Τη νύχτα που έφυγες
οι ουλές στο αξύριστο πρόσωπό μου
κρύφτηκαν στις γωνίες σαν κλέφτες.
Θα γυρίσω σπίτι αφού σ’ έχουν σηκώσει
δεν θα σε δω ποτέ πεθαμένο
στην ταφή θα ξεκόψω απ’ τη σωρό
δάκρυ σταγόνα ούτε σιμώνω στο μνήμα
πριν το σαρανταλείτουργο και ποτέ ξανά
Αυτό το μέλλον έχει συμβεί
απ΄όταν σε πήρε μέσα της η αρρώστια
μα θυμάμαι ακόμα να σε σέρνω
στις μεσημβρινές των κινηματογράφων
η μάνα με φέρνει γραφείο σου
σου βγάζω την ψυχή με το γινάτι μου
ωσότου υπό την μάστιγα του τυράννου
ανέβεις τον Γολγοθά ντάλα μεσημέρι
ως τις οθόνες του μαρτυρίου
όπου κυράδες του παλιού καιρού
έδεναν στα κοντάρια των ιπποτών
τα μαντήλια τους κι εγώ μια σπιθαμή θρασίμι
σπάω τη σιωπή με ερωτήματα
φουντώνουν δίπλα τα μουρμουρητά
οι υποδείξεις για σκασμό — με μαλώνεις
καμαρώνοντας κρυφά τη βουερή μου δίψα
καθώς έρωτες αλήθεια και δικαίωση παρελαύνουν
στο πανί σε άρμα θριαμβικό ή μήπως πίσω του
ακολουθούν με γιούχες; (ήμουν παιδί και δεν καλοθυμάμαι)
μα όπως να ‘χει οι ρόλοι ήσαν ξεκάθαροι
η έκβαση αυτονόητη ο ήρωας δεν πέθαινε ποτέ.
Ύστερα λουκουμάδες στο «Ρωσικόν»,
μύγες οι απορίες μου στο μέλι
γλυκός μπελάς σου είχα γίνει γέρο
Όλο και πιο συχνά σε τυραννάει ο κωλόβηχας,
ο πόνος σε χτύπαει κάτω ακούω πατήματα
να σε τραβούν γι’ αλλού και στη κουλούρα του φιδιού
μισώ το αθέατο. Αχ, πόσο τρέμει η αγουράδα τη φθορά.
Κάτω απ' τον πλάστη ζυμώνεται σκληραίνει
κι αντιστέκεται στο αναπόφευκτο γιατί
κάλιο στον κλώνο άγουρος παρά στο χώμα σάπιος
παρά στόματα άπληστα να δρέπουν τους χυμούς σου.
Κάποιων η φτιάξη είναι να μένουν πάντα γιοί.
Παλιά πριν με γεννήσεις,
ήσουν χλωρός κι η φλούδα σου αψιά σμυρίδα
τα χάδια σου αφήνανε σημάδια
δεν είχες πάρει τη χρυσοπόρφυρη γυαλάδα του χαλκού
χέρι δεν σηκωνόταν να σε κόψει.
Μα σμίγουν κάποτε περίτεχνα τα χρώματα
στη σήψη και το σφρίγος όσο να μας γελάσουν
Δεν σου συγχώρεσα την ήττα
στο Τέλος έμπηξα πεισματικά τα δόντια
το τράβηξα απ’ το νου και το' θαψα στην αποθήκη
με τις τις σκάρτες μπομπίνες ταινιών. Αθόρυβα.
Όπως πέφτει το φτερό του γλάρου στη θάλασσα
Το ίδιο βράδυ του θανάτου έμασα λίγα ρούχα
κι έμεινα σε μια αγαπητικιά για κάμποσο καιρό.
Ψόγοι πολλοί με ξεπροβόδισαν. «Να παρατήσει
τέτοιες ώρες το παλιόπαιδο το σπίτι του - Ντροπή!»
Εγώ όμως ήξερα και δε χαμπάριαζα.
Με το φαλλό μου τρύπαγα τα χάη
γυρεύοντας τη μήτρα του θανάτου
χωνόμουν μέσα της με αλυχτίσματα θεριού
σκιαζόταν κι ο θεός ο χάρος.
Τρία μερόνυχτα διαγούμιζα τ' αμπέλια του
μα άγγελος δεν έστερξε κανείς κι η πέτρα
από τον τάφο δεν κουνήθηκε σταλιά.
1985
Πηγή:https://www.facebook.com/dimitris.houndimi/posts/1461994893958859
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου