Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Γιάννης Ρίτσος -Ισμήνη

(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κι είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό —ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων— μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. Εκείνος αφήνει αδέξια στο πάτωμα το καλάθι και τη γλάστρα σα να ’κανε κάτι ανάρμοστο και μεταβιβάζει το μήνυμα του πατέρα του. Του προσφέρει κάθισμα απέναντι στο παράθυρο. Τον ρωτάει για την υγεία του πατέρα του, για τα κτήματα. Εκείνος μιλάει ατελείωτα για τη ζωή στους αγρούς, για τις σοδειές, τα δέντρα, τα ποτάμια, τ’ άλογα, τις αγελάδες. Εκείνη, παρότι αφηρημένη, επιδεικνύει υπερβολικό ενδιαφέρον για όλα, παρατηρώντας τα δυνατά, άβολα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό. Το φως μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αχνορόδινο. Αργότερα γυρίζει στο πορτοκαλί, στο βιολετί, στο μενεξελί, ώς το βαθυγάλαζο. Απ’ τον κήπο ακούγονται τα πουλιά. Στιγμές στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου, Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κι ίσως γι’ ατό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):

Να ’ρχεστε πότε πότε· — αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέραο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δεν φεύγει,εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες —αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.

Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν — κανείς δεν τα κουρντίζει·κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέριπου πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχεινα μου αφαιρέσει τίποτα — φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.

Αυτή η αργή αυστηρότητα πολλαπλασιάζει την απόστασηαπό μένα σε μένα, απ’ τη μια κίνηση στην άλλη,απ’ τη μια θύμηση στην άλλη. Ένας ολόκληρος μήνας θα χρειαστείνα περάσεις απ’ το ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Μια αόριστη ομίχληστέκεται ανάμεσα στα πάντα. Πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα πρωινά,κάθομαι εδώ, πίσω απ’ τα τζάμια και κοιτάω φιλικά την απόσταση· στο βάθοςτυχαίνει κάποιος να περνάει καμιά φορά, ατμισμένος,μια απρόσωπη, άσαρκη κηλίδα — κι ούτε επιχειρείς να την προσδιορίσειςούτε σε νοιάζει πού θα πάει —εδώ ή εκεί— το ίδιο κάνει…
Τα δέντρα
άυλα κι αυτά. Κείνες τις ώρες, αν κάποιος ξυλοκόποςδοκίμαζε με το πελέκι του να κόψει μιαν ιτιά, ένα κυπαρίσσι,ούτε ήχος ούτε ξύλο ούτε πελέκι.
Αυτή η ωραία αοριστία
είναι η μοναδική πραγματικότητα — φτιάχνει από μένανε μια ξένημακρινή κι άτρωτη σχεδόν, όπως εκείνη η κηλίδα στην ομίχλη,και χαίρομαι αυτή την ελαφρότητα, μόλο που τη φοβούμαι κάπως.

Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια, αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου,αν λύσω τα κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου, προπάντων αν βγάλωετούτα τα βαριά περιδέραια, που μου κρατούν το λαιμό σα χαλκάδες,θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα εξαερωθώ. Δε θα το ’θελα.Ίσως γι’ αυτό τα φορώ. Με στερεώνουν κατά κάποιο τρόπο,παρότι μ’ ενοχλούν συχνά· — τα φορώ και στον ύπνο μου, σα να ’μαιένα σκυλί που εγώ η ίδια το ’χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα.

Μια τάφρος σιωπής —όπως είπατε— το τριγυρίζει αυτό το σπίτι,σεβάσμια ή όχι — ας έλειπε. Εδώ κάπου, ίσως κι εντός μου,υπάρχει ένας στενόμακρος διάδρομος χωρίς φεγγίτεςχωρίς φανάρια, χωρίς πόρτες, — δε βγάζει πουθενά· μυρίζεισάπιο σανίδι, σκόνη, μούχλα, κατσαρίδες, παλιωμένο χρόνο·άνθρωποι αμίλητοι περνάνε κουβαλώντας σπασμένες καρέκλες,μεγάλα ξύλινα κιβώτια, κάδρα, πανάρχαιους καθρέφτες —

Κάποτε πέφτει ένα κρύσταλλο, μια πρόκα ή το κατάχλωμο χέριμιας ελαιογραφίας στρατάρχου, ή μια ανθοδέσμη μενεξέδεςαπ’ τα διάφανα, λεπταίσθητα χέρια μιας ζωγραφισμένης δέσποινας, —κανείς δε σκύβει να τα πάρει· μήτε φαίνονται άλλωστεμέσα σ’ αυτή την κατευναστική μονιμότητα της σκιάς, όπου όλαέχουν περάσει στην αρμοδιότητα του ανεκμετάλλευτου, του ανέκφραστουή της σιωπής ή και των ποντικών.
Το μόνο που ακούγεται
είναι το βήμα των ποντικών (καθόλου το ροκάνισμά τους —αυτά τα πράγματα δεν έχουν πια πυκνότητα, δε ροκανίζονται), μονάχατο συρτό βήμα τους στους τοίχους και στο σώμα μαςή μάλλον μες στο σώμα μας.
Κι είναι μια ωραία ασχολία
να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευσησ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.

Όχι, λοιπόν, κατάρρευση —μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού να πέσουν·—ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγαμια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,μια ύστατη ισορροπία — η ύστατη ελαφρότηταόλης της ύλης — άρα και του θανάτου.
Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη —
αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,κάθε φιλοδοξίας — μια εξαίσια νάρκη χειμερίαμ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτουγια κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτεςγια να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας —όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μαςότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.

Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· —πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τουςστο ταβάνι, στους τοίχους· — η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,αν είναι σώματα γυμνά — μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τουςεπάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμαμελανό κι ερυθρό· — η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθοςμε τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμαμέσα σε μια βαθιά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμαείναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοιδεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.Ποιά η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποιά η άνεσή τους;

Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει,λες κι ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείαςπου χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισετο ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσοήταν γιατί τους γλίτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό τηςτιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,αθωώθηκαν και ησύχασαν.
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψηήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερεότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένειαργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησενα τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομαμιας πονηρής κι ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβοόλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφονταςτον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,αυτή η αιώνια φοβισμένη ώς το θυμό, η αιώνια τρομαγμένημπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένησάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,νιώθοντας ίσως περηφάνια για την δυστυχία της — ποιά δυστυχία;

Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ώς και τον αρραβώνα τηςτον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέρονταςτη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας,επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμασα γυμνό ξίφος ματαιότητας.
Κι αν, κάποτε,
έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίοκαι τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς. Κανείς πια δε μεθούσε.

Μια νύχτα, παίζοντας, αγόρια και κορίτσια, πάνω στο χορό, κάποιοςείχε την έμπνευση ν’ αλλάξουμε ρούχα — να φορέσουν τ’ αγόρια γυναικείακι εμείς αντρικά. Κι ήτανε μια παράξενη πληρότητα, μια αδέξια ελευθερίαμέσα σ’ αυτή την αλλαγή, — σαν ξένοι στον εαυτό μας και ταυτόχρονασωστοί και ειλικρινείς. Μονάχα η αδελφή μουέμεινε με τα μαύρα ρούχα της, στη γωνιά, πετρωμένη,επιτιμητική κι αντιπαθητική. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες,βγήκαμε έξω στον κήπο, σκορπίσαμε. Τα κορίτσια,ντυμένα αντρικά, ήταν πιο θαρρετά απ’ τα αγόρια. Κι είχε φεγγάρι —ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ταψί. Απ’ τα παράθυρα ερχότανη μουσική διυλισμένη απ’ τα φυλλώματα.
Ο Αίμων
φορούσε το δικό μου φόρεμα κι ήταν τόσο δικός μουπου χόρεψα μέσα στο σιντριβάνι και τα νερά κρουνελίζανστα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στα μάγουλά μου,σα να ’κλαιγα — λέει· ώσπου πάγωσα ολόκληρη κι ένιωσα να ’χω γίνειένα άγαλμα επίχρυσο του ίδιου του εαυτού μου, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,άντικρυ στα τυφλά μάτια του πατέρα. Αυτό το ρίγος μού επανέρχεται ακόμη.

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερεπάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδαδυο λευκές κότες κι ένας κόκορας πολύχρωμος· — μου ’κανε εντύπωσηη άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;μήπως υποταγή; γλυκιά σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτόνα ’ταν η δυστυχία της. Κι ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσωςθα ’θελε να ’ναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτουνα τριγυρνάμε γύρω γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένεικλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μουαρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη η απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδαμπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κι έφυγα.Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το ’πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.Πεινούσε κι εκείνη (και το ’ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταννα σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι·μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.Κι αλήθεια, διάλεξε. Κι εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπωςτην πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κι εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζικαι το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυραη μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μουτην τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαναπό τον κήπο ώς το περβάζι. Κι ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατοςδεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριεςτιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότεείχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποιά αμαρτία;—γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ τηςδεν ήταν η αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή· εγώ μόνη μουτης έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκαεκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστιαμε καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσαπενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώραείχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τούς ηθικούς κανόνες,απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μέσ’ απ’ το θάνατονα διακρίνουμε το κάλλος του σώματος; — ίσωςγιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη —απόρθητη—

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκεςαργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναννα του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα ένα τα δάχτυλαστα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,κι η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε· — θα ’θελα πάλινα του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδαπορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυροκαι στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνουςκαι τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.

Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγκος τού Κρέοντακι η κλαγγή του σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνογια να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματααυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
Ο Αίμονας
είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μουμήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση —αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· — μια γαλήνια βεβαιότητα:κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθιά αποκλειστικότητακαι μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα —αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνιμ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· — ίσως γι’ αυτό —για την καινούργια αυλακιά του αλετριού —
Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· — όσο μικροί κι ασήμαντοι,μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκειςμια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κι η μητέρα,τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστηστ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι τηςθαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων —αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,η στάση της, η σκέψη της — όλα είναι τώρα των νεκρών.

Κάποτε στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτηγια να χτενίσω τα μαλλιά μου. Το κρύσταλλο ολόκληροείναι γεμάτο απ’ το σώμα τους. Μονάχα κάτω απ’ τη μασχάλη τους,καθώς ανοίγουν τα τεράστια χέρια τους σε μια χειρονομία απαγόρευσης,πιάνω στιγμιαία ένα μικρό, στριμωγμένο κομμάτι του προσώπου μουή το ’να μάτι μου σα να ’μαι μονόφθαλμη. Πάνω στα σκαλοπάτιαέμεναν κάθε πρωί τα σκονισμένα χνάριααπ’ τα γυμνά, μεγεθυσμένα πέλματά τους. Ήταν δύσκολον’ ανέβω ή να κατέβω, μην πατήσω πάνω τους.
Ώσπου, μια μέρα,
άκουσα ν’ ανεβαίνει ο νέος μας κηπουρός δυο δυο τα σκαλοπάτια —«Κυρία, Κυρία, ανθίσαν τα γαρίφαλα», φώναζε, λαχάνιαζεκι ήταν έτοιμος να κλάψει σχεδόν. Στάζανε τα μαλλιά τουφρεσκοβρεγμένα. Ήταν Μάης. Κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα.

Τα γαρίφαλα τὄντι είχαν ανθίσει. Ήταν εκεί το σιντριβάνι.Βγάλαμε τα κλουβιά τα καναρίνια στο πεζούλι του κήπου,τους πλύναμε τα φλιτζανάκια, αλλάξαμε νερό, βάλαμε καναβούρι·προγευματίσαμε κάτω απ’ τα δέντρα. Είχε ζεστάνει η μέρα.Πέρασα στα μαλλιά μου ένα γαρίφαλο. Το ψωμί ήταν νόστιμο.

Ίσως κι εκείνα τα γαρίφαλα να τα ’χε στείλει ο πατέρας σας. Ήξερεπως αγαπούσα τα λουλούδια. Πάντα του, σαν ερχόταν στην πόλη,μου ’φερνε στο μαντίλι του, μαζί με νοτισμένο χώμαπατάτες από άγρια κυκλάμινα. Με βοηθούσε στο φύτεμα.Θαρρώ πως θ’ ανθίζουν ακόμη στο πάνω μέρος του κήπου. Αν θα θέλατεμπορούμε κάποτε να πάμε να δούμε.
Να του πείτε
πως πάντα τον θυμούμαι· τίποτα δεν έχει αλλάξει εντός μου,τίποτα, ναι, — κι αυτό ’ναι το πικρό, την ώρα που όλα αλλάζουνέξω και γύρω μας — σπίτια κι αμάξια, πρόσωπα και χέρια και όπλα,χτενισιές και φορέματα και τα καπέλα που φορούσαμε —

Θυμάμαι τότε τους απογευματινούς μας περιπάτους με τ’ αμάξι —εκείνα τα καπέλα μας όλο λουλούδια, κέρινα κεράσια, στάχυα,κι εκείνες οι μακριές κορδέλες που ανεμίζανε πίσω μας, πέρα,αγγίζοντας πότε πότε τ’ αυτιά μας σα φιλικά χαλινάριαπου τα τραβούσε ανάλαφρα ο αέρας, αναγκάζοντάς μαςνα κρατάμε το πρόσωπο ψηλά, τραβώντας και το δέρμα μας στα μάγουλά μαςπρος τα πίσω, βαθιά, σ’ ένα μεγάλο χαμόγελο (μπορεί και ν’ αντιγράφαμεαθέλητά μας τ’ άλογα της άμαξας), — γαλάζιες, ρόδινες και κίτρινες κορδέλες,πολύχρωμες ρίζες — σα να ’μαστε τάχα ουράνια δέντρα,ελεύθερα δέντρα κινούμενα.
Κι η εσάρπα της μητέρας
φτεροκοπούσε ακόμη πιο μακριά σαν ένα διάφανο μαβί πουλί πελώριο.

Σαν έβγαινε ο αποσπερίτης, δεν ξέρω πώς, μου φαινότανεπως άλλαζε μεμιάς ο θόρυβος απ’ την εσάρπα της·γινόταν έτσι κάπως δυσοίωνος. Μ’ έπιανε φόβοςμην τυλιχτεί στο λαιμό της και την πνίξει, μη την τυλίξει ολόκληρηόπως σπαργάνωναν παλιά τους νεκρούς.
Γυρίζαμε σπίτι,
βιαζόμαστε ν’ ανάψουμε τις λάμπες, να κάνουμε κάτι.Οι δυο φανοστάτες της εισόδου φρουρούσαν τον πυλώνα. Αργότερα,που ’βγαινε το φεγγάρι, ήταν όμοιο με πόρπη μιας αόρατης ζώνηςκαι πάνω του έτρεμε η σκιά ενός κύκνου ή πιθανόν η εσάρπα της μητέρας.

Ο μικρός αδελφός μου είχε μανία με τις πόρπες· είχε μαζέψειμια ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές, διαφόρων εποχών, αντρικές, γυναικείες,από φαρδιούς πολεμικούς ζωστήρες ή από παλιές λεπτεπίλεπτες ζώνες —περίεργα σχήματα, περίεργα σχέδια, περίεργες παραστάσειςανθρώπων, θεών, πουλιών, τεράτων.
Μια φορά μου τις έδειξε.
Έλαμπαν με ποικίλες λάμψεις το φθινοπωριάτικο εκείνο ηλιοβασίλεμα.Δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνος μου εξηγούσε, μου εξηγούσεσαν κάτι να ’θελε να κρύψει· κάτι μου έμενε ανεξήγητο,κι αυτό ακριβώς μου ’χε αρέσει. Ίσως κι εκείνος αυτό να επιδίωκε,δηλαδή ν’ αναδείξει το ανεξήγητο. Η κυρίαρχη λάμψηήταν ένα βαθύ βυσσινί καθώς το αίμα, ή χαλκοπράσινοκαθώς τα σπλάχνα του ανθρώπου. Μα εκείνο που μου ’μεινε πιότερο απ’ όλαήταν μια αίσθηση από ακμαία σώματα, γυμνά, μετά την κίνησή τουςν’ αφαιρέσουν ανυπόμονα τη ζώνη τους. Όταν του το ’πα, θύμωσε. (Μα μήπωςυπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ανεξήγητο, πιο ασύλληπτοαπό το τόσο απτό —κι ίσως γι’ αυτό,— το τόσο ευμετάβολο ανθρώπινο σώμα;)

Αυτός ήταν που πήγε στους Αργείους. Η αδελφή μου του ’χε αδυναμία.Αυτός κι εκείνη ήταν απόλυτοι, εύθικτοι, άδικοι. Θέλω να πωείχαν μιαν αντίληψη πολύ προσωπική της δικαιοσύνης. Δεν έβλεπανκαι το δίκιο των άλλων ή τη γενική αδικία. Έτσι χαθήκανεκι αυτοί και οι άλλοι. Όμως τις πόρπες τις κρατώ· κι είναι το μόνοπου απομένει απ’ αυτόν. Κι όπως έμαθα αργότερα,τις είχε συγκεντρώσει από ζώνες νεκρών. Αυτή η πληροφορίαδεν άλλαξε την πρώτη μου αίσθηση καθόλου, απεναντίας την υπογράμμισε.

Παράξενο, — μέσα σ’ όλες αυτές τις αλλαγές, τις ταραχές, τις ανακατατάξεις, όπως λένε,να μένει μόνον, ξεχωρίζοντας καθάρια πάνω απ’ όλους τους θανάτους,το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο. Θαρρώπως μόνο κάλλος είναι η άγνοια· μόνη αρετή η νεότητα· —πόσο κρατάει κι αυτή; πόσο κρατάμε; Ανανεώνεται, θα πείτε,με τις ερχόμενες γενεές· —όχι για μας, όχι για μας— ποιά, λοιπόν, η ανανέωση;

Θυμάμαι όταν σηκώναν τ’ αποφάγια απ’ το τραπέζι — κόκαλα, ψωμιά, κουκούτσια,το μάτι μου έπαιρνε κρυφά, ξέρετε, εκείνες τις μαλαματένιες σπείρεςελαστικές, μαγνητικές —τις φλούδες των πορτοκαλιών— σα να ’θελαννα ξαναπάρουν το σχήμα τους. Μια αρχαία κραυγή μού ανέβαινε στο στόμα«μη· μη·», — δεν έλεγα τίποτα· κοιτούσα. Πετούσαν τις φλούδεςπίσω απ’ τη μάντρα του προαύλιου. Δε σας συμβαίνει και σας πότε πότε;Μια κρατημένη κραυγή. Κι οι νύχτες μύριζαν πορτοκαλόφλουδα.

Ευχαριστήστε τον πατέρα σας εκ μέρους μου για τα όμορφα δώρα του.Περαστικά του. Καλές ώρες περάσαμε στα κτήματα —τα μόνα ωραία μας καλοκαίρια. Εκεί γνωριστήκαμεμε τ’ άλογα, τα πλατάνια, τα νερά, — μπορώ να πω και με τ’ αστέρια. Εκεί μάθαμετα ονόματα των φυτών και των πουλιών —μελισσουργούς, καρδερίνες, κοτσύφια·—μου φέρανε κάποτε μια πέρδικα σ’ ένα καλάθι· σε λίγες μέρες πέθανεέτσι ανεξήγητα όπως πεθαίνει ένας άνθρωπος. Την έθαψακάτω απ’ τις δυο μηλιές. Δεν μπόρεσα να κλάψω. Φωνάζαν πιο πέρατ’ αγόρια που λουζόνταν στο ποτάμι. Σε λίγο, έτσι γυμνά, μουσκεμένα,καβάλησαν τ’ άλογα ξεσέλωτα και χάθηκαν στο δάσος.

Ίσως ανάμεσά τους να ’σαστε κι εσείς. Εμένα δε μ’ άφηναν.Εμένα με μαθαίναν χωριστά ιππασία, σ’ έναν περιφραγμένο χώρομε τσουκνίδες, ξερόχορτα, μολόχες. Ήταν όμορφα τότε.Μ’ άρεσε ξέχωρα ο τρύγος. Τα πάντα ευωδιάζανε μούστο,το σπίτι, ο αέρας, το νερό, τα ρούχα, τα παράθυρα. Κοιτούσατα πόδια εκείνων που πατούσαν τα σταφύλια, κόκκινα, ολοκόκκινα,σάμπως βαμμένα με αίμα σε μια ψεύτικη μάχηπου δεν της έλειπε ωστόσο μια ωραία αγριότητα. Κι έλεγα στη μητέρα:«θα πρέπει οι γυναίκες τους να τους γλείψουν τα πόδιαμην πάει χαμένος τόσος μούστος». Κι η μητέρα γελούσε.

Κείνα τα βράδια ήταν πολύ μεγάλα. Ολάκερη η πλάσημοσκοβολούσε σαν παχύρρευστη μουσταλευριά. Μυριάδες αστέριαπασπάλιζαν τις στέρνες με λεπτή κανελόσκονη. Ένα άλογοχλιμίντριζε μέσα στον ύπνο μας.
Το άλογο του Αίμονα, ξέρετε,
όταν χάθηκε εκείνος, δεν το κούνησε διόλου απ’ τον τάφο του.

Εγώ του πήγαινα τροφή, νερό, του ’δινα ζάχαρη μες στην παλάμη μου· —δεν τα δοκίμασε. Σε μια βδομάδα πέθανε κι αυτό. Μετά ησυχάσανε τα πάντα.Μοιράσαμε τα ρούχα τους. Κλειδώσαμε τις κάμαρές τους. Κανέναςδεν έλεγε πια τ’ όνομά τους. Σκεπάσαμε και τους καθρέφτες.

Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τί δύσκολα χρόνια περάσαμε.Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; — Σκοτούρες, σκοτούρες, καθήκοντα,άσκοποι ηρωισμοί· — μεγάλες πόρτες άνοιγαν, έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελούδινα προσωπεία,πονηρίες, κολακείες, μεταμφιέσεις, — να κρυφτούν από ποιόν;από τον εαυτό τους; απ’ τους άλλους; απ’ τη μοίρα; Κι η αδηφαγία της δόξας —θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες παρεξηγήσειςκι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής — τί να την κάνεις;

Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες —ίσως και μέσα μας—φώναζε, φώναζε· κανένας δεν άκουγε· βιάζονταννα πάνε — πού; — να κάνουν — τί; Δεν είχαν μιαν ώρα δική τουςνα γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν μες στο ίδιο τους το σώμα,να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να κοιτάξουν έναν άλλον·κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων — τί να δουν εκεί μέσα;ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο που ήσαν.
Μια μέρα,
μπήκε μες στην τραπεζαρία ένα πουλί. Σάστισαν όλοι·δεν ήξεραν τί ν’ απαντήσουν, μόλο που κανείς δεν τους ρωτούσε· θύμωσαν·«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν· σηκώνονταν απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν τα χέρια τους·έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’ το παράθυρο·σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά· — τους πρόσεξα:μονάχα αυτοί χαμογελούσαν — ξέραν το πουλί· τους έκλεισα το μάτικαι χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι αθώοι (δε νομίζετε;)έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κι εσείς — είμαι βεβαία.

Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλουνα ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέσησε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένοέξω από το κρεβάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας —πάντα τον θυμάμαι—
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένοσ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέωίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε — ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσενα δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγοεκείνα που δεν είχε δει· κι ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ώς τότεέβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματατων φοβισμένων υπηκόων του· — κι εκείνους κι εκείνοναπό παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθέναςκυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· — χώρια η απέραντη κείνη υποψίαπρος όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσατυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρικαμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοιγίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμοςέχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνειο θάνατος που μας παραμονεύει· — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσειένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μαςήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβοςμη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμημένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκαμαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύειςελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζειςκινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο —μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπουένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.

Κακά ’ν’ τα ψέματα — που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κι η αίσθηση εκείνημιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονταιπως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλητων αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμηείναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.

Έχω διαλέξει τούτο το παράθυρο. Σκυμμένη δω πέρα, μισή μέσα, μισή έξω,κοιτάζω, θυμάμαι. Δε μου ανήκει τίποτα. Μια μεγάλη ησυχία.Αρχίζω πάλι να παρατηρώ τα δέντρα, τα πουλιά, τα χρώματα,τα πόδια των κυνηγών που γυρνούν με το σούρπωμα· — τόσο ελεύθερη αισθάνομαι·κάτι έχουν να μου πουν, να μου εκμυστηρευτούν. Κάποτε, ντρέπομαιγι’ αυτή μου την καινούργια τρυφερότητα —παιδικότητα μάλλον—που εγκαθίσταται άθελά μου στα χείλη μου, έτσι κάπωςσαν ένα χελιδόνι σε μια πεσμένη στέγη.
Παράξενο, αλήθεια —
πώς καταλάγιασε κείνος ο θόρυβος, —δε σ’ άφηνε τίποτε ν’ ακούσεις—πώς έσβησε απόμακρα. Είμαι τάχατε εγώ; Ήμουν εγώ; Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, τότε,κάτι έλεγε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού, — σπασμωδικές κινήσεις,πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, — ω, τί άνθρωποι αποτρόπαιοι, θε μου,σαν αποστηθισμένοι, αριθμημένοι, επαναλαμβανόμενοι. Δεν ήξερες τί μήνας, τί ώρα, τί χρόνος.

Πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις (πόσες φορές ξανάγιναν τα ίδια), —σωρός οι στάχτες στις πλατείες απ’ τις φωτιές που ανάβανγια τις μεγάλες γιορτές ή τους νεκρούς — ίδια στάχτη·κάποτε καίγανε κι αυτούς που λίγο πριν τους ονομάζαν ήρωες.Τα φύλλα της δάφνης είχαν χάσει εντελώς το νόημά τους.

Έκλεινες τα μάτια σα να ’κλεινες μια πόρτα σ’ ένα ξένο σπίτι,να μη δεις, να μη σκέφτεσαι. Δολοπλοκίες, δωροδοκίες, προδοσίες·οι πιο εύκαμπτοι στη ραχοκοκαλιά στέκονταν πάντα ψηλότερα·Θηβαίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες, Αθηναίοι —ποιοί διοικούσαν, στ’ αλήθεια;—μια μυστική εξουσία σα να κινούσε από μακριά τα νήματα·έβγαιναν προσωπιδοφόροι τα μεσάνυχτα με δυνατά κλεφτοφάναρα·ένα πρόσωπο, που το ’ξερες, γινόταν άξαφνα μια άσπρη αστραπή ή ένας γδούπος·οι άνθρωποι μες στο φόβο σα να ’σμιγαν πάλι.
Ένα απόγευμα,
ψηλά, από τη σοφίτα ενός φτωχού σπουδαστή, ακούστηκε φλάουτο. Οι γυναίκεςμαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος,χτυπούσε με μια πέτρα το στήθος του· «μάνα μου, μάνα μου», φώναζε·«μάνα μου, να πεθάνω, να πεθάνω», φώναζε·πέρασε ένα καμιόνι σκεπασμένο· όλοι σκορπίσανε· το φλάουτο σώπασε·ο τρελός ούρησε καταμεσής του δρόμου. Οι άνθρωποι χωρίσανε πάλιαγνώριστοι, σφιγμένοι, ξένοι.
Μα ήμουν νέα τότε,
τόσο νέα που δεν το ’ξερα καν. Ξεχνούσα εύκολα. Στο παράθυρο εκείνοαπόμεινε κρεμάμενο, αλαφροσαλεύοντας, δεμένο με σπάγγο,ένα μικρό τριαντάφυλλο. Τόσο μόνο. Ξεράθηκε κι εκείνο.

Χτυπούσαν οι καμπάνες· σώπαιναν. Άνθρωποι εφτάναν, φεύγανε, τρέχαν.Κάποτε πιάνανε καταρρακτώδεις βροχές· πλημμύριζαν οι στέρνες μες στα σπίτια·έλεγες όλα θα τα πάρει το νερό, θα τα τραβήξει στη θάλασσα, θα τα ξεπλύνει.Έβγαινε πάλι ο ήλιος· στέγνωναν· δεν άλλαζε τίποτα. Ο κήποςέκανε τον αθώο· λάμπαν τα γαρίφαλα. Πάνω απ’ τον κήποκροτούσαν τα τυπογραφεία, οι γραφομηχανές. Ίδιοι άνθρωποι μ’ άλλα προσωπεία,κουρντισμένοι, ξεκούρντιστοι, μπαίναν στις αίθουσες, καθόντανμπρος σε μεγάλα, μαύρα, αστραφτερά, δικαστικά τραπέζια,τα χέρια τους ήταν μεγάλες, άπληστες, λυμφατικές αράχνες,ξετύλιγαν ρουλά χαρτιά· διάβαζαν· έγραφαν· σφράγιζαν·έστελναν άλλα χαρτιά· χειρονομούσαν· άνοιγαν διάπλατα το στόμα,φωνή, κραυγή δεν έβγαινε — μια μαύρη τρύπα στον αέρα·μπορεί και να φωνάζαν «ζήτω» ή «κάτω» — δεν ξεχώριζα τίποτα·

μόνο ένας φόβος ξεχώριζε· δεν ήξερα τότε γιατί· απορούσαπώς μπορεί να φοβούνται οι μηχανές, τα τραπέζια, οι καρέκλες,το στόμα του καπνοδόχου, το μισοτελειωμένο κρασί στο ποτήρι,η ψημένη κότα στην πιατέλα, ένα πιρούνι υψωμένο πάνω απ’ το πιάτο —κι έμενε εκεί παγωμένο.
Κάτι όμορφοι αγγελιαφόροι καταφτάναν·
ανοίγαν κι εκείνοι το στόμα τους· ήχος δεν έβγαινε·μα ήταν αλλιώς αυτοί· λαχανιάζαν· μας άρεσεεκείνο το λαχάνιασμά τους· φαινόταν κι η γλώσσα τουςκόκκινη, κατακόκκινη, σα να ’ταν πολύ καλοκαίρι με ποτάμια και δέντρα.

Έστελναν τότε και φωνάζαν τον τυφλό γερο-μάντη. Ένα γλυκό παιδόπουλοτον κρατούσε απ’ το χέρι. Μεγαλόπρεπος, παμπόνηρος, ωραίος,με τη μακριά γενειάδα του ώς τα γόνατα, με τα άδεια μεγάλα του μάτια(θαρρούσα πως υποκρινόταν τον τυφλό και πως τα γένια του ήταν ψεύτικα)με τη δεσποτική του ράβδο, — απόπνεε νηνεμία, μακαριότητα, πληρότητα·γνώριζε —λέγανε— τη γλώσσα των πουλιών, της φωτιάς, της σιωπής, των ανέμων·ένα περιστέρι καθόταν στον ώμο του.
Η αδελφή μου τον φοβόταν,
κρυβόταν πίσω απ’ τη ράχη του ή πήγαινε στ’ άλλο δωμάτιοκι ήμουν βεβαία πως από κει θα κρυφάκουγε. Εγώ τον αγαπούσα. Μια μέραμου ’πιασε το πηγούνι, μου σήκωσε το πρόσωπο. «Θα ’σουνα πιο όμορφη —μου είπε—αν ήσουν αγόρι». «Είμαι», του είπα. Γελάσαμεκι οι δυο σαν συνένοχοι. Οι άλλοι οργίζονταν μαζί τουσα να ’φταιγε αυτός για όσα τους μέλλονταν. Χτυπούσε το ραβδί του κι έφευγε.Πίσω του μέναν κάτι πούπουλα μαύρα, λευκά ή χρυσορόδινα.

Για λίγο γινόταν μια μεγάλη σιωπή, σαν όλα να ’χαν χάσειτη σημασία τους και το βάρος τους. Μια γαλήνια χαλάρωσησερνόταν πίσω απ’ τα γόνατα. Κανένας δεν έδιωχνετη γάτα που ’χε ανέβει στο τραπέζι και μασούσε ένα ψάρι. Στα τζάμια του παράθυρουτο φως χυνόταν υπόλευκο, πεπλατυσμένο. Κι αμέσως μετάχτυπούσαν ξέφρενα τα τύμπανα. Μια σάλπιγγα πάνω στο φρούριοκαι μια άλλη απέναντι, μέσ’ απ’ τα λιόδεντρα. Τις νύχτεςανάβανε φωτιές από λόφο σε λόφο. Πυρσοφόροι περνούσαν,μια οπή τεράστια ανοιγόταν στο σκοτάδι· διακρινόταν το χάος. Και πάλιη νύχτα κρυβόταν μες στη νύχτα. Όλοι κρυβόνταν. Δεν καταλάβαινα τίποτα.

Πότε μας βάζαν ν’ απαγγείλουμε κάτι ποιήματα μπροστά σε ξένους.Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμεμιαν ανθοδέσμη σ’ έναν άσκημο, αδύνατο γέρο με ψεύτικες μασέλες. Πότεμας βγάζαν κι εμάς στον εξώστη να χαιρετίσουμε τα πλήθη. Πότε μας κρύβανκάτω στα υπόγεια με τα μεγάλα κιούπια. Κοιτούσαμε τις αράχνες·έσταζε το κερί· παίρναμε τις ζεστές σταγόνες· φτιάχναμελαγούς, αλέτρια, βάρκες ή γυμνά ανθρωπάκια. Πότε μας στέλναν,νύχτα, με συνοδεία, στα χτήματα, κοντά στον πατέρα σας.

Δεν προφταίναμε να βγάλουμε τα σαντάλια μας, να σεργιανίσουμε στη χλόη,να κόψουμε μόνες ένα μήλο. Μας έπαιρναν πάλι.Άλλαζαν οι σημαίες στα φρούρια, στα δημόσια κτίρια. Ποιός νίκησε τάχα; Ποιός νικήθηκε;

Οι καβαλάρηδες πηδούσαν απ’ τ’ άλογα, βγάζαν τις σέλες,τις κουβαλούσαν στο διάδρομο· κάθονταν στα σκαμνιά· βγάζαν τις ζώνες τους·βγάζαν τις μπότες τους. Τα πόδια τους ήταν μεγάλα.Μύριζαν πεύκο και τραγίλα. Οι γυναίκες προφασίζονταν τις συναχωμένες·έσφιγγαν το μύλο του καφέ μπροστά στο παράθυρο, ώσπου να βγει το φεγγάρι.

Τότε, νομίζω, κατέβαιναν οι αλεπούδες κι οι λύκοι απ’ το δάσος.Έλαμπε ολόκληρη η νύχτα σαν ασβεστωμένη.Το ποτάμι στεκόταν· δεν έτρεχε. Οι πέτρες ήταν άσπρες.Μπρος στα κρεβάτια χάσκαν οι μεγάλες μπότες των ιππέων.Ο πιο μικρός ζεσταινόταν· γδύθηκε ολόκληρος·πέρασε πίσω απ’ την κουρτίνα· η κουρτίνα φωτιζόταν.Μαλαματένια φύλλα πέφταν στις ταράτσες. Οι πετεινοί φωνάζαν.

Τότε περίπου τυφλώθηκε ο πατέρας. Μονομιάς όλα γίνηκανκόκκινα, κατακόκκινα με πράσινες βούλες,κόκκινα και τα πιάτα με μια τρύπα στη μέση. Λίγο αργότερα,ακούστηκαν και πάλι σάλπιγγες. Οι άντρες τιναχτήκαν απ’ τον ύπνο τους,ζώνονταν τα σπαθιά τους, πηδούσανε στ’ άλογα. Ένας ίσκιος πελώριοςαπόμενε στο προαύλιο — ίσως να ’ταν απ’ τ’ ορθρινό φεγγάρι,ίσως από το φτερωτό μαρμάρινο λιοντάρι του πανάρχαιου πύργου.

Οι θέσεις τους επάνω στα κρεβάτια μέναν για λίγο ζεστές. Μετά κρυώνανε.Εκεί κουλουριαζόνταν οι γυναίκες και κλαίγαν. Η αδελφή μουμέρα τη μέρα αδυνάτιζε· γινόταν πιο σκληρή· χλώμιαζε·απόφευγε τον Αίμονα και μένα. Έβγαινε μόνη τ’ απογεύματα.Ίσως να πήγαινε ώς τις πύλες των Θηβών, ίσως και να κουβέντιαζεμε κείνη τη λεοντόκορμη γυναίκα. Τα μάτια της σε κάρφωνανμε δυο παγωμένα ερωτήματα, κι ας μη σε κοιτούσε.Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο. Τις νύχτες δεν κοιμόμασταν.

Τα σεντόνια πέφταν στο πάτωμα. Πολλές φορές έκανα πως κοιμάμαι·την παρακολουθούσα — πλαγιασμένην πιο κει σε ασάλευτη ένταση. Μια νύχτατο φεγγαρόφωτο είχε εισδύσει στο δωμάτιο, την έλουζε ώς τη μέση·την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σα χορεύτρια, σαν ιέρεια,σα να ’πλεκε ένα αόρατο σκοινί, σα να ’γραφε αριθμούς στον αέρα·κάτι μετρούσε — ίσως τα χρόνια της (ή μήπως την ανυπαρξία;)ύστερα τα ’φερε γύρω στο λαιμό της, τ’ άφησε εκεί ασημένια,και μονομιάς τινάχτηκε σα να τρόμαξε. Σηκώθηκε,πήρε την άσπρη δαντελένια ομπρέλα της μητέρας, την άνοιξεκαι κάθισε κάτω της, συμμαζεμένη στο κρεβάτι, σαν για να προφυλαχτείαπ’ το φεγγάρι ή απ’ τους ίσκιους της νύχτας. Έμοιαζε έτσισα να ’ταν όλη τρυπημένη από μικρούς ασημογάλανους μαιάνδρους.

Μα ίσως στο μεταξύ να με είχε πάρει ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μουείδα τα μαντεμένια πόδια των κρεβατιών πανίσχυρα, τριχωτά, κτηνώδη.Άκουσα που περνούσε ο σταμνάς για τη δουλειά του. Κοίταξα απ’ το παράθυρο.Στο δρόμο ήταν άδεια πακέτα από τσιγάρα, σημαιούλες, χαρτοπετσέτες, φυσίγγια.Πίσω απ’ τα κυπαρίσσια φαινόταν η μάντρα του μαρμαράδικουμ’ έναν τεράστιο χάλκινο ιππέα. Μια μέραακούστηκε ένας τρομερός, άγνωστος θόρυβος. Μες στην τραπεζαρία,καταμεσής στο τραπέζι με το πρόγευμα, είχε πέσειο μεγάλος πολυέλαιος. Μπορούσες πια να περιμένεις τα πάντα.

Δεν έμειναν παρά κομμάτια κρύσταλλο και λάμψεις. Στην πόρταστέκονταν δυο πανύψηλοι κουτσοί με δεκανίκια.Οι υπηρέτριες τούς έδιωξαν. Οι άντρες είχαν φύγει.Όλος ο κόσμος άδειασε μεμιάς. Οι γυναίκες δε βάφονταν.Σέρναν αργά τις παντόφλες τους. Ξεχνούσαν ν’ ανάψουν τις λάμπες.Κάνανε το σταυρό τους πίσω απ’ τα μαλλιά τους. Οι τσουκνίδες μεγάλωναν στους κήπους.Μες στον κισσό είχαν κρύψει τα κλειδιά. Τ’ άλογο του πατέρα, γερασμένο,εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Δεν ξαναγύρισε. Κάποιο παλιό του πέταλοτο κρέμασαν στην πόρτα της αποθήκης. Το σκοινί τουτο δέσαν σε δυο δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας.

Στιγμές στιγμές, μέσα στη γενική αναστάτωση, γινότανμια τεράστια σιωπή, τρομερά διάφανη. Τα πάντα αποκτούσανμιαν άλλη οπτική και ηχητική, ένα άλλο ενδιαφέρον,εκείνο το γεμάτο αδιαφορία. Τα κοιτούσες κατάματα· τ’ άκουγες.Οι κότες μπαίναν στο νεκροταφείο, σκαλίζαν όλη μέρα·έκαναν κάτι θεόρατα αυγά, όπου τύχει, μες στις μαργαρίτες,κάτω απ’ το δεντρολίβανο, στο δρόμο ή στις καρέκλες. Ένα αόρατο χέριαφαιρούσε ένα ένα τα μεγάλα σκουριασμένα καρφιά από τις πόρτες.Οι μύγες ξύπναγαν νωρίς, χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια.

Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργηγια τους νεκρούς· — όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατοούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρησητης μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζαμέσ’ απ’ τις πολεμίστρες· — κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε φορεία, σε σκάλες·άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπαχωρίς καθόλου θλίψη, — ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.

Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα —σημαδεμένη απ’ τη μοίρα—κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινεαπέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.

Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχοέξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη —δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτοτα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.

Μια τάφρος σιωπής — όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σαςδιατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζωνα μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σαςεπιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτηοδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότοδε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.

Κάτι κοστούμια του Αίμονα —τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα—θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, — δεν πρόφτασενα το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.

(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. "Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο". Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).
ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971
Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=618

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου