκάνει,
λόγος παρήγορος , που ξέρει, απαλός,
τα τραύματα αφορμίζουν.
Περνάει καιρός και κλείνουν,
γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Όμως σημάδια αφήνουνε,
ουλές, που φαίνονται άσχημες, βαθειές.
Οι αληθινές μορφές είναι τυραννισμένες.

Κι’ ας μη μας λένε τότε,
ας μην κατηγορούν, που είμαστε
οι παραμορφωμένοι.

Τα Ποιήματα
, Τόμος Πρώτος 1940-1955, Οι Εκδόσεις των φίλων 1973, σσ. 222.

Octavio Paz-Αψίδες


«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;
Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι
Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος,
τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,
Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα
Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,
γραμμή επάνω στο νερό!
Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες
αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,
Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο
φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ
Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι
ακολουθώ, το χαμηλό
ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από
Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.
Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,
Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει
Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,
Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,
Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.

Octavio Paz(31 Μαρτίου 1914 - Πόλη του Μεξικού, 19 Απριλίου 1998)
Μετάφραση: Νεοκλής Κυριακού

Οι επιτάφιοι του Francois Villon



Η μπαλάντα των κρεμασμένων (Ο επιτάφιος του Βιγιόν)

Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερά μας ζείτε,
Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά.
Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστείτε,
Πιότερη ο Θεός για σας θα ‘χει σπλαχνιά.
Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά•
Κι η σάρκα μας, που πλούσια είχαμε θρέψει,
Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει,
Κι ο σκελετός μας στάχτη θε να πέσει.
Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο θεός να τους σχωρέσει!».
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε,
Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα
Η δικαιοσύνη. Μόνο, αφού σκεφτείτε
Πως όλων τα μυαλά δεν είν’ σωστά,
Μ’ ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά
Στης Παρθένας το Γιο να μη στερέψει
Τη χάρη του για μας και να μην πέψει
Τη φλόγα τ’ Άδη απάνου μας να πέσει.
Πεθάναμε, κανείς μη μας παιδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Απ’ τις βροχές πλυμένους μας θωρείτε,
Μαύρους, ξερούς απ’ του ήλιου τη φωτιά•
Τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε
Φρύδια μας μείναν μήτε και μαλλιά.
Ανάπαψη δε βρίσκουμε καμιά:
Εδώθε, εκείθε, απ’ όπου ο άνεμος πνέψει
Στο κέφι του φριχτά θα μας χορέψει
Τσίμπιους σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει
Στην παρέα μας κανείς σας μη γυρέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Η ισχύς σου, αφέντη Ιησού, ας μας προστατέψει•
Ο Άδης λογαριασμούς μη μας σκαλέψει,
Στα νύχια του η ψυχή μας να μην πέσει.
Άνθρωποι, εδώ τ’ ανάμπαιγμα ας τελέψει•
Μονάχα πέστε: «Ο θεός να τους σχωρέσει!».
Μεταφραστής: Σπύρος Σκιαδαρέσης
«ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 1999.

Eπιτάφιο

Εδώ κείτεται, και κοιμάται βαθιά μες στο μνήμα,
Αυτός που η Αγάπη την περιφρόνησή του έκαμε θύμα,
Ένας υπότροφος μικρός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
Φρανσουά Βιγιόν ήταν τ’ όνομά του, γραμμένο με κόπο.
Ποτέ δεν αποκόμισε μια μπουκιά από αραποσίτη,
Ισχυρογνώμων μ’ όλα τα μέσα, καθώς ο καθείς γνωρίζει,
Κρεβάτι, τραπέζι, και καλάθι τα πάντα έχει λησμονήσει,
Γεναίοι, τώρα το τραγούδι του έχει ξεκινήσει.

Λυρικόν
Ω, χορηγησέ του τώρα την αιώνια γαλήνη
Κύριε, και στο αιώνιο φως ας μείνει,
Αυτουνού που ούτε ενός κεριού τού έπρεπε η λάμψη,
Καθώς ούτε ενός μαιντανού τού άξιζε η έαρ
Από φρύδια, μαλλιά, και γένια ελεύθερος πια ως στέαρ,
Ένα γογγύλι για τα καλά μ’ ένα φτύαρι τη πλάτη του ξύνει
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.
Εξορισμένος με σοβαρότητα αυστηρή,
Βιασμένος απο πίσω μ’ ένα φτύαρι.
Παρόλα αύτα κραύγασε: “κάντε για μένα έκκληση ιερή!'
Γι’ αποκορύφωμα με μια φινέτσα, ελλιπή,
Ω, χορήγησε του τώρα την αιώνια γαλήνη.
Μετάφραση: Θ. Δ. Τυπάλδος

Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/36235/index.html




Octavio Paz- Δύο ποιήματα


Αποτέλεσμα εικόνας για octavio paz

Ο δρόμος
Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές
και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα
βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που
σηκώνεται και λέει
βλέποντας- με: κανείς.
Εδώ
Τα βήματά μου σ’ αυτό το δρόμο
Ηχούν
Σ’ έναν άλλο δρόμο
Όπου
Ακούω τα βήματά μου
Να περνούν σ’ αυτό το δρόμο
Όπου
Μονάχα η ομίχλη είν’ αληθινή .
Οκτάβιο Πας, «Ποιήματα», μετάφραση Αργύρης Χιόνης, Αθήνα 1981

«Τλατελόλκο 1968 »-Jaime Sabines- «Μεξικό Ολυμπιάδα του 1968»-Octavio Paz

Αποτέλεσμα εικόνας για jaime sabines
Jaime Sabines (1926-1999)
Τλατελόλκο 1968
1.
Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των νεκρών,
ούτε καν οι δολοφόνοι,
ούτε καν οι εγκληματίες.
(Σίγουρα έγραψε ιστορία αυτός ο άντρας
ο μικρός για κάθε περίσταση,
ο ανίκανος για τα πάντα, πλην του κακού.)
Στο μέλλον θα μιλούν για το Τλατελόλκο
όπως σήμερα μιλάμε για το Ρίο Μπλάνκο και το Κανανέα,
μόνο που αυτό εδώ ήταν χειρότερο,
εδώ σκοτώσανε λαό.
Δεν ήτανε εργάτες σε απεργία,
ταμπουρωμένοι πίσω από οδοφράγματα,
ήταν γυναίκες και παιδιά, φοιτητές,
δεκαπεντάχρονοι έφηβοι,
μια κοπέλα στο δρόμο για το σινεμά,
ένα έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του,
όλοι τους σαρωμένοι, με ακρίβεια τρυπημένοι
από τα πυρά της Τάξης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Για τρεις μέρες, ο στρατός μαριονέτα στα χέρια ασυνείδητων,
ενώ ο λαός ετοιμαζόταν πανηγυρικά
να γιορτάσει τους Ολυμπιακούς που θα τιμούσαν το Μεξικό.
2.
Το έγκλημα βρίσκεται εκεί,
σκεπασμένο με φύλλα εφημερίδων,
με τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, και σημαίες ολυμπιακές.
Ο αέρας βαρύς, ακίνητος.
Τρόμος και όνειδος.
Τριγύρω φωνές, η κίνηση στους δρόμους, η ζωή.
Μα το έγκλημα βρίσκεται εκεί.
3.
Θα ’πρεπε να ξεπλύνουν όχι μόνο το οδόστρωμα, μα και τη μνήμη.
Θα ’πρεπε τα μάτια να βγάλουν σε όλους εμάς που είδαμε,
και τους συγγενείς να δολοφονήσουν,
κανείς να μην θρηνεί, μάρτυρες να μην υπάρχουν.
Μα το αίμα ρίχνει ρίζες
και σαν δέντρο μεγαλώνει με το χρόνο.
Το αίμα στο τσιμέντο και στους τοίχους
–σαν φυτό αναρριχητικό– μας στιγματίζει,
μας βρέχει με ντροπή, με ντροπή και με ντροπή.
Τα στόματα των νεκρών μάς φτύνουν
με αίμα αιώνιο, βουβό.
4.
Θα εμπιστευτούμε την άθλια μνήμη του κόσμου,
θα αιτηθούμε τα λείψανα,
θα συγχωρήσουμε τους επιζώντες,
θα αποφυλακίσουμε τους κρατούμενους,
θα αποδειχτούμε γενναιόδωροι, μεγαλόψυχοι και λογικοί.
Μας πότισαν με ιδέες εξωτικές σαν με καλό καθαρτικό:
θα αποκαταστήσουμε την ειρήνη,
θα εξυγειάνουμε τους θεσμούς.
Οι έμποροι μαζί μας,
το ίδιο και οι τραπεζίτες,
οι καθεαυτό Μεξικανοί πολιτικοί,
τα ιδιωτικά κολέγια
και προσωπικότητες περιωπής.
Ξεδιαλύναμε τη συνωμοσία
και αυξάνουμε τη δύναμή μας:
ποτέ πια δεν θα πέσουμε απ’ το κρεβάτι,
αφού πια κάνουμε όνειρα γλυκά.
Διαθέτουμε δε Υπουργούς ικανούς
να μετατρέψουν τα σκατά σε αιθέρια έλαια,
βουλευτές και αξιωματούχους αλχημιστές,
ηγέτες απαράμιλλους και κούκλους,
μια στρατιά πνευματικών φωστήρων,
που όλοι κυματίζουν τη σημαία μας με στυλ.
Εδώ δεν συνέβη απολύτως τίποτε.
Το βασίλειό μας αναδύεται.
5.
Τα πτώματα, στις εγκαταστάσεις της Αποστολής.
Κορμιά ημίγυμνα, διάτρητα και κρύα,
κάποια με πρόσωπο θανάτου.
Έξω, ο κόσμος συγκεντρώνεται, ανυπομονεί,
ελπίζει να μην αναγνωρίσει κάποιο δικό.
«Πηγαίνετε να ψάξετε αλλού.»
6.
Το θέμα στην Επανάσταση
είναι τα νιάτα.
Η Κυβέρνηση κηδεμονεύει τους ήρωες.
Το μεξικανικό πέσο είναι ισχυρό
και η ανάπτυξη της χώρας δεδομένη.
Ακολουθεί το παιδικό πρόγραμμα και τα σίριαλ.
Αποδείξαμε στον κόσμο ότι είμαστε ικανοί,
ευγενικοί, φιλόξενοι, ευαίσθητοι
(Τι υπέροχοι Ολυμπιακοί!)
και τώρα θα συνεχίσουμε με το Μετρό
αφού η πρόοδος δεν ανακόπτεται.
Οι γυναίκες στα ροζ,
οι άντρες στα γαλάζια,
ομόψυχοι Μεξικανοί που παρελαύνουν σε απόλυτη σύμπνοια,
εκείνην που οικοδομεί την πατρίδα των ονείρων μας.
………………………………………………………………………………………………
Octavio Paz (1914-1998)
Μεξικό: Ολυμπιάδα του 1968
Η καθαρότητα
(ίσως αξίζει τον κόπο
να το γράψω πάνω στην καθαρότητα
αυτής της σελίδας)
δεν είναι καθαρή:
είναι μια λύσσα
(κίτρινη και μαύρη)
συσσώρευση χολής στα ισπανικά
που απλώνεται στη σελίδα.
Γιατί;
Η ντροπή είναι μίσος
που στρέφεται εναντίον σου:
ναι
ένα έθνος ολόκληρο ντρέπεται
είναι λιοντάρι που λουφάζει
για να πηδήξει
(Οι δημοτικοί υπάλληλοι
πλένουν το αίμα
στην Πλατεία των θυσιών).
Κοίτα τώρα,
λεκιασμένη
προτού να ειπωθεί κάτι
που ν' αξίζει τον κόπο
την καθαρότητα.
 Μετάφραση από τα Ισπανικά Γιώργος Ρούβαλης

 Για τη Σφαγή του Τλατελόλκο μπορείτε να διαβάσετε:http://tvxs.gr/news/san-simera/i-sfagi-toy-tlatelolko-i-foititiki-eksegersi-poy-baftike-sto-aima

Idea Vilariño-Είμαι μόνος




Σαν και το σκύλο μόνος
σαν τον τυφλό και τον τρελό
με ανεμούριο ίδιος, που στον ιστό γυρίζει
μόνος μόνος μόνος
σαν το νεκρό σκυλί ή
σαν άγιο μοναχό ή
σαν και το μενεξέ ή
σαν το γραφείο τη νύχτα
άδειο και κλειστό
απομονωμένο
κανείς δεν θα πάει
πια κανείς δεν θα ’ρθεί
του θανάτου του τον τρόπο κανείς δεν θα σκεφτεί
κανείς δεν θα φωνάξει
κανείς δεν θ’ ακούσει τις φωνές για βοήθεια
κανείς κανείς κανείς
δεν νοιάζεται κανείς.
Σαν το γραφείο τη νύχτα, τον άγιο ή το κοντάρι
απ’ όλα ξεκομμένος
μόνος σαν τον νεκρό μες στη διπλή του κάσα
να χτυπάει το καπάκι και να κραυγάζει
και στο σπίτι
οι συγγενείς να πίνουν αγχολυτικά και τίλιο
και επιτέλους να ξαπλώνουν
ενώ ο θάνατος κλείνει το στόμα του άλλου
που σιωπά και πεθαίνει σε πηχτό σκοτάδι
μόνος σαν νεκρός ή σαν σκύλος
με ανεμούριο ίδιος, που στον ιστό γυρίζει
μόνο μόνο μόνο.
(12 Ιανουαρίου 1951)

Idea Vilariño
[Μοντεβιδέο-Ουρουγουάη, 18.08.1920 - Μοντεβιδέο-Ουρουγουάη, 28.04.2009]

Idea Vilariño, «Το Άνθος της Στάχτης» [Νυχτερινά, Ερωτικά και Άλλα Ποιήματα], δίγλωσση έκδοση, πρόλογος Ana Inés Larre Borges, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση-επίμετρο Έλενα Σταγκουράκη, επιμέλεια Δημήτρης Αρμάος, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, Δεκέμβριος 2015, σελίδα 113 & σελίδα 115.






Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κοντινό πλάνο







Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…
Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε

Ζοζέ Σαραμάγκου (16 Νοεμβρίου 1922 - 18 Ιουνίου 2010)

Νεραντζούλα ~ [Το Αλάτι της Γης]


Από την σειρά εκπομπών ''Το Αλάτι της Γης'' ("Σαν πας στην Καλαμάτα" ) Τραγουδούν οι: Βαγγέλης Κώτσου, Άννα Μαύρου, Μαρία Αλεβίζου Εφηνίκη Ζαμπάρα, Μαρία Χατζηκωνσταντόγλου, Γιώργος Μπελεχρής, Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, Ιωάννα Τζάννε και Ευανθία Γκούζου. Παίζουν οι μουσικοί: Νίκος Παπαηλίου: κλαρίνο Παύλος Μπατσικούρας: βιολί Κυριάκος Μαρκόγιαννης: λαγούτο Νίκος Παλαιολόγος: ούτι Χρήστος Λαδάς: σαντούρι Γιώργος Κλάδης: κρουστά

ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΟΥ ΤΕΚΕ, 1932, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΛΙΚΙΑΣ


Σύνθεση του Ιωάννη Χαλικιά ή Τζακ Γκρέγκορυ που παίζει και το μπουζούκι. Κιθάρα παίζει ο Σοφοκλής Μικελίδης. Ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ το 1932 και όταν κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα είχε τέτοια επιτυχία που παρακίνησε τις δισκογραφικές εταιρείες να ηχογραφήσουν τραγούδια με μπουζούκι. Από την άποψη αυτή είναι ιστορικό. Η μελωδία του επηρέασε συνθέτες στην Ελλάδα κι αναγνωρίζεται στο "ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ" και στο "ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ". ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!! IOANNIS ΗALKIAS, JACK GREGORY, TO MINORE TOU TEKE

Ήσουνα ξυπόλιτη (Παξιμαδοκλέφτρα ) 1930 Κώστας Μπέζος (Α. Κωστής)


Ήσουνα ξυπόλιτη (Παξιμαδοκλέφτρα ) 1930 Κώστας Μπέζος (Α. Κωστής)

Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Ήσουνα ξυπόλυτη και γύρναγες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα στην αγορά και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους
(Ήσουνα στη μάνα σου και τάιζες κοκόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους)

Ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες κοσάρια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια
(Ήσουνα στη μάνα σου και μάζευες κοσάρια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια)

Ήσουνα στην αγορά και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε
(Τα ζάρια μου τα κούνησα κι έφερα έξη πέντε
πάν’ δυο μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε)

Πενήντα χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο
να ‘σαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω


Ταξίμ Ζεϊμπέκικο- Μάρκος Βαμβακάρης


ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ, 1936, ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


τα ματοκλαδα σου λαμπουν-μαρκος βαμβακαρης


ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ 1932


Ατακτη- Μαρκος Βαμβακαρης


Όσοι έχουνε πολλά λεφτά - Βαμβακάρης


ΤΑ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΑΤΑ, 1936, ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


Τα ζηλιάρικα σου μάτια - Βαμβακάρης / Παγιουμτζής

Καλλιτέχνης: Παγιουμτζής Στράτος, Βαμβακάρης Μάρκος
Album: 78 στροφές
Έτος: 1938
Στιχουργός: Βαμβακάρης Μάρκος
Συνθέτης: Βαμβακάρης Μάρκος

Τα ζηλιάρικά σου μάτια μ’ έχουνε τρελάνει
δε λογάριασα παλάτια σκλάβο μ’ έχουν κάνει
Μαραζώνω σαν το κεράκι λιώνω
με παιδεύεις γιατί δε μ’ αγαπάς

Σε αγάπησα στ’ αλήθεια και για σένα κλαίγω
έχω φλόγα μες στα στήθια άκου που στο λέω
σ’ αγναντεύω, σε λατρεύω
μην κακιώνεις γιατί θα τρελαθώ

Είναι κρίμα να μ’ αφήνεις μόνος μου να λιώνω
μαύρη συντροφιά μου δίνεις μοναχά τον πόνο
η ματιά σου η άσπλαχνη καρδιά σου
μου `χει πάρει το δόλιο μου μυαλό

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά-Μάρκος Βαμβακάρης


ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΥΡΑ ΦΡΥΔΙΑ - ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ (1η Εκτελεση)




Μάρκος Βαμβακάρης-Όσοι γινούν πρωθυπουργοί


Πέθανε ο Κονδύλης μας
πάει κι ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής
που θα `φερνε το τέλος

Όσοι γινούν πρωθυπουργοί
όλοι τους θα πεθάνουν
τους κυνηγάει ο λαός
απ’ τα καλά που κάνουν

Βάζω υποψηφιότητα
πρωθυπουργός να γίνω
να κάθομαι τεμπέλικα
να τρώω και να πίνω

Και ν’ ανεβαίνω στη Βουλή
εγώ να τους διατάζω
να τους πατώ τον αργιλέ
και να τους μαστουριάζω
..................................................................................................................................................................

Ο Μάρκος στα πάλκα τραγουδούσε επιπλέον και τα δίστιχα
"Επέθαν΄ο Κονδύλης μας πάει κι Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα'φερνε το τέλος

Και για προσέξετε καλά Γιαννάκη και Σοφούλη
μη ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας και τους μασήσει ούλοι"

ΗΘΕΛΑ ΝΑ'ΜΟΥΝ ΗΡΑΚΛΗΣ, 1936, ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


Καζαντζίδης -Το σαββατόβραδο

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν' απ' τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο,
.

ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ - M.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

Στίχοι: Μίνωας Μάτσας Μουσική: Σπύρος Περιστέρης Πρώτη εκτέλεση: Απόστολος Χατζηχρήστος, Σμυρνιωτάκι & Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος & Γιάννης Σταμούλης, Μπιρ-αλλάχ ( Τερτσέτο ) Άλλες ερμηνείες: Σωτηρία Μπέλλου || Χαρούλα Αλεξίου || Ελευθερία Αρβανιτάκη Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής, για σένανε είναι γραμμένο από το κλάμα κάποιας ψυχής. Το παραθύρι σου άνοιξε ρίξε μου μια γλυκιά ματιά Κι ας σβήσω πια τότε, μικρό μου μπροστά στο σπίτι σου σε μια γωνιά

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Χάσαμε την ψυχή μας στους συνωστισμούς, κύριε Γιώργο Μακρή



Μπαίνοντας με δέος στο οστεοφυλάκιο ενός ακατάτακτου ποιητή και φιλόσοφου

Ειρήνη Καραγιαννίδου
19 Φεβρουαρίου 2019
Ο Γιώργος Μακρής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923. Όπως συγκεκριμένα αναφέρει ο συγγραφέας και φίλος του, Λεωνίδας Χρηστάκης [1], ο Γιώργος Μακρής «…γεννήθηκε από καταπιεστικούς γονείς, μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός με εξουσιαστικές ροπές, δίκαζε ακόμη και στο σπίτι του».

.
[…] Η μαμά μας δε μας κατάλαβε ποτέ
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει».
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη όταν ήταν έξι ετών, ο Γιώργος Μακρής σε όλη του τη ζωή βάδιζε με δυσκολία. Παρότι γράφτηκε στην Νομική σχολή Αθηνών, δεν φοίτησε ποτέ. Αντιθέτως, μαθαίνει Γαλλικά και Αγγλικά και διαβάζει μετά μανίας όλους τους ξένους συγγραφείς της εποχής εκείνης στην γλώσσα τους.
.
Τον Νοέμβρη του 1944, έγραψε και κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του, την περιβόητη προκήρυξη του Σ.Α.Σ.Α [2], ένα κείμενο με τίτλο «Διακήρυξη Υπ. Αριθμόν 1», που καλούσε σε ανατίναξη των αρχαίων μνημείων, κατά κάποιον τρόπο σηματοδοτούσε την επιθυμία για την «απελευθέρωση» ιερών αρχέτυπων που τίθενται στην υπηρεσία διαφόρων πολιτικών στόχων. Η προκήρυξη αυτή υπήρξε ένα ανατρεπτικό καλλιτεχνικό μανιφέστο και ήταν ένα κείμενο που είχε την μορφή των κειμένων των Ντανταϊστών. Βάση του κειμένου αυτού, ως πρώτη καταστροφή δηλαδή, ορίστηκε η ανατίναξη του Παρθενώνα, «μας έχει κυριολεκτικά πνίξει…», – μιας και η Ακρόπολη από τότε, αποτέλεσε μέσα στα λοιπά και το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης – είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών, είτε σαν έμβλημα των αντίπαλων παρατάξεων της εποχής, είτε εκ μέρους των επισκεπτών που θαύμαζαν την ακρόπολη με βλέμμα απλώς τουριστικό -.

Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε «χαμό». Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας. Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών. Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν. Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών. Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει. Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.
Γιώργος Βασιλείου Μακρής, Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων). Νοέμβριος 1944
Από το 1948 και μετά, ο Μακρής ζούσε σχεδόν μόνος του. Δεν ενδιαφερόταν για τίποτα και περιέφερε το σαρκίο του από καφενείο σε καφενείο και από στέκι σε στέκι, ξοδεύοντας τα χρήματα της μητέρας του και μετά μένοντας απένταρος για καιρό. «Ο Γιώργος Μακρής ήταν εκείνος που δήλωσε: «Η πρώτη γενιά συγκεντρώνει την περιουσία, η δεύτερη την συντηρεί και η τρίτη γενιά την τρώει. Εγώ ανήκω στην τρίτη!», αναφέρει ο Χρηστάκης [3]. Επιπλέον καταθέτει πως «Ήταν λιγομίλητος και με πολύ χιούμορ», γεγονός που καταφαίνεται σε πολλούς από τους στίχους του: […]τι μαλακίες χρειάζεται να πεις/για ν´ ατενίσεις απ´τα βάθη ενός κρεβατιού/ένα σουτιέν σε μια καρέκλα/ένα ζευγάρι κάλτσες στο χαλί.

.
[…] Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ´ ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλιβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πιά για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
.
«Πάντα με ένα βιβλίο ή ξένο περιοδικό στο χέρι, αραγμένος στις καρέκλες των ζαχαροπλαστείων ή των καφενείων της πλατείας Κολωνακίου διάβαζε. Υπήρξαν περιπτώσεις που την έστηνε σε μια καρέκλα καφενείου και δεν σηκωνόταν ούτε μετά από εικοσιτέσσερις ώρες». Την μανία του Μακρή με το διάβασμα, «πιστοποιεί» και ο Κώστας Ταχτσής: «…Τι έκανε στα καφενεία μόνος του, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι μόνος; Μα – διάβαζε».
.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι.
.
«Το ίδιο γινόταν στο δωμάτιο που έμενε. Έγραφε κείμενα δικά του, μετέφραζε και αλληλογραφούσε με φίλους και γνωστούς. Τα γραπτά του ακουμπούσαν τις υπαρξιακές φιλοσοφίες της μεταπολεμικής εποχής. Τα ποιήματα του αντανακλούσαν τις περισσότερες φορές τις ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις. Οι μεταφράσεις του όμως πλησίαζαν περισσότερο τις φιλοσοφικές του διαθέσεις. Οι ολοκληρωμένες ήσαν τρεις: Του Άλντους Χάξλεϋ, του Οκτάβιο Παζ και του Ζαν Μιρό» [4].
.
Καθότι η μετεμφυλιακή Αθήνα υπήρξε ανεπαρκής για να καλύψει όλες τις ιδεολογικές ανησυχίες του ακοίμητου Μακρή, μετοίκησε κάποια στιγμή στο Παρίσι, επειδή θεωρούσε πως εκεί η ζωή ίσως να πλησιάζει περισσότερο το όραμά του. Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!/ Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή./ Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει/ Να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι. Μα και στην Γαλλική πρωτεύουσα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ο ποιητής τα οραματίστηκε. Υπάρχει ένα απόσπασμα και πάλι σε βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη [5], που αναφέρεται στην εμπειρία που είχε ο Μακρής στο Παρίσι: «Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, προσγειώνεται ανώμαλα, όταν μόνο για την εκστόμιση δημοσίως δύο φράσεων, τρώει εκεί δύο φορές άγριο ξύλο. Τη μία από τους μπάτσους (φλικ) όταν βλέποντας να δέρνουν ένα κοριτσάκι τους κράζει: «Ες Ες»!. Και την άλλη, τον πατάνε κάτω “τακτοποιημένοι πολίτες και νοικοκυραίοι” γιατί βλέποντας μια πορεία διαμαρτυρίας, βροντοφωνάζει: «Ζήτω η Αλγερία”.
>

Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!

Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο […]
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.
.
Ο Γιώργος Μακρής άφησε ελάχιστη γραπτή λογοτεχνική παρουσία με τη μορφή δημοσιεύσεων σε περιοδικά κατά τη διάρκεια της ζωής του και δεν επεδίωξε ποτέ του να εκδώσει κανένα έργο του. Δεν εννοούσε να διακινδυνεύσει, ούτε και για τον υψηλότερο σκοπό, την ασφάλεια της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης του, που ήταν γι’ αυτόν το υπέρτατο αγαθό [6].
.
Ο ποιητής, έως τον θάνατό του, δημοσίευσε μόνο ένα κείμενο με την υπογραφή του, – την μετάφραση του ποιήματος «Πέτρα του Ήλιου» του Octavio Paz -, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «ΠΑΛΙ», καθώς και το «Προοίμιο» στο ίδιο τεύχος, που όμως είχε αρνηθεί να το υπογράψει. Όταν ο Λεωνίδας Χρηστάκης, -όπως ισχυρίζεται ο ίδιος-, προσπάθησε να τον προτρέψει να συμμετέχει λίγο περισσότερο στα λογοτεχνικά δρώμενα, απάντησε ο ποιητής: «Λεόν, υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε».
.
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι…
.
Αν ασχοληθείς με την τέχνη, έγραφε το 1941 σε ένα γράμμα του, πρέπει να ‘χεις τη δύναμη ν’ απαλλαχτείς από την άμεση επιρροή της, έτσι ώστε, αργότερα κι αν σε κυριέψει, να μπορείς να έχεις τη σκέψη σου ελεύθερη.
.
Ο Μακρής, αν και γνώριζε την αξία που έχει η λεπτομέρεια όχι μόνο στην ζωή αλλά και στον γραπτό λόγο και εκτιμούσε την σπουδαιότητα του ρυθμού, κυρίως ως έξοχος χρήστης του ελεύθερου στίχου, συχνά πυκνά παραμελούσε τα στοιχεία αυτά, με αποτέλεσμα να ασκεί αυτοκριτική στις εκφραστικές αδυναμίες των στίχων του, σημειώνοντας κάτω από κάποια γραπτά του, «style προς αποφυγήν».
.

Τελικώς, τα γραπτά του Γιώργου Μακρή, κυκλοφόρησαν το 1986 σε επιμέλεια του ποιητή Ε. Χ. Γονατά. Το περισσότερα απ’ αυτά βρέθηκαν και διασώθηκαν από τον ξάδερφο και φίλο του, Άγγελο Καράκαλο, και παραδόθηκαν στον Γονατά μέσα σ’ ένα τσουβάλι. Όπως γράφει ο επίσης φίλος του Μακρή, ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, «[…]Η παρουσίαση των γραπτών του είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να βοηθήσει εκείνους που δεν τον γνώρισαν, κάτι να νιώσουν και να πληροφορηθούν, από πρώτο χέρι, για τον μεγάλης αξίας πνευματικό αυτόν άνθρωπο[…]».

.

Διατρέχοντας κανείς τις σελίδες του βιβλίου που επιμελήθηκε ο Γονατάς, – με τα ποιήματα, τα ημερολογιακά του σημειώματα, τα αφηγήματα, τις φωτογραφίες, την αλληλογραφία, τις μεταφράσεις του Γιώργου Μακρή και τα κείμενα που γράφουν γι’ αυτόν οι φίλοι του, δεν μένει αμφιβολία πως πρόκειται για έναν διανοούμενο που έζησε όχι μόνο μέσα στα δικά του έργα, αλλά και στην ψυχή και στα δημιουργήματα των ανθρώπων που τον αντάμωσαν. Γιατί ο Μακρής, αν και «αστικός ερημίτης», είχε μονίμως τα μάτια του στραμμένα στον άλλον, στον Άνθρωπο. Κατά τα άλλα είμαστε οι ίδιοι/ Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο/ Με κόκκινα κουμπιά/ Με τσέπες φαρδιές/ Με μαλλιά σκονισμένα/ Τρέχοντας να χαϊδέψουμε Σκυλιά.

.
«…Ο Γιώργος Μακρής δεν έγραφε: μιλούσε. Πιστός στην πιο ελκυστική από όλες τις γοητείες του σωκρατισμού, ο Μακρής περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του – ιδίως αυτές -, σε ένα από τα τραπεζάκια της πλατείας Κολωνακίου, θρονιασμένος σαν άστεφος βασιλιάς ανάμεσα στον όμιλο των μαθητών του, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση που μπορούσε να κάνει άνθρωπος της μεγαλύτερης θεϊκής δωρεάς του: του έναρθρου λόγου! Και τι δεν είχε να πει!», αναφέρει ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, και συμπληρώνει στο μελέτημα που έγραψε μετά τον θάνατο του Μακρή, πως ήταν «ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος» που είχαν, ενώ ο Αλέξης Ακριθάκης σημειώνει: «Ειδικά για τον Μακρή, ήθελα να πω, ότι έπαιξε τον πιο δυνατό, το πιο καταλυτικό ρόλο επάνω μου…Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλος μου. Γιατί σαν φιλόσοφος που ήταν, μου έμαθε ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση αλλά παρατήρηση της ζωής μέσα από έναν ελεύθερο τρόπο ζωής. Κι όταν λέμε «ελεύθερο», εννοούμε όλα τα πράγματα της ζωής, όλες τις έννοιες, όλες τις πτυχές. Ήτανε αυτός, που πέρα από τους καλούς ή κακούς επηρεασμούς που μπορεί να είχε σ’ έναν έφηβο της γενιάς του 60, μου έμαθε το πιο βασικό στην ζωή: Ζωγραφική. Να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω- κι έτσι ζωγράφισα, έζησα, ζωγραφίζω» [7].
.
[…] Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάει
μια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι,
έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:
» Εγώ ειμί «, και γελάει για να φοβηθώ.
Τη νύχτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.
.
Ο Ε.Χ. Γονατάς, γράφει στην εισαγωγή του τόμου: «Σε μια σημείωσή μου για τον Γιώργο Μακρή, δημοσιευμένη τον Φεβρουάριο του 1980, βεβαίωνα πως τα γραπτά του έχουν ανεπανόρθωτα χαθεί[…]. Όταν ήρθε στο σπίτι μου ο Α. Καράκαλος και μου παρέδωσε θριαμβευτικά το μαγικό εκείνο τσουβάλι με τα χαρτιά του Μακρή, όσα είχε καταφέρει με μύριους κόπους να περισώσει, και μου ζήτησε ν’ αναλάβω τη φροντίδα της επεξεργασίας, της αποκατάστασης και ταξινόμησής τους για μια μελλοντική δημοσίευση, δέχθηκα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη την πρότασή του, θεωρώντας ότι θα εκπλήρωνα ένα χρέος στη μνήμη του φίλου μου· από την πρώτη όμως κιόλας στιγμή ένιωσα δισταγμό και αβεβαιότητα για το κατά πόσον όλα αυτά τα χαρτιά που ο Μακρής δεν τα προόριζε παρά μόνον για τον εαυτό του, ήταν επιτρεπτό να έρθουν, δίχως τη συγκατάθεσή του, στο φως της δημοσιότητας[…]. Η σκέψη όμως, πως ο Μακρής τίποτε δεν κατέστρεψε, -ούτε το παραμικρό χαρτάκι από τα γραπτά του-, και ότι όλα του σχεδόν τα κείμενα, -τουλάχιστον της πρώτης του νεότητας-, που γνωρίζαμε και θυμόμαστε, βρέθηκαν φυλαγμένα και συγκεντρωμένα…, αν και δεν προτρέπει βέβαια τους φίλους του ν’ αναλάβουν για λογαριασμό του μια προσπάθεια που ο ίδιος, με πικρή αυτογνωσία, δηλώνει πως δεν μπορεί και δεν θέλει ν’ αποτολμήσει, δεν φαίνεται όμως και να τους την απαγορεύει….».

Ο Άγγελος Καράκαλος, σε συνέντευξη που έδωσε τον Φλεβάρη του 2003 [8], αποκάλυψε ότι το ποίημα «Εμείς οι Λίγοι», είναι της Λένας Τσούχλου. Η μαρτυρία του Καράκαλου, αλλά και άλλες μαρτυρίες, όπως της Ιωάννας Χατζηνικολή και Φώφης Τρέζου, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το ποίημα ανήκει στην Λένα, και ότι είναι τελικά του 1946 και όχι του 1950, όπως χρονολογείται λανθασμένα τελικώς από τον Γονατά στο βιβλίο «Γραπτά Γιώργου Μακρή».
Ο Γονατάς, περιγράφει εξάλλου – όχι μόνο την συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου Μακρή -, αλλά και την δυσκολία του εγχειρήματος της επιμέλειας: «[…]Υπάρχουν κείμενά του που έχουν γραφτεί σε κουτιά από τσιγάρα, σε καταλόγους εκθέσεων ζωγραφικής, σ´ επιστολόχαρτα ξενοδοχείων και καφενείων του Saint Germain de pres, σε φακέλους επισκεπτηρίων, σε ακυρωμένα δελτία τροφίμων της κατοχής,…ένα κείμενό του είναι γραμμένο πίσω από μια κιτρινισμένη παιδική του φωτογραφία. Οι διαχωρισμοί των στίχων του σε πολλά ποιήματά του καθορίζονται από το φάρδος του χαρτιού που γράφει[..]. Οι άθλιες συνθήκες συντήρησης των χειρογράφων του, καθιστούν προβληματική την ανάγνωσή τους, που την μεταβάλλουν συχνά σε αποκρυπτογράφηση».

.
Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!

.

Στις 31 Γενάρη του 1968, ο ποιητής αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Ο πικραμένος αυτός που γεννήθηκε κάμποσα χρόνια/ύστερα από κείνον που βρήκε κι από κείνον που έχασε/ στέρεψε πια αφού βασανίστηκε να βρει μίαν έξοδο./ Τέλος η μόνη έξοδος δεν ήταν παρά η ακινησία του.
.
[…] Είμαστε οι ρίζες των δέντρων που ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι […]
.
Τρεις ή τέσσερις φορές είχε αποπειραθεί ο Μακρής να αυτοκτονήσει. Ο Χρηστάκης και πάλι, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από το 1965 άρχισαν οι τάσεις για αυτοκτονία. Εάν προσθέσουμε και μερικές αδικαιολόγητες συγκρούσεις με το αυτοκίνητο του, οι απόπειρες ήταν επτά αλλά ανεπιτυχείς. Στο τέλος του Γενάρη του 1968 ήρθε σπίτι μου μεσημέρι. Ήταν χλωμός και αδυνατισμένος. Φάγαμε και αμέσως μετά μου είπε: «Είναι ντροπή να μην μπορώ να δώσω ένα αποφασιστικό τέλος στη ζωή μου«, κι έφυγε. Του τηλεφωνούσα συνέχεια. Δεν απαντούσε. Αργά στις 31 του ίδιου μήνα μου τηλεφώνησαν ότι έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού του».

Κοιμήθηκα βαθιά, ολομόναχος, κι ονειρευόμουν τον παράδεισο όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας, έγραφε ο Μακρής. Ξαναβουτάω στη θάλασσα στις έξι το πρωί, ακριβώς την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Ξεπλένομαι απ’ όλα μέσα στο ΟΛΟΝ, και υπόσχομαι να είμαι ευτυχής. Ο θάνατός του αντιστοιχεί προφανώς στη ζωή που έζησε, ακραία και ποιητική. Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως, λέγεται κατά μία φήμη ότι απάντησε στον θυρωρό που τον ρώτησε πού πηγαίνει όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια για την ταράτσα.

.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαυση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
.
Τα λόγια του Νάνου Βαλαωρίτη, ας συμπληρώσουν ετούτη την αναψηλάφηση: «Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε στην ζωή του ένας δανδής. Περιφρονούσε τα πεπατημένα. Προκαλούσε την καταστροφή. Είχε μια μεγαλοπρέπεια που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Έπαιρνε τη ζωή του στα σοβαρά, ενώ άλλοι την υποτιμάνε επίτηδες για να επιζήσουν[…]. Για τον έναν ήταν ο ξενύχτης που τριγύριζε σε απίθανα μέρη, ο νομαδικός περιπλανώμενος, για άλλον ήταν ο τσίφτης, ο διανοούμενος φιλόσοφος, ο περιπατητικός, για έναν τρίτον ήταν ο σύντροφος πολυδιαβασμένος, γι ´ άλλους η γοητεία, το πνεύμα του». Αλλά ίσως τελικά για το τι ακριβώς ήταν ο Μακρής, ν´ απαντά ο ίδιος ο ποιητής για λογαριασμό του, με τους χαρακτηριστικούς του στίχους : Τα πάθη είναι γνώση, μα και η άρνησή τους / άλλα πεδία γνώσεως προσφέρει. / Ζήσε παράλληλα τις δύο καταστάσεις / αν θέλεις να μη ζήσεις ούτε μια. / Κι αν πάλι δεν μπορείς να αποστρέψεις / το πρόσωπό σου ολοκληρωτικά / εμείς θα σε δεχτούμε με ζεστά τα βλέφαρα / αδύνατοι άνθρωποι, /έχοντας νοσταλγήσει τον Χριστό / μα και την ειδωλολατρία ταυτοχρόνως· ή «οι βάτραχοι και τα τριζόνια, η σκάλα που τρίζει, κάτι γαβγίσματα μακρινά, να δώσαν τη μόνη απάντηση που αξίζει…».
.
Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής

άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά

Πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμο
τον βασάνισαν
Πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε-
Δικάστηκε

κι έχει αθωωθεί. [9]
Μίλτος Σαχτούρης
Παραπομπές:
[1]Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
[2]Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων
[3]Λεωνίδας Χρηστάκης, Γιώργος Μακρής: Είμαστε προάγγελοι του χάους, εκδ. Χάος και Κουλτούρα, Σειρά: Οδηγός αναγνώρισης κίτρινων προσώπων, αρ. 1, 1992

.
[4]Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
.
[5]Λεωνίδας Χρηστάκης «Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων», εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
.
[6]Από την εισαγωγή «Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
.
[7]Σημείωση του Αλ. Ακριθάκη με ημερομηνία Κηφισιά 8 Νοεμβρίου 1983

[8]Μανώλης Νταλούκας, Αναδημοσίευση 10/3/2004, Ιστορία της ελληνικής νεολαίας, blog freedomgreece
Βοηθήματα:
-«Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή», επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
-Λεωνίδας Χρηστάκης, “Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων”, εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
-Λεωνίδας Χρηστάκης, Γιώργος Μακρής: Είμαστε προάγγελοι του χάους, εκδ. Χάος και Κουλτούρα, 1992, Σειρά: Οδηγός αναγνώρισης κίτρινων προσώπων, αρ. 1

.
-Λεωνίδας Χρηστάκης, «Η ιστορία της αλητείας», επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
.
-Δημήτρης Γιαννακόπουλος, «ο ειδικός της γενικότητας»

-Θανάσης Μουτσόπουλος (επιμ.), «Το Aθηναϊκό Underground (1964-1983)», Athens Voice Books, Αθήνα 2012
-Περιοδικό «Η Λέξη», τχ. 19, Νοέμβρης 1982