Όλοι έχουν πεθάνει.
Πέθανε η δόνια Αντόνια, ασθματική, που έκανε φτηνό ψωμί στον οικισμό.
Πέθανε ο Σαντιάγο, ο παπάς, που τον ηδόνιζε να τον χαιρετάνε οι νέοι κι οι κοπελιές, απαντώντας σε όλους, αδιάκριτα, "Καλημέρα Χοσέ!", "Καλημέρα "Μαρία".
Πέθανε εκείνη η νεαρή ξανθή, Καρλότα, αφήνοντας ένα αγοράκι μηνών, που κι αυτό πέθανε μετά οχτώ ημέρες απ 'τη μάνα του.
Πέθανε η θεία μου Αλμπίνα, που είχε συνήθειο να τραγουδάει παλιούς σκοπούς, ενώ έραβε στους διαδρόμους, για την Ισιδόρα, την υπηρέτρια, την εντιμότατη γυναίκα.
Πέθανε ένας γέρος μονόφθαλμος, όνομα δε θυμάμαι, αλλά κοιμότανε στον ήλιο του πρωινού, μπροστά στην πόρτα του τενεκετζή στη γωνία.
Πέθανε ο Ράγιο, σκυλί στο ύψος μου, πληγωμένος από σφαίρα ποιος ξέρει ποιανού.
Πέθανε ο Λούκας, ο κουνιάδος μου στην ειρήνη από τις ζώνες, που τον θυμάμαι όταν βρέχει και δεν υπάρχει κανείς μες στο μυαλό μου.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή κι ο αδελφός στα σπλάχνα μου τα ματωμένα, κι οι τρεις δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο από χρόνια συνεχόμενα.
Πέθανε ο μουσικός Μέντες, ψηλός και πολύ μεθυσμένος, που έκανε στο κλαρίνο του σολφέζ από τοκάτες μελαγχολικές, που στο άκουσμά τους οι κότες της γειτονιάς αποκοιμιούνταν, πολύ πριν ο ήλιος πέσει.
Πέθανε η αιώνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Μτφ: Βασίλης Λαλιώτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου