Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

«Ο φόβος του πόνου είναι μεγαλύτερος από την πραγματικότητα του πόνου. Είδα πως θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δεν με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη «δουλειά» τους. Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά. «Θα καθαρίσουμε οι δυο μας», μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα «παιδιά» που περιμένανε. Αυτός θα είναι ο εκπαιδευτής τους. Ένα καμαράκι στη μέση της ταράτσας, παλιό πλυσταριό και ο πάγκος με τα σχοινιά. Αν μου είχατε αφήσει ένα κομμάτι του κορμιού μου ελεύθερο που να μπορούσα να κρατήσω μιαν αντίσταση … Όσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγες, οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε τον λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια. Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα βασανίζομαι….Γιατί εκείνη τη στιγμή πήγε κάποιος να ανάψει το φως. Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: «Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!» Σε μια στιγμή, τι αστείο, μου είπε: «Μίλα, γιατί θα σ΄ αφήσω μόνη σου με αυτούς εδώ και κανείς δε θα τους συγκρατήσει», και άρχισε ο ίδιος να μου ξεσκίζει το φουστάνι… Μετά μου κλείσανε το στόμα με μια πατσαβούρα. Ο Σπανός χτύπαγε μια το κεφάλι μου, μια το άδειο καζάνι που ήταν δίπλα. Και μετά βάλανε μπροστά το μηχάνημα που κάνει θόρυβο μοτοσικλέτας. «Μη φωνάζεις, κανείς δε σ΄ακούει, κανείς, μίλα, λέγε!»Τότε τρόμαξα. Τρόμαξα πολύ. Μόνο σε μια στιγμή ο Σπανός λέει: «Να την ρίξουμε από την ταράτσα κάτω να γίνει κομμάτια». Τότε ανάσανα. Τό θελα τόσο πολύ να πεθάνω. Μα δεν το κάνανε.

Και αυτοί συνέχεια ντοπαριζόντουσαν, πάθαιναν κάτι σαν αμόκ και εγώ δεν μπορούσα ούτε το μικρό δαχτυλάκι του χεριού μου να σφίξω. Μετά ανέβηκε ο Γεωργαντάς, αυτός που μου είχε κάνει επίσκεψη στο κελί μου για να με πείσει για το «συμφέρον μου» και είπε: «Λύστε την». Και κάποιος άλλος, μάλλον ο γιατρός Κιούπης, μου έπιασε τον σφυγμό και μου κοίταξε τα πόδια. Ένας απ΄ αυτούς που με βασάνιζαν μου πρόσφερε τσιγάρο και έφυγε βλαστημώντας που δεν τον καταδέχτηκα!

Η ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας 18, στο κτήριο που στέγαζε την Υποδιεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών Ο Σπανός ήταν πολύ ευχαριστημένος και έτριβε τα χέρια του όταν με κατέβασαν σηκωτή και με παρέδωσαν στους Λάμπρου, Μάλλιο και Μπάμπαλη, που περίμεναν στο γραφείο. Μόνο αυτοί περίμεναν περισσότερα. «Αύριο θα επαναληφθεί το ίδιο», είπανε. «Μέχρι τότε θα μείνεις άυπνη με εναλλάξ ανακριτές. Δε θα μας κοροϊδέψεις εσύ». Ο Μπάμπαλης σε μια στιγμή έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Τότε δεν άντεξα και ξεφώνησα. «Μη μ΄ αγγίζεις… Μη μ΄ αγγίζεις. Μη με ξαναγγίξει κανείς σας…». Ο Μάλλιος έτρεξε να κλείσει την πόρτα για να μην ακουστούνε οι φωνές μου σε όλο το κτήριο. Πανηγύριζε και χοροπήδαγε. «Βλέπεις. Βλέπεις πως είναι τα νεύρα σου, βλέπεις!».

Θα πρέπει να ήταν χαράματα όταν ο Λάμπρου παραιτήθηκε από το κόλπο της αϋπνίας. Είχα συνέλθει και θα κατάλαβε φαίνεται- μπορούσα μια χαρά να μείνω ξύπνια πολλές νύχτες. Είπε: «Αύριο το ίδιο και σκληρότερα». Πήγανε να με σηκώσουνε. «Όχι θα τα καταφέρω μόνη μου» και σωριάστηκα χάμω. Τα πόδια μου δε με υπακούσανε. Τώρα γιατί δεν έρχονται να τελειώνουμε; Είναι δυνατόν να κατάλαβαν ότι τώρα πια τους περιμένω και δεν τους φοβάμαι, γι΄αυτό δεν έρχονται; Ή παίζουνε με τα νεύρα μου;

Γιατί δεν έρχονται;»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μπουμπουλίνας 18», της Κίττυς Αρσένη, εκδόσεις Θεμέλιο 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου