Κάπου ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.
Τώρα τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
τὸ σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἀπλώνοντας τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’ ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.
•
Δὲν εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν·
μονάχα σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Τὸ κατώγι)
(Τὸ κατώγι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου