Του Συμβούλου Χριστού και του Απόλλωνα ο χρησμός
ορίζει εγώ τη μάνα μου να παραδώσω
μέσα στο άλσος του σεπτού Ελικώνος
και με το τελεσίδικό μου χέρι
και της μαχαίρας μου τα επιχειρήματα
να υποδείξω προς αυτήν το θάνατο.
Οι γυμνικές φωνές του στήθους της
δεν με τρομάζουν ουδέ κι αναχαιτίζουν την ορμή
με την οποία στης γοής το κέντρο
τον άξονα της φρίκης θέλω στήσει.
Οι άλλοι ας λέν το πάθος πως μου λείπει
κι ότι στεγνώνω το αίμα μου· αλλά τί;
Ο λόγος είναι, αλήθεια, για το δίκαιο
που χάθηκε στην άμμο και βουλιάζει
χωσμένο εκει που κρύβει ο μέγας ήλιος
το κολονάτο του άναμμα, τις χρύσιες επωμίδες.
Ο Τιτυός, ο Τάνταλος και ο Σίσυφος,
η Σκύλλα, μ᾽ έξι τους λαιμούς
τις τρεις σειρές τα δόντια
και τα ποδάρια δώδεκα, δεν επαρκούν
του άδικου το είδωλο ν᾽ αποτυπώσουν.
Το φίδι στην Αυλίδα τρώει εννιά στρουθιά,
εννιαχρονίτες ταύροι ράβουνε τ ασκί
του Αίολου με το δέρμα τους —
είν όλα παραμύθια
τόσο αδρά και τόσο αληθινά
όσο το φάντασμα της μάνας του Οδυσσέα
στον Άδη κάτω, που ξεφεύγει τρεις φορές
απ᾽ την αγκάλη του ήρωα και τ᾽ απομένει ο κόπος.
Στου λογικού τα σπλάχνα σπλάχνιση καμία
κι αδήριτη σαν σίδερο η ανάγκη
μες στον αναβρασμό να μαστιγώνεις
του Ποσειδώνα τ᾽ άλογα με το δοξάρι
του εκηβόλου Απόλλωνα που περιφράσσει
στο κέντρο του νοός κάθε συναίσθημα.
&
Λόγια του κόρφου, υγραίνοντας τη μοίρα
και πώς να γονατίσουν τη μεγάλη
ψυχή του Ορέστη που παράμερα στραγγίζει
της φόρμιγγάς του τήν παλικαριά,
τα χάδια του πολύτριχου πατρός του
και τήν ευγένειά του, αλίμονο, σαν βλέπει
απά στον ώμο της ξωθιάς μητρός του
νυχτερινής ηδυπαθείας τατουάζ.
Τόσο πολύ βαθιά του αυτός να μελανίσει θέλει
της ατιμίας το τίναγμα, με χέρι που διασχίζει
σαν το πεσούμενο άστρο χίλιους αιώνες,
αλλά η μουριά στα νώτα του «γαλήνεψε» του κρένει.
Κι αν τον διχάζει δάκρυ που διστάζει,
εκλογικεύει ωστόσο το σωστό
του πάθους του διαμάντι με τον χόλο
μιας εντολής που ανθρώπινα δέν πάλλει.
Της εκλογής ο κίντυνος τώρα δικός του:
Στιγμή που κράτησε τριακόσια χρόνια
μέσα στο άλσος από μαύρες λεύκες
και σε λουτρό που η μιαιφόνος είχε
θεά τών οφεων ξαναγεννήσει
την αγελαδομάτα παρθενιά της.
Σύ που τον άντρα σου έσφαξες με το διπλό πελέκι,
σύρε γοργά στον Άδη ωσάν Παιδίσκη,
Νύμφη και Χήρα κι Έμπουσα με χάλκινο σανδάλι
και μη γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις
τ᾽ αριστερό μου χέρι και τις χρυσές ταινίες
που δένουν στα πλευρά μου δυο λαιμούς
φολιδωτά φιαλίδια με το αίμα
της Μέδουσας ή ταύρου του ιερού,
Μη με συστρέψει ο ίλιγγος και μη δε σ᾽ αφανίσει
σταγών ολέθρου, σταλαγμό αντίρροπο αποτάσσοντας.
Ότι θ᾽ αλυσοδέσω την οργή μου
να μη αποδράσει και σε δίσκο τα βυζιά σου,
σαν της Αγάθης του Τιέπολο, θα βάλω
και τον ομφάλιο λώρο θ’ αποσχίσω.
&
Λόγια του Ορέστη σκηνοθετημένα:
«Μίαν άλλη Κλυταιμνήστρα νά χα μάνα,
των παθών της ν᾽ αλάφραινα το κλέος
κι ημίθεος ο θάνατος να τή σκεπάζει».
Λόγια Χορού: «Αν τη μάνα σου να θανατώσεις θέλεις,
φόνευσε πρώτα εντός σου το θείο πρόσωπο της,
χτύπα το καταγής και κάνε το χταπόδι
όσο μπροστά σου ορθώνεται η επιφάνειά της
κι όσο οι θεοί κινούνται κεντρισμένοι
απ᾽ τά δικά σου αισθήματα, διαθλώντας φύλλα, κορμό και κάθαρση παθών.»
(ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ, 2013)
Πηγή:https://antonispetrides.wordpress.com/2014/11/05/ancient-greek-drama-modern-greek-poems-3/
(ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ, 2013)
Πηγή:https://antonispetrides.wordpress.com/2014/11/05/ancient-greek-drama-modern-greek-poems-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου