Τι είναι η Αμερική; Τι είναι ο κόσμος; Η Αμερική ΕΙΝΑΙ. Ο κόσμος ΕΙΝΑΙ. Δεν έχει σημασία το ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος. ΕΙΝΑΙ. Για τον Χένρι Μίλερ δεν έχει σημασία ποιος είναι, αλλά ό,τι είναι. Ό,τι «ΕΙΜΑΙ», γράφει. Το «ΕΙΜΑΙ» συνίσταται τόσο από μνήμες πραγματικές, μνήμες του «δρόμου» όσο και από μνήμες ιδεατές, μνήμες «κίβδηλες», πεποιημένες, δηλαδή λογοτεχνικές «Είμαι πατριώτης –του 14ου Διαμερίσματος, στο Μπρούκλιν, εκεί μεγάλωσα. Οι υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχουνε για μένα, παρά μονάχα ως ιδέα, ως ιστορία, ως λογοτεχνία». Η πραγματική ζωή είναι, συνεπώς, στο «δρόμο». Γι’ αυτό «όχι πια μπανιστήρι από τις κλειδαρότρυπες! Όχι πια αυνανισμοί στα σκοτεινά!». Γι’ αυτό ο Άλντους Χάξλεϊ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Χεμινγουέι, ο Ντον Πάσος, ο Ντράιζερ, όλοι μαζί πρέπει να πάνε στο βόθρο, αφού τα κείμενά τους δεν κάνουν «καμιά καμπάνα να χτυπάει εντός μου».
Ο Μίλερ είναι ο επίγονος του Ουίτμαν και ο πρόγονος του Κέρουακ (της αμερικάνικης φλανερί). Είναι η γέφυρα. Είναι η συνεχής ανάπτυξη της ιδέας της αμερικανική ατομικότητας, που ξεκινάει από την άρνηση της διαμεσολάβησης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, από την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με το μεταφυσικό, από την ατομική-υποκειμενική βίωση της θεότητας, που καταλήγει στη λατρεία του Εγώ (θεός) και του Χρήματος (Νόρμαν Μέηλερ). Ο Μίλερ παραθέτει τον Γουίτμαν: «Εγώ, ο Ουόλτ… Βαίνω προς το όραμά μου…Λατρεύω τον εαυτό μου… Εγώ ο Ουόλτ Ουίτμαν, ένα σύμπαν, του Μανχάταν ο υιός, θυελλώδης, ανυπόταχτος, σαρκώδης, αισθησιακός, να τρώω, να πίνω, να γεννοβολάω… Βγάλτε τις κλειδαριές από τις πόρτες!... υπάρχω, όπως υπάρχω, κι είν’ αρκετό αυτό…». Ο Μίλερ λατρεύει το μεγάλο Εγώ, αλλά στέλνει στον απόπατο το μικροεγώ των «πετυχημένων»: «Τους άλλους, τους πετυχημένους, τους είχα δει με τα βρακιά κατεβασμένα, είχα δει τις στρεβλωμένες ραχοκοκαλιές τους… Ναι, όλους αυτούς τους αργόστροφους με τις μεταξωτές τους φόδρες… Και τι πύον και τι λέρα όταν άνοιγαν τα βρωμερά τους στόματα!... Μια ζωή «εγώ» και «εγώ» και «εγώ»…». Αρνείται επίσης την «ευτυχία», τη σχετική ευτυχία ενός Ροβινσώνα Κρούσου, που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το αμερικανικό Σύνταγμα ως βασική επιδίωξη του ανθρώπου. Αντίθετα, καταφάσκει στο δρόμο και την περιπέτεια, όχι για να την κοπανήσουμε από τον εαυτό μας, αλλά για να τον βρούμε. Προς τούτο ο Μίλερ λέει Όχι στα έρημα νησιά και τις «πολιτισμένες ερήμους». Λέει όχι στις κλασικές φυγές του Μέλβιλ, του Ρεμπώ, του Γκογκέν, του Τζακ Λόντον, του Χένρι Τζέιμς, «κανένας τους δεν βρήκε την ευτυχία», αυτή την Πανούκλα της «σύγχρονης προόδου». Γι’ αυτό «όχι πια έρημα νησιά. Όχι Παράδεισος. Μήτε καν σχετική ευτυχία πια». Αυτή είναι η «Μαύρη Άνοιξη» του 1936. Τότε που οι άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν ήδη γίνει «μισοί άνθρωποι, μισοί σελιλόιντ… μισότρελοι, με τα δόντια γυαλισμένα, με τα μάτια παγωμένα. Οι γυναίκες να φοράνε ενδύματα ωραία, καθεμιά τους εφοδιασμένη με ένα παγερό ετοιματζίδικο χαμόγελο. Οι άντρες να χαμογελάνε κι αυτοί… Οι ζωντανοί ποδοπατούσαν τους νεκρούς, χαμογελώντας όλη την ώρα για να διαφημίσουν τα κατάλευκα καθαρά ωραία δόντια τους. Είναι αυτό το σκληρό χαμόγελο που μένει κολλημένο στη μνήμη μου… Η Αμερική να χαμογελάει στην ένδεια». Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη μοιάζει στα μάτια του Μίλερ σαν μια πουτάνα που έχει χαραγμένο στο πρόσωπό της όλη την «πάλη του πολιτισμού. Οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί, οι πόλεμοι…». Εδώ «δεν χαμογελάνε», τα πρόσωπα «είναι συντεθειμένα… με όρους φυλής, χαρακτήρα, ιστορίας», με τους όρους της ακόπαστης σύγκρουσης «ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα».
Από το Θεό όλων, στον προσωπικό θεό, από το Εμείς στο Εγώ. Αυτή ήταν η επανάσταση των προτεσταντών αγγλοσαξόνων που επισυνέβη στις ΗΠΑ. Μόνο που η ατομικότητα (όπως και η ατομική ιδιοκτησία με την απόκτηση ενός σπιτιού ή ενός αυτοκινήτου) είναι μια απάτη, μια ιδεοληψία. Γιατί η ατομικότητα συνυπάρχει με τη μαζικότητα, όπως τα αυτοκίνητα (μοντέλα Τ) της Φορντ συνυπάρχουν με τα αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς (Guy Sorman: Made in USA). Τα πανομοιότυπα αυτοκίνητα της Φορντ ήταν η μαζική πλευρά. Αλλά η διαφοροποιημένη άποψη (αυτή που ενθαρρύνονταν από τον αγοραίο μύθο της ατομικότητας), εκείνη που συμβόλιζε την ατομική άνοδο από τη μία κοινωνική τάξη στην άλλη, ήταν τα… ταξικά αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς. Τα τελευταία έδιναν στους κατόχους τους την αίσθηση της κοινωνικής ανόδου. Ατομικότητα και ομογενοποίηση, Φορντ και Τζένεραλ Μότορς συνυπάρχουν αρμονικά. Ο Χένρι Μίλερ δοξάζει τη μεγάλη ατομικότητα, μυκτηρίζοντας τα ομοιογενοποιημένα «λευκά χαμόγελα» και τις «σχετικές ευτυχίες», δοξάζει την «αμαρτία» με τον τρόπο του «Υπέροχου Γκάτσμπι» (1920) του Σκοτ Φιντζέραλντ, αλλά προπάντων με τον τρόπο των μεταγενέστερων μπήτνικς, αυτών των «Αγίων βαρβάρων» (Λώρενς Λίπτον) που ξέσκισαν τη δεκαετία του 1960 τις ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, «εκδημοκρατίζοντας την ανηθικότητα»! Μόνο που ακόμη και αυτές οι λογοτεχνικές «μεγάλες ατομικότητες» είναι «κίβδηλες», δεν είναι πραγματικές. «Ο Σαίξπηρ είχε δίκιο- το σόου είναι το άπαν», σημειώνει ο Μίλερ. «Το πιο μεγάλο σόου στον κόσμο» λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ επισημαίνει ο Σορμάν. Οι Αμερικανοί «είναι ένας λαός θεατών σε μία Αμερική που είναι ένα πελώριο θέατρο». Εδώ το διακύβευμα των συγκρούσεων δεν είναι πλέον οι συγκρούσεις αλλά η εικόνα τους. Εδώ το πραγματικό έχει σβήσει από τη θεατρικοποίησή του. Ο αμερικάνικος πολιτισμός είναι η διαρκής θεατρικοποίηση (υπερέκθεση σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ) της ύπαρξης. Η ατομικότητα εκτός από το σπίτι ή το αυτοκίνητο προσδιορίζεται από το ένδυμα (μόδα), τα ψιμύθια (κοσμετική), και μια συμπεριφορά που κάνει διακριτό το άτομο από το πλήθος. Γι’ αυτό οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είναι μια μεγάλη πασαρέλα, όπου ο καθένας σκηνοθετεί και στήνει ενδυματολογικά τον εαυτό του, συστήνοντας το θέαμά του. Έτσι, το άτομο, η ατομικότητα δεν είναι παρά το θέαμά της, η προσομοίωση της σχετικής ευτυχίας, ή όπως θα έλεγε ο Μίλερ, η ένδειά της. Τα Malls (εμπορικά κέντρα. Το πρώτο δημιουργήθηκε το 1954 στη Μιννεάπολη) είναι το έμβλημα της κοινωνίας της κατανάλωσης και είναι ένα σε μικρογραφία υποκατάστατο της πόλης χωρίς να είναι πόλη. Η Ντίσνεϋλαντ (1955) συμπυκνώνει και θεαματικοποιεί τη φύση και την ιστορία, τη λογοτεχνία και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Και το θέμα δεν είναι ότι εν προκειμένω το αληθινό με το επινοημένο συγχέονται, αλλά ότι η ζωή βιώνεται είτε «μέσα από τις κλειδαρότρυπες» είτε ως ομοίωμα, ως προσομοίωση, ως ριάλιτι σόου. Η θεατρικοποίηση της καθημερινότητας συνδέεται με τη θρησκευτική εμπειρία, η οποία στην αμερικανική της εκδοχή έχει εκκενωθεί από την τραγικότητα της ύπαρξης, καθώς ο παράδεισος και η σχετική ευτυχία (σ.σ. κομμάτια της πουλιούνται στις υπεραγορές) είναι εδώ στη Γη, είναι στις θρησκευτικές τελετουργίες, είναι στα malls, είναι στη Ντίσνεϊλαντ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκκλησίες έχουν εγκατασταθεί μέσα στα Malls (Ντακότα, Μιννεάπολις), ή έχουν γίνει οι ίδιες εμπορικά κέντρα. Σε κάθε περίπτωση η προσφερόμενη ευτυχία δεν είναι συλλογική, αλλά ατομική. Ακόμη και μέσα στις συλλογικές τελετουργίες ο καθένας είναι μόνος του («Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες» Λ. Πιραντέλο). Ακόμη και οι διογκούμενες ανισότητες και η φτώχεια αιτιολογούνται ως αποτέλεσμα της κατάπτωσης των ατομικών αξιών (Myron Magnet: Το όνειρο και ο εφιάλτης, 1994). Αλλά όταν μιλούν για ατομικές αξίες οι συντηρητικοί Αμερικανοί δεν εννοούν κάποιες ποιοτικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αλλά την ποσότητα, δηλαδή τη δημοτικότητα, τις περισσότερες πωλήσεις. Τα κριτήρια της Αναγνώρισης ενός ατόμου είναι αυτές οι «αξίες» που ασφαλώς μεταφράζονται σε οικονομική επιτυχία, σε χρήμα. Αλλά αν το 1936 ο Μίλερ έγραφε για το μαζικό «σκληρό χαμόγελο» των Αμερικανών, το 1970 ο Μποντριγιάρ και το 2004 ο Σορμάν γράφουν για το τζόκινγκ και το μπόντι-μπίλντινγκ. Το τζόκινγκ και οι αίθουσες γυμναστικής έχουν γίνει από το 1970 μια εθνική ανάγκη. Το να μην τρέχεις είναι κατά κάποιο τρόπο αντιδημοκρατικό! Από αυτή την εθνική ανάγκη της φροντίδας του σώματος γεννήθηκε η βιομηχανία της υγιεινής του σώματος, των αθλητικών ρούχων, των εργαλείων εθελοντικού βασανισμού(γυμναστικής) κ.ά. Το σώμα τοποθετεί στον κόσμο το «δημοκρατικό» άτομο, η γυμναστική το αναδημιουργεί. Αυτή η δημοκρατία όμως μοιάζει να απελευθερώνει το άτομο για το εξαναγκάσει καλύτερα στον κομφορμισμό (αυτό είναι ένα είδος ήπιου δεσποτισμού σύμφωνα με τον Τοκβίλ). Η επιβολή του ανταγωνισμού θα συμπληρώσει τον «δημοκρατικό» κομφορμισμό, όπως το προζάκ, οι αμφεταμίνες, το βιάγκρα θα αποτελέσουν τα συμπληρώματα της επιδίωξης της ατομικής ευτυχίας. Το πρόσωπο ανοιγμένο από το μπότοξ, η ψυχή κοινωνικοποιημένη με το προζάκ, η σεξουαλική επίδοση εξασφαλισμένη με το βιάγκρα, αυτός είναι ο Homo americanus. Η χημική ευτυχία, αυτή είναι η αμερικανική δήθεν ευτυχία για τους «αθάνατους» (αιώνια νεότητα) καταναλωτές. Αλλά επειδή αναφερθήκαμε στον Γουίτμαν και στο τεράστιο «Εγώ» του μέσω του Μίλερ, ιδού τι λέει και ο ιδρυτής της θρησκείας της Αγάπης Michael Beckwith όπως τον παραθέτει ο Σορμάν: «Δοξάζω με χαρά την θεότητά μου. Ο ναός του σώματός μου είναι ένα εργαλείο της ευτυχίας. Αμήν»! Ζήτω, λοιπόν, το Εγώ, κάτω η τραγικότητα του εσταυρωμένου ανθρώπου, ζήτω η ευτυχία κι ας είναι ψευδής!
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 26.12.19 ]
Πηγή:http://artinews.gr/%CF%87%CE%AD%CE%BD%CF%81%CE%B9-%CE%BC%CE%AF%CE%BB%CE%B5%CF%81-%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%82.html
Ο Μίλερ είναι ο επίγονος του Ουίτμαν και ο πρόγονος του Κέρουακ (της αμερικάνικης φλανερί). Είναι η γέφυρα. Είναι η συνεχής ανάπτυξη της ιδέας της αμερικανική ατομικότητας, που ξεκινάει από την άρνηση της διαμεσολάβησης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, από την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με το μεταφυσικό, από την ατομική-υποκειμενική βίωση της θεότητας, που καταλήγει στη λατρεία του Εγώ (θεός) και του Χρήματος (Νόρμαν Μέηλερ). Ο Μίλερ παραθέτει τον Γουίτμαν: «Εγώ, ο Ουόλτ… Βαίνω προς το όραμά μου…Λατρεύω τον εαυτό μου… Εγώ ο Ουόλτ Ουίτμαν, ένα σύμπαν, του Μανχάταν ο υιός, θυελλώδης, ανυπόταχτος, σαρκώδης, αισθησιακός, να τρώω, να πίνω, να γεννοβολάω… Βγάλτε τις κλειδαριές από τις πόρτες!... υπάρχω, όπως υπάρχω, κι είν’ αρκετό αυτό…». Ο Μίλερ λατρεύει το μεγάλο Εγώ, αλλά στέλνει στον απόπατο το μικροεγώ των «πετυχημένων»: «Τους άλλους, τους πετυχημένους, τους είχα δει με τα βρακιά κατεβασμένα, είχα δει τις στρεβλωμένες ραχοκοκαλιές τους… Ναι, όλους αυτούς τους αργόστροφους με τις μεταξωτές τους φόδρες… Και τι πύον και τι λέρα όταν άνοιγαν τα βρωμερά τους στόματα!... Μια ζωή «εγώ» και «εγώ» και «εγώ»…». Αρνείται επίσης την «ευτυχία», τη σχετική ευτυχία ενός Ροβινσώνα Κρούσου, που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το αμερικανικό Σύνταγμα ως βασική επιδίωξη του ανθρώπου. Αντίθετα, καταφάσκει στο δρόμο και την περιπέτεια, όχι για να την κοπανήσουμε από τον εαυτό μας, αλλά για να τον βρούμε. Προς τούτο ο Μίλερ λέει Όχι στα έρημα νησιά και τις «πολιτισμένες ερήμους». Λέει όχι στις κλασικές φυγές του Μέλβιλ, του Ρεμπώ, του Γκογκέν, του Τζακ Λόντον, του Χένρι Τζέιμς, «κανένας τους δεν βρήκε την ευτυχία», αυτή την Πανούκλα της «σύγχρονης προόδου». Γι’ αυτό «όχι πια έρημα νησιά. Όχι Παράδεισος. Μήτε καν σχετική ευτυχία πια». Αυτή είναι η «Μαύρη Άνοιξη» του 1936. Τότε που οι άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν ήδη γίνει «μισοί άνθρωποι, μισοί σελιλόιντ… μισότρελοι, με τα δόντια γυαλισμένα, με τα μάτια παγωμένα. Οι γυναίκες να φοράνε ενδύματα ωραία, καθεμιά τους εφοδιασμένη με ένα παγερό ετοιματζίδικο χαμόγελο. Οι άντρες να χαμογελάνε κι αυτοί… Οι ζωντανοί ποδοπατούσαν τους νεκρούς, χαμογελώντας όλη την ώρα για να διαφημίσουν τα κατάλευκα καθαρά ωραία δόντια τους. Είναι αυτό το σκληρό χαμόγελο που μένει κολλημένο στη μνήμη μου… Η Αμερική να χαμογελάει στην ένδεια». Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη μοιάζει στα μάτια του Μίλερ σαν μια πουτάνα που έχει χαραγμένο στο πρόσωπό της όλη την «πάλη του πολιτισμού. Οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί, οι πόλεμοι…». Εδώ «δεν χαμογελάνε», τα πρόσωπα «είναι συντεθειμένα… με όρους φυλής, χαρακτήρα, ιστορίας», με τους όρους της ακόπαστης σύγκρουσης «ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα».
Από το Θεό όλων, στον προσωπικό θεό, από το Εμείς στο Εγώ. Αυτή ήταν η επανάσταση των προτεσταντών αγγλοσαξόνων που επισυνέβη στις ΗΠΑ. Μόνο που η ατομικότητα (όπως και η ατομική ιδιοκτησία με την απόκτηση ενός σπιτιού ή ενός αυτοκινήτου) είναι μια απάτη, μια ιδεοληψία. Γιατί η ατομικότητα συνυπάρχει με τη μαζικότητα, όπως τα αυτοκίνητα (μοντέλα Τ) της Φορντ συνυπάρχουν με τα αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς (Guy Sorman: Made in USA). Τα πανομοιότυπα αυτοκίνητα της Φορντ ήταν η μαζική πλευρά. Αλλά η διαφοροποιημένη άποψη (αυτή που ενθαρρύνονταν από τον αγοραίο μύθο της ατομικότητας), εκείνη που συμβόλιζε την ατομική άνοδο από τη μία κοινωνική τάξη στην άλλη, ήταν τα… ταξικά αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς. Τα τελευταία έδιναν στους κατόχους τους την αίσθηση της κοινωνικής ανόδου. Ατομικότητα και ομογενοποίηση, Φορντ και Τζένεραλ Μότορς συνυπάρχουν αρμονικά. Ο Χένρι Μίλερ δοξάζει τη μεγάλη ατομικότητα, μυκτηρίζοντας τα ομοιογενοποιημένα «λευκά χαμόγελα» και τις «σχετικές ευτυχίες», δοξάζει την «αμαρτία» με τον τρόπο του «Υπέροχου Γκάτσμπι» (1920) του Σκοτ Φιντζέραλντ, αλλά προπάντων με τον τρόπο των μεταγενέστερων μπήτνικς, αυτών των «Αγίων βαρβάρων» (Λώρενς Λίπτον) που ξέσκισαν τη δεκαετία του 1960 τις ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, «εκδημοκρατίζοντας την ανηθικότητα»! Μόνο που ακόμη και αυτές οι λογοτεχνικές «μεγάλες ατομικότητες» είναι «κίβδηλες», δεν είναι πραγματικές. «Ο Σαίξπηρ είχε δίκιο- το σόου είναι το άπαν», σημειώνει ο Μίλερ. «Το πιο μεγάλο σόου στον κόσμο» λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ επισημαίνει ο Σορμάν. Οι Αμερικανοί «είναι ένας λαός θεατών σε μία Αμερική που είναι ένα πελώριο θέατρο». Εδώ το διακύβευμα των συγκρούσεων δεν είναι πλέον οι συγκρούσεις αλλά η εικόνα τους. Εδώ το πραγματικό έχει σβήσει από τη θεατρικοποίησή του. Ο αμερικάνικος πολιτισμός είναι η διαρκής θεατρικοποίηση (υπερέκθεση σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ) της ύπαρξης. Η ατομικότητα εκτός από το σπίτι ή το αυτοκίνητο προσδιορίζεται από το ένδυμα (μόδα), τα ψιμύθια (κοσμετική), και μια συμπεριφορά που κάνει διακριτό το άτομο από το πλήθος. Γι’ αυτό οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είναι μια μεγάλη πασαρέλα, όπου ο καθένας σκηνοθετεί και στήνει ενδυματολογικά τον εαυτό του, συστήνοντας το θέαμά του. Έτσι, το άτομο, η ατομικότητα δεν είναι παρά το θέαμά της, η προσομοίωση της σχετικής ευτυχίας, ή όπως θα έλεγε ο Μίλερ, η ένδειά της. Τα Malls (εμπορικά κέντρα. Το πρώτο δημιουργήθηκε το 1954 στη Μιννεάπολη) είναι το έμβλημα της κοινωνίας της κατανάλωσης και είναι ένα σε μικρογραφία υποκατάστατο της πόλης χωρίς να είναι πόλη. Η Ντίσνεϋλαντ (1955) συμπυκνώνει και θεαματικοποιεί τη φύση και την ιστορία, τη λογοτεχνία και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Και το θέμα δεν είναι ότι εν προκειμένω το αληθινό με το επινοημένο συγχέονται, αλλά ότι η ζωή βιώνεται είτε «μέσα από τις κλειδαρότρυπες» είτε ως ομοίωμα, ως προσομοίωση, ως ριάλιτι σόου. Η θεατρικοποίηση της καθημερινότητας συνδέεται με τη θρησκευτική εμπειρία, η οποία στην αμερικανική της εκδοχή έχει εκκενωθεί από την τραγικότητα της ύπαρξης, καθώς ο παράδεισος και η σχετική ευτυχία (σ.σ. κομμάτια της πουλιούνται στις υπεραγορές) είναι εδώ στη Γη, είναι στις θρησκευτικές τελετουργίες, είναι στα malls, είναι στη Ντίσνεϊλαντ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκκλησίες έχουν εγκατασταθεί μέσα στα Malls (Ντακότα, Μιννεάπολις), ή έχουν γίνει οι ίδιες εμπορικά κέντρα. Σε κάθε περίπτωση η προσφερόμενη ευτυχία δεν είναι συλλογική, αλλά ατομική. Ακόμη και μέσα στις συλλογικές τελετουργίες ο καθένας είναι μόνος του («Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες» Λ. Πιραντέλο). Ακόμη και οι διογκούμενες ανισότητες και η φτώχεια αιτιολογούνται ως αποτέλεσμα της κατάπτωσης των ατομικών αξιών (Myron Magnet: Το όνειρο και ο εφιάλτης, 1994). Αλλά όταν μιλούν για ατομικές αξίες οι συντηρητικοί Αμερικανοί δεν εννοούν κάποιες ποιοτικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αλλά την ποσότητα, δηλαδή τη δημοτικότητα, τις περισσότερες πωλήσεις. Τα κριτήρια της Αναγνώρισης ενός ατόμου είναι αυτές οι «αξίες» που ασφαλώς μεταφράζονται σε οικονομική επιτυχία, σε χρήμα. Αλλά αν το 1936 ο Μίλερ έγραφε για το μαζικό «σκληρό χαμόγελο» των Αμερικανών, το 1970 ο Μποντριγιάρ και το 2004 ο Σορμάν γράφουν για το τζόκινγκ και το μπόντι-μπίλντινγκ. Το τζόκινγκ και οι αίθουσες γυμναστικής έχουν γίνει από το 1970 μια εθνική ανάγκη. Το να μην τρέχεις είναι κατά κάποιο τρόπο αντιδημοκρατικό! Από αυτή την εθνική ανάγκη της φροντίδας του σώματος γεννήθηκε η βιομηχανία της υγιεινής του σώματος, των αθλητικών ρούχων, των εργαλείων εθελοντικού βασανισμού(γυμναστικής) κ.ά. Το σώμα τοποθετεί στον κόσμο το «δημοκρατικό» άτομο, η γυμναστική το αναδημιουργεί. Αυτή η δημοκρατία όμως μοιάζει να απελευθερώνει το άτομο για το εξαναγκάσει καλύτερα στον κομφορμισμό (αυτό είναι ένα είδος ήπιου δεσποτισμού σύμφωνα με τον Τοκβίλ). Η επιβολή του ανταγωνισμού θα συμπληρώσει τον «δημοκρατικό» κομφορμισμό, όπως το προζάκ, οι αμφεταμίνες, το βιάγκρα θα αποτελέσουν τα συμπληρώματα της επιδίωξης της ατομικής ευτυχίας. Το πρόσωπο ανοιγμένο από το μπότοξ, η ψυχή κοινωνικοποιημένη με το προζάκ, η σεξουαλική επίδοση εξασφαλισμένη με το βιάγκρα, αυτός είναι ο Homo americanus. Η χημική ευτυχία, αυτή είναι η αμερικανική δήθεν ευτυχία για τους «αθάνατους» (αιώνια νεότητα) καταναλωτές. Αλλά επειδή αναφερθήκαμε στον Γουίτμαν και στο τεράστιο «Εγώ» του μέσω του Μίλερ, ιδού τι λέει και ο ιδρυτής της θρησκείας της Αγάπης Michael Beckwith όπως τον παραθέτει ο Σορμάν: «Δοξάζω με χαρά την θεότητά μου. Ο ναός του σώματός μου είναι ένα εργαλείο της ευτυχίας. Αμήν»! Ζήτω, λοιπόν, το Εγώ, κάτω η τραγικότητα του εσταυρωμένου ανθρώπου, ζήτω η ευτυχία κι ας είναι ψευδής!
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 26.12.19 ]
Πηγή:http://artinews.gr/%CF%87%CE%AD%CE%BD%CF%81%CE%B9-%CE%BC%CE%AF%CE%BB%CE%B5%CF%81-%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%82.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου