Ἔτσι τὸ φῶς: ἕνα κομμάτι παρελθὸν
παλιώνει στὰ μάτια τὸ πρωί, κρατάει
ὡς ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἡ θυσία στὶς μνῆμες.
Κι ἂν τὰ δέντρα ἔχουν μάθει
νὰ φυλᾶνε καλὰ τὰ μυστικά τους
τὰ φύλλα ξεθωριάζουν εὔκολα
τὸ φῶς διαβάζει τὶς λεπτὲς ἴνες
γιατί ξέρει ὅτι τὸ σκοτάδι τρέμει
φοβᾶται τὴν ἴδια του τὴ νύχτα.
Μὲ τὸν καιρὸ μάθαμε νὰ ξεχωρίζουμε τὴ φωνή μας
ἀπὸ τὴ φωνὴ τῶν ζώων, ποὺ ἔγιναν ἕνα μὲ τὸν κίνδυνο
στὶς σπηλιές, ποὺ χόρτασαν αἷμα στὶς ὑπόγειες στοές,
τὸ ἄδικο χέρι νὰ σηκώνεται
καὶ νὰ πέφτει πάνω στὸ σπίτι μας
(ποιὰ εἶναι ἡ φωνή μου καὶ ποιὰ ἡ φωνὴ τοῦ ζώου)
νὰ μὴ χάσουμε τὰ σημάδια.
Ἔρωτας, προνόμιο τῆς γλώσσας.
Τὰ χόρτα σκέπαζαν τὶς φωνὲς τῶν πουλιῶν
«αὐτὴ τὴ φορὰ δέ μας γνώρισε κανείς» ψιθύρισε ἡ Κίρκη
τὰ νερὰ τῆς λίμνης ἀνέβαιναν, συλλάβιζαν παρελθόν.
Ὁ ἦχος τῶν τακουνιῶν γινόταν νερὸ
ἕνα σκυλὶ πάγωνε ἥσυχα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου
τὸ παράθυρο ἔδειχνε ἀνάσταση νεκρῶν
τὰ ὑπόλοιπα ἦταν ἀόρατα
ἀλλὰ συμφωνήσαμε πώς μᾶς ἀνῆκαν.
(Γεωγραφία κινδύνων, 1994)
Πηγή:http://www.ekebi.gr/dam/poems.aspx?tmp=1&item=65
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου