Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Νίκος Καββαδίας - Fata Morgana


Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά. Ἡ ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γεννᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.

Πηγή: Τραβέρσο (1975)

                                             Moυσική και ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ

                                           Ο Νίκος Καββαδιας διαβάζει το «Fata Morgana»



Νίκος Καββαδίας - Πούσι


Στην Ελένη Χαλκιούση

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στη τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' ειν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλλια περ' απ' τις Εβρίδες.

Πούσι


                                                          Ερμηνεύει η  Μαρίζα Κωχ.

Μέλπω Αξιώτη-Η ψυχή του νησιού



Η σκηνή από το αφήγημα Το σπίτι μου (1965) της Μέλπως Αξιώτη διαδραματίζεται στο μεταίχμιο μιας εποχής. Η παλιά Μύκονος χάνεται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους της το νησί αλλάζει φυσιογνωμία, συγκεντρώνει τουρίστες, και οι νέοι του εναρμονίζονται με τις μοντέρνες υλικές αντιλήψεις. Τρία πρόσωπα είναι παρόντα στον «παράλυτο» διάλογο στο απόσπασμα που ακολουθεί: δύο ντόπιοι (ο Γιώργης, ο γέρος) και ο μηχανικός, ο οποίος, αν και Aθηναίος κατασκευαστής οικοδομών, συναισθάνεται την αγωνία των κατοίκων για το νησί τους.

Επήρε να νυχτώνει πια για τα καλά, και τότε στου Γιώργη το σπίτι εμπήκε ο γέρος. Είπανε λοιπόν τα καλησπερίσματα, ο γέρος ήξερε πού είναι η θέση η δική του για να πάει να καθίσει κι εκάθισε. Άσχετο τώρα αν ο τυφλός δεν μπορούσε να το δει, μα με τα χρόνια το μάτι του γέρου είχε στρογγυλέψει και το χρώμα θαρρείς πως εσκούρυνε, ενώ μέσα στο σαλότο* όλα, όλα, είναι όπως ανέκαθεν ήτανε και το φως χαμηλό. Το λόγο έχει ο συγκολλητής*. Oλοφάνερο είναι πως συνεχίζει μόνο για το μηχανικό την αρχισμένη κουβέντα. O γέρος όμως απαντά. O μηχανικός σκέφτεται. Κι ο διάλογος είναι παράλυτος.

«Όπως λοιπόν σας έλεγα ότι πολλοί με περιμένουν να πεθάνω στην τρύπα μου, βλέπετε όμως! Αργώ».

«Μα δεν έχει δα την ανάγκη σου ο ξένος για να ποθάνεις, ετούτα δεν του χρειάζονται τα πατικωμένα σπίτια μες στη Σκάρπα, που να τα τρώει η θάλασσα μες στις γρασίες. Εκείνος μάτια μου χτίζει τώρα στο μεϊντάνι*, πάνω στην άμμο του γιαλού! Κι αμέ να δεις το θάμασμα, οπού σαν θ' αγοράσει ο ξένος τη γης, εκειδά γύρω ο τόπος μονομιάς ακριβαίνει!»

«Σύμφωνα με τη λογική –συλλογίζεται ο μηχανικός– ο κόσμος αυτός πρέπει να είναι πεθαμένος, σύμφωνα όμως με ό,τι βλέπεις, είναι βέβαιο ότι ζει».
«Τα έχομε όλα έτοιμα στο μπαούλο και τις κόφες*, όπως γίνεται σε νοσοκομείο, που μαζεύουν κάθε μέρα τα κρεβάτια και τυλίγουν σεντόνια».

«Αμέ! Άλλη φορά ο ξενιτεμένος στέκονταν στα πανιά πότε νά 'ρθει η ώρα να γυρίσει στο σπιτικό του, και τώρα σου βαστά τα πράματα δεμένα για να βγει όξω απ' το σπίτι του».

«Κανείς δε θα χρειάζεται, κανένας πια δε θα 'ναι από τούτους. Άλλοι θα κατοικούν εδώ· όπως εγώ. Δε με χρειάζονται πια στο Μουσείο».

«Τώρα για το Μουσείο εφέρανε ένα φύλακα με τα στρατιωτικά. Τη στολή».

«Το βέβαιο είναι πως έρχονται απ' την Αμερική οι ομογενείς, βλέπουν το μέρος που γεννήθηκαν, το βρίσκουν πράγματι πολύ μοδέρνο, θαυμάζουν. Μα τι να γίνει όμως, τι να γίνει!».

«Αμέ! Όσα δεν κάμει ο καιρός τ' αποτελεύει ο άνθρωπος».

«Η ψυχή του νησιού –συλλογίζεται ο μηχανικός– πάει και τρυπώνει σ' ένα χώρο όλο και πιο συμπιεσμένο, που συνεχώς τον φοβερίζουν πως θα τον σκοτώσουν, αυτός όμως διατηρεί τη συμφωνία ανάμεσα στον κάτοικο και την πόλη».
«Και σκέπτομαι κάτι πράγματα… Σε λίγο λέω πως δε θα υπάρχει ούτε ένα παιδί μας να ξέρει το σπίτι όπου έζησε εδώ ένας ποιητής… ο Γιάννης ο Γρυπάρης».

«Δε λες που δε θα ξέρουνε τα παιδιά μηδέ το γάιδαρο! Έχουνε τώρα φερμένα τα μηχανικά».

«Και συλλογίζομαι πώς να γίνει, μα πώς να γίνει…»

Εδώ τον κόβει ο γέρος.

«Καλέ πλουτύνανε οι άνθρωποι, αλλάξανε τη φύση τωνε. Τώρα γινήκανε στεριανοί. Στον καιρό μου ο κόσμος ήτανε εδώ θαλασσινός, μες στην αρμύρα μέχρι το λαιμό του! Oπού γινήκανε στεριανοί, ξενοδόχοι, πλήθος οι ξενοδόχοι, υπερετούνε τον ξένο βλέπεις, έχουν και τη μπουτίκα*, υπερετούνε και μέσα κει. Ετούτη η μπουτίκα είναι ακόμα το σπίτι σου, μα δεν είναι το σπίτι σου, είναι προορισμένη στην πούληση. Θέλει ο ξένος να πάρει την καρέκλα σου οπού κάθεσαι; εξάπαντος θα τηνε πάρει· θέλει το πιατικό σου, ορίστε το πιατικό σου. Έχει, έχει πράμα μπόλικο, και σαν θα τελειώσει, θα 'ρθει άλλο πράμα, κι όλα, όλα πουλιούνται, όλα, όλα».

«Η Ευρώπη υποταγμένη –θυμήθηκε ο μηχανικός που το είχε διαβάσει για τον Καναδά– από αιώνα σε αιώνα, σε μεταναστεύσεις, σε αποδημίες, σε κύματα περιηγητών, χρωστά μια κάποια επιδεξιότητα σ' αυτές τις συναναστροφές. Το Κεμπέκ*, που ζούσε κατά τα τελευταία χρόνια κάτω απ' τη ματιά του Θεού, ανακαλύπτει ξαφνικά πως βρίσκεται κάτω απ' το βλέμμα του ξένου».


*σαλότο: σαλόνι *συγκολλητής: ο υπάλληλος που αποκαθιστά τα αρχαία αγάλματα *μεϊντάνι: πλάτωμα, ανοιχτός χώρος *κόφες: καλάθια *μπουτίκα: μπουτίκ, κατάστημα *Κεμπέκ: σημαντικό λιμάνι του Καναδά, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας

Μ. Αξιώτη, Άπαντα, τόμ. 8, Κέδρος

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1683,5370/

Η επιστολή του Μεγάλου Αρχηγού Σιάτλ

1830. Oι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να μετακινήσουν βίαια, προς τα δυτικά, 60 χιλιάδες ινδιάνους, που έμεναν στο Μισισιπή. Λίγα χρόνια μετά, τους προτείνουν να αγοράσουν τη γη τους.“Αν μολύνετε το κρεβάτι σας, θα πεθάνετε κάποια νύχτα πνιγμένοι στα δικά σας απορρίμματα”, ήταν μία από τις φράσεις του μεγάλου αρχηγού Σιάτλ.
Ο αρχηγός των ινδιάνων, που ήταν εξαιρετικός ρήτορας, έδωσε στον εκπρόσωπο της κυβέρνησης των ΗΠΑ την εξής μνημειώδη απάντηση:
«Θα σκεφτούμε την προσφορά σας, γιατί ξέρουμε ότι, αν δεν το κάνουμε, ο λευκός άνθρωπος θα έρθει με το πύρινα όπλα του και θα πάρει τη γη μας.
Πώς μπορείτε ν” αγοράσετε, ή να πουλήσετε τον ουρανό, τη ζεστασιά της γης;
Αυτή η ιδέα μας φαίνεται παράξενη. Εμείς δεν είμαστε ιδιοκτήτες της δροσιάς του αέρα, ούτε του φέγγους του νερού.
Πως λοιπόν θα μπορούσατε να μας το αγοράσετε; Είμαστε ένα τμήμα της γης και αυτή είναι τμήμα του εαυτού μας.
Τα μυρωδάτα άνθη είναι αδέλφια μας. Το ελάφι, το άλογο και ο μεγαλοπρεπής αετός, είναι αδέλφια μας.
Τα ποτάμια είναι αδέλφια μας, αυτά σβήνουν τη δίψα μας.
Τα ποτάμια κουβαλούν τα κανό μας και τρέφουν τα παιδιά μας.
Ξέρουμε ότι ο λευκός άνθρωπος δεν καταλαβαίνει τον δικό μας τρόπο ζωής.

Μεγάλος Αρχηγός Σιατλ:

Η γη δεν είναι αδελφός του, αλλά εχθρός του. Αφού την κατακτήσει, την εγκαταλείπει και συνεχίζει τον δρόμο του.
Αφήνει πίσω του τους τάφους των γονιών του, χωρίς να τον πειράζει. Αρπάζει τη γη από τα παιδιά της, χωρίς να τον πειράζει.
Ξεχνάει τον τάφο του πατέρα του και τα δικαιώματα των παιδιών του.
Μεταχειρίζεται τη μητέρα του τη γη, τον αδελφό του τον ουρανό, σαν να είναι πράγματα, που μπορεί κανείς να αγοράσει, να ληστέψει και να πουλήσει, σαν να είναι πρόβατα και γυάλινες χάντρες.
Η απληστία του θα καταβροχθίσει τη γη και θ” αφήσει πίσω του μόνο έρημο. Δεν το καταλαβαίνω.
Ο δικός μας τρόπος είναι διαφορετικός από τον δικό σας.
Δεν υπάρχει καμιά ήρεμη περιοχή στις πόλεις του λευκού ανθρώπου, κανένα μέρος που να μπορεί να ακουστεί η ανάπτυξη των φύλλων, ή το φτερούγισμα ενός εντόμου.
Αλλά ίσως να είναι έτσι, επειδή εγώ είμαι ένας αγριάνθρωπος και δεν μπορώ να καταλάβω τα πράγματα.
Ο θόρυβος της πόλης φαίνεται ότι βρίζει τ' αυτιά.
Και τι ζωή είναι αυτή, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί ν” ακούσει την μοναχική κραυγή του ερωδιού, ή τη νυχτερινή συνομιλία των βατράχων γύρω από το πηγάδι;
Αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να θυμάστε, ότι ο αέρας είναι πολύτιμος για μας.
Ότι ο αέρας μοιράζεται το πνεύμα του μ” όλη τη ζωή που συντηρεί.
Κι” αν σας πουλήσουμε τη γη μας, θα πρέπει να την διατηρείτε αμόλυντη και ιερή, σαν τόπο όπου ακόμα και ο λευκός άνθρωπος μπορεί να πάει για ν” απολαύσει τον άνεμο. Θα πρέπει να διδάσκετε στα παιδιά σας αυτά που εμείς έχουμε διδάξει στα δικά μας: ότι η γη είναι η μητέρα μας.
Όλα όσα επηρεάζουν τη γη, επηρεάζουν και τα παιδιά της γης. Όταν οι άνθρωποι φτύνουν στο χώμα, φτύνουν τον εαυτό τους. Δεν ύφανε ο άνθρωπος το δίχτυ της ζωής: είναι μόνο μία κλωστή του. Όλα όσα θα κάνει κανείς στο δίχτυ, θα τα κάνει στον εαυτό του.
Όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους, όπως το αίμα ενώνει μια οικογένεια.
Ακόμα και ο λευκός άνθρωπος, που ο Θεός του περπατάει και συζητάει μαζί του, σαν φίλος με φίλο, δεν μπορεί να είναι έξω από την κοινή μοίρα.
Ίσως να είμαστε, παρόλα αυτά, αδέλφια.

Μεγάλος Αρχηγός Σιατλ:

Ξέρουμε κάτι που ο λευκός άνθρωπος θα το ανακαλύψει κάποια μέρα: ότι ο Θεός μας είναι και Θεός του.
Τώρα σκέπτεστε, ίσως, ότι είστε ιδιοκτήτες της γης μας, αλλά δεν μπορείτε να είστε.
Αυτός είναι ο Θεός της ανθρωπότητας και το Έλεός του είναι ίδιο και για τον ερυθρόδερμο και για τον λευκό.
Αυτή η γη είναι πολύτιμη γι” Αυτόν και το να την βλάψει κανείς, σημαίνει ότι υποτιμά πολύ τον Δημιουργό της.
Αν μολύνετε το κρεβάτι σας, θα πεθάνετε κάποια νύχτα πνιγμένοι στα δικά σας απορρίμματα».

Πηγή:https://www.news247.gr/weekend-edition/megalos-archigos-siatl-an-molynete-to-krevati-sas-tha-pethanete-pnigmenoi-sta-dika-sas-aporrimmata.6247451.html

Ινδιάνος Σιάτλ- Ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο


         Το παρακάτω κείμενο χρονολογείται γύρω στα 1855 και αποτελεί την απάντηση του Σιάτλ, αρχηγού μιας φυλής Ινδιάνων, στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Φραγκλίνο Πηρς, ο οποίος ζήτησε από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρνηση. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς ξένη στις αντιλήψεις και στον τρόπο ζωής των Ινδιάνων, ο δεσμός των οποίων με τη φύση είναι ιερός και αδιάσπαστος, όπως η αδερφική αγάπη. Ο Σιάτλ εκφράζει με περηφάνια και σεβασμό στην παράδοση τον τρόπο σκέψης της φυλής του, ο οποίος διαφέρει πλήρως από τις υλικές αξίες και τον κατακτητικό πολιτισμό των λευκών. Οι σκέψεις που διατυπώνει ο Σιάτλ απέχουν από εμάς ενάμιση σχεδόν αιώνα, είναι όμως εξαιρετικά επίκαιρες στην εποχή μας, τώρα που όλοι πλέον βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες από την υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη διαρκώς επεκτεινόμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας

Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει* πως θέλει να αγοράσει τη γη μας. O μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα λόγια φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας. Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως, αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.
          Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό - τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο δε μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας; Κάθε μέρος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.
          Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι' αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα τού χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω.
          Με το ταμάχι* που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.
          Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.
          Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το δυνόσαστε.* Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί - και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις* συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δάσους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνότο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες πού να βρεις το ρουμάνι;* Πού να βρεις τον αϊτό; Και τι σημαίνει να πεις έχε γεια στο φαρί* σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.
          Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δέντρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας. Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω - μπορεί μονάχα για το λόγο αυτόν ο σαματάς* να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαρισμένο* από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή - τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται* τίποτα.



          Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε - αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψομε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου - τι* αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς. Αν σας την πουλήσομε τη γη μας, αγαπήστε την, καθώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε την, καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεσή σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την, καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε - ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη Του είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δε γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα.*
μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος
Το Βήμα, 16/1/1977

* μηνάει: στέλνει μήνυμα * ταμάχι: πλεονεξία * δεν το δυνόσαστε: δεν μπορείτε * μαγαρίζεις: λερώνεις * ρουμάνι: δάσος * φαρί: άλογο * σαματάς: φασαρία * λαγαρισμένος: καθαρισμένος * οσμίζεται: μυρίζει * τι: γιατί * η κοινή μοίρα: εννοεί το θάνατο

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Paul Celan-Μπορώ ακόμα να σε βλέπω


Μπορώ ακόμα να σε βλέπω: μια αντήχηση,
ψηλαφήσιμη με αφής
λέξεις, στου αποχαιρετισμού
την κορυφογραμμή

Το πρόσωπό σου διστάζει ανεπαίσθητα,
όταν ξαφνικά
φέγγει σαν λάμπα
μέσα μου, στο σημείο,
όπου λέγεται το πιο οδυνηρό Ποτέ.

Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης

H μπαλάντα των μικροαστών, Μπέρτολτ Μπρέχτ, Θάνος Μικρούτσικος


Από το μουσικό άλμπουμ "Μουσική πράξη στον Brecht"...
Μουσική : Θάνος Μικρούτσικος, Ποίηση : Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ερμηνεία : Γιάννης Κούτρας.

Νικόλαος Κάλας, Ενθάδε κείται η καρδιά

Σάν ένα αγρίμι παγιδευμένο
Ένα καράβι που κινδυνεύει
Ένα παιδί μονάχο μες στή νύχτα
Μιά πλανημένη ώρα
Περιμένω

Ένιωσα ήδη τά κύματα της επιστροφής
Πού γκρέμισα τη ζωή μου;
Στο περιθώριο καθε ρυθμού δυνάμεις διασταυρώνονται
Ποτέ πιά καυτοί ή παγωμένοι πόνοι
Δε θά ζήσετε άποτυπώματα τέτοιων μεταμορφώσεων
Τίποτα πλέον απ’ δ,τι φτιάχνουν τά χέρια δέν άφήνει ίχνη
Οί σκιές πού έρχονται ποιός ξέρει από πού
Συνοδεύουν έπειτα αντικαθιστούν τίς μορφές από άμμο
Σ’ έναν κόσμο δίχως επιστροφή
Η διάταξη τών αριθμών καί τών άστρων
Μιά παρτίδα σκακιοϋ
Ξετυλίγεται χωρίς εκπλήξεις
Αλλά ή καρδιά ή ίδια μετριέται μέ τή μονάδα τού τυχαίου
Δίπλα μας μπροστά καί πίσω
Οί πνιγμοί διαδέχονται ό ένας τόν άλλον
Η αγάπη δέν είναι φτιαγμένη αποκλειστικά από αγωνίες ‘
Όπως ό κόσμος ή δπως εσύ
Αναπαύεται καμιά φορά πανω σέ κάποια βεβαιότητα
Ή έναν θρόμβο αίματος
Πηγαίνοντας πρός εσένα πρίν τά μάτια
Τό στόμα είναι ήδη ανήσυχο
Οι πύλες τού ναού τού φόβου μένουν ανοιχτές
Κατόπιν άλλες συναντήσεις απρόσμενες
Προστίθενται καί μεταστρέφουν τά σημεία πού μού ήταν εύνοϊκά

(Παρίσι 1939 – Λισσαβώνα 1940)

*Από το βιβλίο Νικόλαος Κάλας, “Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς”, σε μετάφραση Σπήλιου Αργυρόπουλου-Βασιλικής Κολοκοτρώνη, εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, 2002.

Πηγή:https://tokoskino.me/2017/05/11/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CE%B8%CE%AC%CE%B4%CE%B5-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%B9%CE%AC/

Χρήστος Θηβαίος-Δεν είμαι άλλος



Πίσω απ' το φως της μουσικής που ταξιδεύεις
είσαι ολόκληρη αργεντίνικο τανγκό
Και μήτε στ' όνειρό σου πια δε με γυρεύεις
όπως παλιά μ' ένα σκοπό χερουβικό

Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός

Μες τα νεκρά τα καφενεία ρίχνει χιόνι
κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού
που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού

Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός

Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετό

Χρήστος Θηβαίος-Ο Άμλετ της Σελήνης




Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου

Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα
Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
Τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή

Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος
Γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος
Μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς

Τι ζήλεψες τι τα θελες τα ένδοξα Παρίσια
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές

Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
Έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
Μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής

Γαλάνη Δήμητρα ~ Ατομική μου Ενέργεια


Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου -
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος -
Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη ~


Πάρε με νύχτα, πάρε με
στων αστεριών το άρμα
να σεργιανίσω μια ψυχή
που τυραννάω καιρό

Στον κόσμο αυτό παιδεύτηκα
γιατί ήρθα μ' ένα κάρμα
το παραπέρα απ' τη ζωή
να μάθω ν' αγαπώ

Ατομική μου ενέργεια
κι ανάσα μου στα χείλη
την πρώτη ουσία, την αρχή,
σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια,
μα δε χωράω στην ύλη
κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή
την έχει για θεό

Δίνε μου, κόσμε, δίνε μου
το πιο θλιμμένο όπα
να στο γυρίσω μια στροφή
με σώμα ευγενικό

Κι αν είναι από το είναι μου
κι απ΄ την καρδιά που το 'πα
να γίνει η αγάπη προσευχή
και στάχτη το κακό

Ατομική μου ενέργεια
κι ανάσα μου στα χείλη
την πρώτη ουσία, την αρχή,
σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια,
μα δε χωράω στην ύλη
κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή
την έχει για θεό

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Ζηνοβία»



Τώρα που έγινε η Ζηνοβία βασίλισσα πολλών χωρών μεγάλων,
τώρα που την θαυμάζει όλη η Ανατολή,
και την φοβούνται κ’ οι Ρωμαίοι ακόμη,
γιατί το μεγαλείον της να μη είναι πλήρες;
Γιατί να λογαριάζεται ως μια Ασιανή γυναίκα;

Τη γενεαλογία της ευθύς να κάμουν.

Ιδού ολοφάνερα κατάγετ’ απ’ τους Λαγίδας.
Ιδού ολοφάνερα από την Μακεδονία + +.

Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα, 1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος

Νικόλαος Κάλας: «Αθήνα 1933»


Τώρα που την σιωπή των ρητόρων, των σοφιστών, καταπατούν τέκνα άλλων αστών,
τεύτονες −πατρίκιοι εκπεσμένοι, ήρωες πολλών θανάτων στη Βενετιά−
Άγγλοι ποιητές με ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά,
και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά της νίκες αιγυπτιακές και ξένες,
και τακτικοί θαμώνες της ζωής της γενήκανε εκείνα τα παιδιά της Ρωμιοσύνης
που, από χώρες όπου θαυματουργούσεν ο Εφέσιος Μάξιμος,
από τόπους άλλων πίστεων
καθημερινά, πάνου σε καράβια πτωχευμένων εταιρειών, καταφθάνουν στην Αθήνα…
καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών της.
Μόνη πια τα βράδια των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισού.
Έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης, με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από την δόξα αυτή.
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό.
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.

Αλέξανδρος Αργυρίου, Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία: Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου. Εκδόσεις Σοκόλη, 1979. 65.

PAUL ELUARD -ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ



Εμείς οι δύο χέρι-χέρι
Σαν στο σπίτι μας νιώθουμε παντού
Κάτω απ’ το δέντρο το γλυκό στον μελανό ουρανό αποκάτω
Κάτω απ’ όλες τις στέγες πλάι στη φωτιά
Στον άδειο δρόμο με τον γεμάτο ήλιο
Στου πλήθους τ’ αόριστα μάτια
Δίπλα σε σοφούς και σαλεμένους
Ανάμεσα στα παιδιά και στους γέρους
Τίποτε το μυστηριώδες δεν έχει ο έρως
Απόδειξη τούτου είμαστ’ εμείς
Οι ερωτευμένοι θρησκεύουν κατ’ οίκον
Σπίτι μας.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Camille Pissarro- Δρόμος στην Pontoise το χειμώνα 1873

Αποτέλεσμα εικόνας για ζωγραφικη χιονισμενα τοπια

Χάρις Αλεξίου-Η αγάπη είναι ζάλη







Στίχοι: Ανδρέας Μικρούτσικος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Μη μου το πεις,
 ο δρόμος της καρδιάς σου πόσο άλλαξε
 Μη μου το πεις,
 η μοναξιά σου πλοίο που δεν άραξε

 Να μου το πεις το σ' αγαπώ και πάλι,
 Να μου το πεις, η αγάπη είναι ζάλη

 Μη μου το πεις,
 τα χρόνια που περάσαν πως μαράθηκαν
 Μη μου το πεις, τα όνειρα που κάναμε πως χάθηκαν

 Να μου το πεις το σ' αγαπώ και πάλι,
 Να μου το πεις η αγάπη είναι ζάλη

Μαρία Δημητριάδη - Έτσι πρέπει να γίνει

Στίχοι: Wolf Biermann
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι
Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη
Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο
Θα φροντίσουμε εμείς γι’αυτό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Στους μπουρζουάδες
Κριτική να κάνουμε
αυτό δε φτάνει
Του γουρουνιού του αστισμού
Να κόψουμε πρέπει τα πόδια
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Η ελευθερία για μας
Είναι μια ωραία γυναίκα
Έχει υπογάστριο και υπεργάστριο
Δεν είναι κάνα χοντρογούρουνο αστικό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Ούτε ένας χαφιές
Δουλειά να μη βρίσκει
Κι έτσι στρατιά ολάκερη
Θε νά’χουμε ανέργων
Χριστούλη μου όμορφη πού’ναι
Η προφητεία αυτή
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Μαρία Δημητριάδη - Ο φασισμός

Στίχοι: Φώντας Λάδης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι
Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.

Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.

Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.

Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σαν χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.


Αργύρης Χιόνης - Μοναξιά

Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
από θηρίο της ερήμου ζώο,
την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι από γάτα…

Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει…


Πηγή:Αργύρης Χιόνης, Η φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966-2000, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2019

Άννα Αχμάτοβα, Από τις Ελεγείες του Βορρά

Περίμενα για τον μεγάλο χειμώνα
πολύ καιρό,
Σαν λευκή ασκητική ιεροτελεστία
Τον αναλαμβάνω
Και γαλήνια θα πάρω τη θέση μου
Σ’ένα ελαφρύ έλκηθρο….


Θα επιστρέψω σε σένα πριν πέσει η νύχτα,
Λαέ του Κίτετς.


Υπάρχει μόνο ένας δρόμος να προσπεράσεις
Το αρχαίο μονοπάτι…


Τώρα κανείς δεν συνοδεύει
Αυτήν τη γυναίκα απ’ το Κίτετς,
Μήτε αδελφός , μήτε γείτονας
μήτε ο πρώτος γαμπρός –
Μόνο ένα κλαδί πεύκου,
Μια ηλιόλουστη ρίμα
Πεταμένη από ένα ζητιάνο
Και μαζεμένη απο εμένα…
Στον ύστερο τόπο της διαμονής μου


Αφήστε με να ησυχάσω.


(Μέγαρο Φοντάνκα, 10-12 Μαρτίου 1940)

Άννα Αχμάτοβα, Ποιήματα, Εισαγωγή - Απόδοση: Γιάννης Αντιόχου, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος 2008


Πηγή:https://milwntasgiatoxioni.wordpress.com/2009/01/10/anna-achmatova/


Φλεβάρης 1848


Μαρία Δημητριάδη - Φλεβάρης 1848


Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι
Μανουέλ Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι

Ελμπέρτο Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου
ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο ασίγαστη θε να ’ναι σαν τη γη σου
αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου

Ναϊμ Ασχάμπ από τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει

Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας σ’ έναν έστω
στιγμιαίο συντονισμό ίδιες ελπίδες
καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες
απ’ το κομμουνιστικό μας μανιφέστο

Γιώργος Μεράντζας-Φλεβάρης 1848

Τους προβολείς στήσε-Θάνος Μικρούτσικος


Στίχοι: Vladimir Mayakovsky
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Θάνος Μικρούτσικος
Από το δίσκο: "Ο Θάνος Μικρούτσικος τραγουδά Θάνο Μικρούτσικο", 1998


Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει.

Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη.

Η τέχνη δεν πρέπει ν' αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει.

Θάνος Μικρούτσικος - Μαρία Δημητριάδη - Σάκης Μπουλάς - Ο Ντικ

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι
Η πέτρα σταυρωμένη από τον άνεμο
Ο άνεμος η σιγαλιά
Δεν ακούγεται τίποτα
Μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
Κι η πέτρα της καρδιάς μου δουλεύεται
Με τον θυμό και με τον πόνο
Βαριά, σιγά και σταθερά

Μπόλικη πέτρα
Μπόλικη καρδιά
Να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
Τα λαϊκά μέγαρα
Τα κόκκινα στάδια
Και το μεγάλο μνημείο των ηρώων της επανάστασης

Να μη ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
Ναι, ναι του σκύλου μας του Ντικ
Της ομάδας του Μούντρου
Που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
Γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε σύντροφοι τον Ντικ
Τον φίλο μας τον Ντικ
Που γάβγιζε τις νύχτες
Στην αυλόπορτα αντίκρυ στη θάλασσα
Κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
Στα γυμνά πόδια της λευτεριάς
Με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
Πά στο στυλωμένο αυτί του

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
Δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
Να γαβγίζει χαρούμενός σε μια διαδήλωση
Περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
Έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
Μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»
Ήταν καλός ο Ντικ

Θάνος Μικρούτσικος - Μαρία Δημητριάδη - Οι γερόντοι

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος


Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ’ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ’ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων

Μιλάνε λίγο δε μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πού’χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ’ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ’ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ’ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις τρεις, πέντε πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού

Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.

Καντάτα για τη Μακρόνησο

Χάρις Αλεξίου -Μια Πίστα Από Φώσφορο -


Αναστάσης Βιστωνίτης- Απουσία



Κοιμήθηκα στον κάμπο νύχτα
περιμένοντας τον αέρα.
Γλιστρούσαν τα νερά στο ρέμα —
το παγωμένο φως στο κορμί μου.
Αυτό που χάθηκε στον ουρανό
δεν ήταν το φεγγάρι, δεν ήταν τ’ όνειρο.

Τούτη η νύχτα ξέρει να σωπαίνει.
Η τραγική νύχτα που σε δένει στο χώμα,
σ’ άλλον κόσμο οραμάτων.

Όμως, εδώ όλα αποχτούν
μια απουσία πολυσήμαντη.
Μια σιωπή που απλώνεται τυραννικά
—μυστικό νόημα—
και νιώθω εντός μου να συντρίβεται
η χαμένη συνείδηση του κόσμου.

Από τη συλλογή: Μετοικεσία (1972)


Πηγή:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8473.15

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Θάνος Μικρούτσικος-Αρλεκιν

Μου λένε πως διασκεδάζεις με κάτι δίσκους και το τζιν κι εγώ τους λέω επισκευάζεις της μοναξιάς σου το ευ ζην. Μου λένε πως διασκεδάζεις με κάτι δίσκους και το τζιν κι εγώ τους λέω επισκευάζεις της μοναξιάς σου το ευ ζην. Τα ρούχα σου μου λένε βγάζεις βράδυ δεν έχει να ησυχάσεις και εγώ τους λέω μακάρι αμήν. Τα ρούχα σου μου λένε βγάζεις βράδυ δεν έχει να ησυχάσεις και εγώ τους λέω μακάρι αμήν. Μου λένε τώρα ξενερώνεις μ' αυτούς που είχες φτύσει πριν κι εγώ τους λέω δικαιώνεις το μυθιστόρημα Άρλεκιν Τον έρωτά σου λεν πληγώνεις I love στις μπλούζες σιδερώνεις κι εγώ τους λέω μην έρθεις μην Τον έρωτά σου λεν πληγώνεις I love στις μπλούζες σιδερώνεις κι εγώ τους λέω μην έρθεις μην


Θάνος Μικρούτσικος - Στης γοργόνας το φτερό

Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος


Ώρες αργόσυρτες σαν φορτωμένα κάρα,
απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα.
Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα,
κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα.

Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα,
μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα.
Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας,
σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς.

Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη,
είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη.
Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα,
μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα.

Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα,
ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα.
Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας,
ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας.

Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι,
κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη.
Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια,
για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια.

Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω,
λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.
Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία,
για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία,
χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.


Άλκης Αλκαίος-Χαρούμενο τραγούδι για την Σύλβια Πλαθ

Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη Στίχοι: Άλκης Αλκαίος Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος Μόλις σταμάτησε στη ράμπα η γιορτή και οι μάγιστροι σου βγάζουν το καπέλο φτάνει μια λέξη τη φοβέρα σου να πει κι εγώ μαζί σου δύω κι ανατέλλω. Δώσ' μου τα χέρια σου, ακριβή δρολάπι απ' τον Αϊ Φραγκίσκο χάνομαι κάθε που σε βρίσκω μες στη θεσσαλική βροχή. Φτιάχνουν τη μάσκα σου οι δραπέτες με πηλό να βρει τροφή του Χάρλεμ το καμίνι στον κόσμο που ανασαίνεις τον αληθινό στήσαν χορό οι μαζορέτες κι οι αθερίνοι

Θάνος Μικρούτσικος - Γιάννης Κούτρας - Εσμεράλδα

    Στο Γιώργο Σεφέρη

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Από τη συλλογή Πούσι (1947)


Θάνος Μικρούτσικος - Γιάννης Κούτρας - Γυναίκα

Στον Αντώνη Μωραϊτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου 
Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951


Θάνος Μικρούτσικος - Μαρία Δημητριάδη - Νίκος Πλουμπίδης

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.

Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.

Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.

Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.

Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.

Θάνος Μικρούτσικος - Μαρία Δημητριάδη - Ρόζα Λούξεμπουργκ

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος


Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.

Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.

Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόροι.

Πατησιων Και Παραμυθιου Γωνια - Δημητρης Μητροπανος

Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Μουσικη:Μικρουτσικος Θανος
Στιχοι: Αλκαιος Αλκης

Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα
λιώμα ξύπνησα μα σ' αγαπώ ακόμα
στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι
με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο
στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω
να ενωθώ μ' όλης της γης τα κατακάθια
να γευτώ όλα τα ρόδα και τ' αγκάθια

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

Δημήτρης Μητροπάνος - Δημώδες

Από τον δίσκο του 1996 "Στου αιώνα την παράγκα", Στίχοι: Κώστας Λαχάς, Mουσική: Θάνος Μικρούτσικος, Πρώτη ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος


Πάλι εξόριστος και χάνομαι στην πόλη ένας ακτήμονας της νύχτας μοναχός ναυαγισμένος Τειρεσίας σε φορμόλη σφάζουν κριάρια και σηκώνεται αχός Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα Πέφτουν τα οδοφράγματα κι η νύχτα Ιανός πίσω από σπασμένες διαθλάσεις ένας καθρέφτης και γελά ο ουρανός κι ο Ιωνάς μέσα στο κήτος της θαλάσσης Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα

Θάνος Μικρούτσικος - Μπαλάντα για τους ασφαλίτες

Στίχοι: Wolf Biermann
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχοι
Αισθήματα έχω αδερφικά
για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά
που με χιόνια και βροχές
να με φυλάνε έχουν διαταγές.

Μικρόφωνα βάζουν για ν’ ακούν
όσα από το στόμα μου περνούν
τραγούδια και βρισιές κι αστεία
στον καμπινέ και στην τραπεζαρία.

Αδέρφια μου ασφαλίτες, εσείς μόνο
τον δικό μου ξέρετε τον πόνο.

Εσείς ξέρετε πως
η σκέψη μου είναι διαρκώς
τρυφερή και παθιασμένη
στον αγώνα αφιερωμένη.

Λόγια που αλλιώς θα `χαν χαθεί
στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί.
Και για ύπνο όταν πάτε
τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε.

Ευχαριστώ γι’ αυτό πολύ
συνεργάτες μου πιστοί.

Μαρία Δημητριάδη - Η μπαλάντα του οπερατέρ

Στίχοι: Wolf Biermann
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Στο Σαντιάγκο, στης σφαγής τα χρόνια
πέσαν πολλοί και πού να βρεις ονόματα
και με μια λέξη να ποια είναι η Χιλή
κάποιος που ταινία γυρίζει τη σκηνή του φόνου του.
Αχ ! Η δύναμη βγαίνει απ` τις γροθιές
κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα
από στόμια βγαίνει η δύναμη
κι όχι από τα στόματα.

Σύντροφοι, γνωστό αυτό
ήταν, είναι και μένει αληθινό
κι αυτή είναι η πικρή αλήθεια της Ουνιδάδ Ποπουλάρ.

Αυτό το φιλμ μάθημα ας μας γίνει
είδα τη δουλειά των στρατιωτών, το μακέλεμα
είδα σκηνές που όλοι γνωρίζουν
το λαό να τρέχει στο λιθόστρωτο για να σωθεί
και τα ντουφέκια να σαρώνουνε τους δρόμους
και προλετάριους να ξαπλώνονται νεκροί
είδα τις σφαίρες να ξεσκίζουνε τα παιδιά
και τις γυναίκες να ρίχνονται πάνω στους νεκρούς.

Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου - Μαρία Δημητριάδη


Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος


Πώς να κοπάσει ετούτη η τρικυμία
τα κύματά της με καταζητούνε
φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
με ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε

Στον όλμο εκεί υπνοβάτης βλαστημάει
και τρώει ένα κουλούρι σκεφτικός
έφυγε απ' την καρδιά μου ο πανικός
και γελαστός την πόρτα μου χτυπάει

Άλογο ατίθασο μακριά με φέρνει
στων κυνηγών του χρόνου την αυλή
ο πυρετός τους την ζωή μου παίρνει
και τ' άλογό μου τρέπει σε φυγή

Η τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
για μιαν ανεξιχνίαστην αιτία
καρφώθηκα σε όμορφη εξορία
το πέλαγο καρφί μου και σφυρί

Θάνος Μικρούτσικος - Το κακόηθες μελάνωμα


Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Θάνος Μικρούτσικος
Δίσκος: Εμπάργκο (1982)


Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα
και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη.
Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
καχύποπτοι, ανύποποι και ύποπτοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου πώς ν' αγοράσω
τώρα που απόμεινα στον άσσο.

Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις
μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη.
Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις
παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Απόψε πρέπει να προφτάσω
γιατί αύριο θε να σε χάσω.

Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν
και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη.
Σ' αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν
διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσσο.

Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι
οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα φτάνουν φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Κι εγώ απόψε θα σε χάσω
και αύριο θα σε ξεχάσω.


Για το φτωχό Μπερτολτ Μπρεχτ Θ Μικρούτσικος

Δίσκος: Μουσική πράξη στον Μπερτολτ Μπρεχτ (1978)
Στίχοι: Bertolt Brecht
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Θάνος Μικρούτσικος

Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα 'ναι ως το θάνατό μου

Έχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνά

Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιότροπα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ' αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι

Απ' αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ'αυτόν που τρώει,
τ' αδειάζει

Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ' αξιόλογο δε θα ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να 'ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ' την πίκρα να μου σβήσει

Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή

Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Θάνος Μικρούτσικος - Μικρές νοθείες


Thomas Bernhard-[Θα σηκωθώ και θα απαγγείλω τον στίχο μου]

Θα σηκωθώ και θα απαγγείλω τον στίχο μου
για τους ζητιάνους, που από εγκατάλειψη ζουν,
στους δρόμους των καταστημάτων. Στους δρόμους,
στους οποίους γυναίκες τη σάρκα τους προδίδουν
για μια μέρα στο λούνα παρκ.
Μετάφραση: Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου

Μαζί σου ξεμυαλίστηκα - Στέλλα Χασκίλ, Μανώλης Χιώτης 1949


Μαζί σου ξεμυαλίστηκα - Στέλλα Χασκίλ
Δίσκος:  Odeon GA 7506  .
Σύνθεση: Μανώλης Χιώτης
Αθήνα, 1949
____________________________
Θαρρείς και μάγια μου' κανες

και σ' έχω αγαπήσει

κι αν θα σε χάσω η καρδιά

στη μέση θα βαΐσει


Μαζί σου ξεμυαλίστηκα, στα δίχτυα σου τυλίχτηκα

το σπίτι μου αρνήθηκα, γιατί σε αγαπώ


Πολλοί μου λεν τι σου 'χω βρει

και σ' έχω στην καρδιά μου

θα βλέπανε αν είχανε

τα μάτια τα δικά μου


Μαζί σου ξεμυαλίστηκα, στα δίχτυα σου τυλίχτηκα

το σπίτι μου αρνήθηκα, γιατί σε αγαπώ


Δεν έχω μάτια τώρα πια

καμιά για να κοιτάξω

τον κόσμο κι αν μου δώσουνε

ποτέ δε θα σ' αλλάξω


Μαζί σου ξεμυαλίστηκα, στα δίχτυα σου τυλίχτηκα

το σπίτι μου αρνήθηκα, γιατί σε αγαπώ

Αργύρης Χιόνης-ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (αποσπάσματα)

1η ΕΚΔΟΧΗ: Τα ψηλά βουνά έχουνε πάντοτε γυμνή την κορυφή τους. Κατάφυτα στα πόδια, στην κοιλιά, στο στέρνο τους, αλλά το φαλακρό κεφάλι τους ακουμπά κατευθείαν στο γαλάζιο.  Σκληρή και αιχμηρή η πέτρα, ερωτευμένη με την τρυφερή σάρκα του ουρανού.

2η ΕΚΔΟΧΗ: Τα αιωνόβια δένδρα ξέρουνε τα πάντα για τη ζωή των σκουληκιών κάτω από το χώμα, για τη ζωή των μερμηγκιών  και των θηρίων πάνω στο χώμα, για το τραγούδι των πουλιών και του ανέμου πάνω από το χώμα. Τα αιωνόβια δένδρα είναι σοφά: υποδέχονται μ’ ένα χαμόγελο επιείκειας τον ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα.

3η ΕΚΔΟΧΗ: ΟΙ μικροί θάμνοι που ποτέ δεν φιλοδόξησαν να γίνουν δένδρα γίναν στοργικά καταφύγια για την πέρδικα και τον κορυδαλλό. Καλοί μικροί θάμνοι… Το ελάχιστο όμως ραδίκι, το τρελό ραδίκι που ζήλεψε τη δόξα του κυπαρισσιού… Τι απόγινε;

4η ΕΚΔΟΧΗ: Οι παπαρούνες κάποτε τρελαίνονται, εγκαταλείπουνε το μίσχο τους, γίνονται πεταλούδες κι αρχινούν από λουλούδι σε λουλούδι να πετούνε. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μαργαρίτες, μόνο που αυτές  γίνονται μικροί ήλιοι που πλανιόνται στο διάστημα, επιτείνοντας τη θέρμη του ήλιου, επισπεύδοντας έτσι τον ερχομό του συμφέροντος.

5η ΕΚΔΟΧΗ: Το πέτρινο λουλούδι ή το ζωγραφιστό ή το χυμένο στο χρυσάφι, στο χαλκό ή στο λόγο, το πλουμισμένο με πολύτιμα πετράδια ή σμαλτωμένο με στιλπνά επίθετα, το έργο τέχνης, που ο θάνατος το μίσχο του ποτέ δεν θα τσακίσει, ποτέ του δεν αναδίνει την πρόσκαιρη ευωδιά της αιωνιότητας.

7η ΕΚΔΟΧΗ: Η σιωπή είναι ένα παράσιτο που φύεται παντού: ανάμεσα στις φράσεις, ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα ακόμα και στους φθόγγους. Είναι τόσο πυκνή που μερικοί διατείνονται ότι είναι ο ήχος το παράσιτο και όχι η σιωπή

8η ΕΚΔΟΧΗ: Υπάρχουνε κάτι μικρά πουλιά που αγαπούνε τους κροκόδειλους, που παίρνουμε στα σοβαρά τα δάκρυά τους, που άφοβα πετούν μέσα στα φοβερά σαγόνια και μ’ επιδέξια λεπτά ραμφίσματα τους καθαρίζουν στοργικά τα δόντια. Σαν γέρους ξεμωραμένους γονείς, σαν απροστάτευτα όντα, έτσι τους βλέπουμε τους τρομερούς κροκόδειλους αυτά τα ελάχιστα πουλιά.

11η ΕΚΔΟΧΗ: Κανείς φυσιοδίφης δεν έχει ακόμα αποφανθεί αν είναι η ζέβρα μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο.

12η ΕΚΔΟΧΗ: Τι αρμονία και τι δύναμη στο πέταγμα του αετού –ούτε οι άγγελοι δεν ορίζουν τόσο τέλεια τα φτερά τους – και πόσο αδέξιο, πόσο ανάπηρο το βάδισμά του – ακόμα και οι κότες φαντάζουν πλάι τους βασίλισσες

13η ΕΚΔΟΧΗ: Η απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλά ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει ένα αδειανό κλουβί γι’ αυτήν.

(επιλογές από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 

Πηγή:http://efimeriesoneirou.blogspot.com/2016/05/blog-post_5.html

Σεργκέι Γεσένιν-"Πέντε ποιήματα"









* * *


Δε θάρθω πια· τα κόκκινα κλαδιά δε θα πατήσω,
μες στις μολόχες δε θα ψάχνω τα ίχνη σου να βρώ·
με των μαλλιών σου το αχυρένιο το δεμάτι
για πάντα σε ονειρεύτηκα και σε κρατώ.


Με πορφυρό χυμό βατόμουρων στο δέρμα
έτσι όμορφη, γλυκειά και τρυφερή,
με λιόγερμα τριανταφυλλένιο μοιάζεις
και με το χιόνι που ακτινοβολεί.


Οι σπόροι των ματιών σου πάνε, μαραθήκαν,
έλιωσε ως ήχος τ’ όνομά σου το λεπτό,
μα απ’ τα παρθένα χέρια, στο παλιό μαντίλι,
μένει το μύρο του μελιού μεθυστικό.


Στην ήρεμη ώρα που στη γη ο αποσπερίτης
πλένει το στόμα με το ποδαράκι του ως γατί,
απ’ τ’ αγεριού τις μουσικές κερήθρες
ακούω για σένανε ομιλία σιγαλινή.


Τώρα ας μου ψιθυρίζει το γαλάζιο βράδι
πως είσουν όνειρο· όποιος έχει εμπνευστεί
απ’ του κορμιού σου κι απ’ των ώμων σου τη χάρη
τ’ άγιο μυστήριο με τα χείλη του έχει ασπαστεί.


Δε θάρθω πια· τα κόκκινα κλαδιά δε θα πατήσω,
μες στις μολόχες δε θα ψάχνω τα ίχνη σου να βρώ·
με των μαλλιών σου το αχυρένιο το δεμάτι
για πάντα σε ονειρεύτηκα και σε κρατώ.



1915-1916


* * *


Πέρασε η μέρα, κι η γραμμή όλο λιγοστεύει·
άλλο ξεκίνημα· φυγή ξανά γι’ αλλού.
Με ελαφρό τίναγμα του ενός άσπρου δακτύλου
κόβω τα μυστικά τα αιώνια του νερού.


Απ’ το γαλάζιο ανάβρυσμα της μοίρας μου, ένα
κρύο κατακάθι μόνο αφρού, χτύπος βαθύς·
το ζαρωμένο χείλι το σφραγίζει τώρα
μια νέα ρυτίδα αιχμαλωσίας βουβής.


Μέρα τη μέρα γίνομαι πιο ξένος
στον εαυτό μου και στων άλλων τη ζωή·
απόνα αυλάκι του καθάριου κάμπου
ο ίσκιος του κορμιού μου έχει κοπεί.


Ίσκιος γυμνός, και χάθηκε από τότε
παίρνοντας τους γερμένους ώμους μου μαζί·
κάπου μακριά-μακριά θα υπάρχει τώρα
και κάποιον άλλον θ’ αγκαλιάζει θα φιλεί.


Κι ίσως − ποιος ξέρει − γέρνοντας σ’ εκείνον
θα λησμονήσει εμέ παντοτινά·
στη στοιχειωμένη σκοτεινιά του στηριγμένος
τα χείλη και το στόμα θάχει αλλάξει πια.


Και ζει στους ήχους των πανάρχαιων χρόνων
που τριγυρνούν στα δάση σαν ηχώ
κι εγώ το μαύρον ίσκιο του ίδιου μου πορτραίτου
με χείλη γαλάζια φιλώ.



1916


* * *


Κόσμε μυστήριε, κόσμε μου αρχαίε,
κατάκατσες και κόπασες σαν τον αγέρα πια.
Το λαιμό, κοίτα, του χωριού πώς σφίγγει
με τα πέτρινα χέρια της η δημοσιά.


Τι φοβισμένα μες στη χιονισμένη ασπράδα
ο τρόμος φτεροκόπησε κουδουνιστός.
Χαίρε μου εσύ, θάνατε μαύρε, να με
έρχομαι προς συνάντησή σου σκοτεινός.


Ω, πόλη, πόλη, σε σκληρή διαμάχη
μας βάφτισες ψοφίμια και βρωμιά.
Παγώνει ο κάμπος μέσα στην αχνή του θλίψη
απ’ τα τηλεγραφόξυλα πνιγμένος για καλά.


Σκληροί οι μυώνες του διαβολεμένου σβέρκου
δε χαμπαρίζουν τις ατσάλινες γραμμές.
Ε, τι να γίνει; κι αν σκοντάψεις δε θα πέσεις −
μη κι είμαστε πρωτάρηδες μαθές;


Των άγριων νόμων το τραγούδι ετούτο
ας είναι αιώνιο κέντρισμα για την καρδιά!
… Έτσι κι οι κυνηγοί ερεθίζουνε το λύκο
κλείνοντάς τον σφιχτά με παγανιά.


Έπεσε το θεριό… κι από της γης την άχνα
κάποιος θα ρίξει τη στερνή βολή…
Ξάφνου ένα πήδημα… κι ο δίποδος εχθρός του
απ’ τα σκυλόδοντα κομμάτια θα γενεί.


Ω, χαίρε εσύ, θεριό μου αγαπημένο!
εύκολα στο μαχαίρι δεν αφήνεις το λαιμό·
όπως εσύ, το ίδιο κι εγώ, από δω διωγμένος,
μες από σιδερόφραχτους εχθρούς περνώ.


Κι αν τώρα ακούω των κυνηγών το νικητήριο κέρας
όπως εσύ, πάντα έτοιμος είμαι κι εγώ·
το εχθρικό αίμα για καλά θα δοκιμάσει
το τελευταίο πήδημα θανατερό.


Κι αν πέσω εδώ στη μαλακιάν ασπράδα
κι αν το κορμί μου μες στο χιόνι βυθιστεί,
τρανό τραγούδι εκδίκησης για το χαμό μου
θα μου το τραγουδήσουνε στην άλλη ακτή.



1922



ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΓΙΑ ΚΕΙ ΤΡΑΒΑΜΕ





Τώρα κ’ εμείς για κει τραβάμε λίγοι-λίγοι
στη χώρα αυτή που βασιλεύει η ευλογία κ’ η σιωπή.
Ίσως κι εγώ, τα υπάρχοντά μου τα φθαρμένα,
θα πρέπει σύντομα να τα μαζεύω για τα κει.


Δάση μου εσείς αγαπημένα από σημύδες!
Άμμοι της στέπας άμετροι. Και γη μου εσύ!
Μπροστά σ’ αυτόν το μέγα πλούτο που μου φεύγει
δε βρίσκει τρόπο η θλίψη να κρυφτεί.


Α, πόσο, πόσο αγάπησα σ’ αυτόν τον κόσμο
ό,τι ολοζώντανο τυλίγει την ψυχή,
γαλήνη στις οξυές που ανοίγοντας τα κλώνια
ξεχάστηκαν κοιτώντας τον ορίζοντα τριανταφυλλή.


Μέσα στην ησυχία πλήθος σκέψεις έχω πλάσει,
πλήθος τραγούδια αρμόνισα για μένανε. Γι’ αυτό
νιώθω ευτυχής που ανάσαινα και ζούσα
στην αγριεμένη τούτη γη, στον άγριο αυτό καιρό.


Είμαι ευτυχής που φίλησα πολλές γυναίκες,
που μάδησα άνθη, που κυλίστηκα στη χλόη την απαλή·
τα ζώα, σαν τα μικρότερά μου αδέρφια
ποτέ μου δεν τα χτύπησα στην κεφαλή.


Το ξέρω πως εκεί τα δάση δεν ανθίζουν,
δεν κουδουνίζει η σίκαλη τον κύκνειο της λαιμό·
μπροστά σ’ αυτόν τον πλούτο που μου φεύγει
με περιτρέχει ρίγος παγερό.


Το ξέρω πως στη χώρα εκείνη δε θα υπάρχουν
οι κάμποι αυτοί που στο σκοτάδι λάμπουνε χρυσοί,
γι’ αυτό και τόσον ακριβοί μού είναι οι ανθρώποι
που ζουν μαζί μου πάνω εδώ σ’ αυτή τη γη.



1924


* * *


Όχι φωνές, πικρίες και κλάματα.
Αντίο, μηλιές, πούχα αγαπήσει·
μ’ άγγιξε κιόλας το φθινόπωρο
κι η νιότη απόμακρα έχει σβήσει.


Τα καρδιοχτύπια, πάει, περάσανε·
ναι, λίγη ψύχρα − η πρώτη. Το ίσο
χαλί των χωραφιών που αγάπησα
γυμνόποδος δε θα πατήσω.


Αντίο, ωραίες περιπλανήσεις μου,
των αισθημάτων μου άγρια δάση·
νιότη τρελλή που τα τραγούδια μου
παράφορα είχες λαμπαδιάσει.


Κανένα πια τρανό λαχτάρισμα·
μη και μες στ’ όνειρο έχω ζήσει:
Καβάλλα σ’ ένα ρόδινο άλογο
μια χαραυγή έχω διασχίσει.


Φύλλα από μαυρισμένο μέταλλο
σκορπάει τριγύρω το σφεντάνι.
ευλογημένο ας είναι ό,τι άνθησε
πάνω στη γη και θα πεθάνει.



Από το βιβλίο «Σεργκέη Γεσένιν - Ποιήματα», εκδ. Κέδρος, 2000.
Απόδοση Γιάννη Ρίτσου
Βασισμένη στην κατά λέξη μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά.