Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Γιάννης Ρίτσος -Ορέστης

(Δυο νέοι, ώς 20 χρονώ, σταμάτησαν στα προπύλαια με μιαν έκφραση σα να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν, κάτι ν’ αναγνωρίσουν, ενώ τους ήταν όλα αφάνταστα γνωστά και συγκινητικά, μόνο που κάπως μικρότερα —πολύ μικρότερα— απ’ όσο τα σκέφτονταν στην ξενιτιά, από άλλο χώρο κι από άλλο χρόνο, — πολύ μικρότερα και τα τείχη κι οι τεράστιες πέτρες κι η πύλη των λεόντων και το παλάτι κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Καλοκαίρι πια. Νυχτώνει. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και τα μεγάλα εκδρομικά λεωφορεία έχουν φύγει. Ο χώρος ανασαίνει μες στην ησυχία, — μια βαθιά αναπνοή απ’ τα στόματα των αρχαίων τάφων και των αναμνήσεων. Ένα κομμάτι εφημερίδα σάλεψε στα καμένα χόρτα, φυσημένο από αόριστη πνοή. Ακούγεται το βήμα του νυχτοφύλακα και το μεγάλο κλειδί πού κλειδώνει τη μέσα πόρτα του πύργου. Τότε, σα ν’ απελευθερώθηκαν μες στη ζεστή δροσιά της νύχτας, οι γρύλλοι χτυπήσαν τα μικρά ταμπούρλα τους. Κάπου, πίσω απ’ το βουνό, έρπει μια αμφίβολη λάμψη — ίσως είναι το φεγγάρι. Και την ίδια ακριβώς στιγμή ακούστηκε απ’ την πέτρινη σκάλα, οξύς, σκληρός, παράτονος, ο θρήνος μιας γυναίκας. Οι δυο νέοι δεν κοιτάχτηκαν. Δέθηκαν με το κάτω τείχος σα δυο μεγάλες σκιές. Σε λίγο ο ένας σκούπισε τον ιδρώτα του απ’ το μέτωπό του με το μαντίλι του, έδειξε προς τα εκεί με χαλαρωμένο δάχτυλο και μίλησε στον άλλον, πού έμενε πάντα στοργικά βουβός και αφοσιωμένος σαν Πυλάδης.)
Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μαςμιαν άνεση — να ’μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσακι από μακριά ταυτόχρονα· να βλέπουμε τη νύχταγυμνή ώς τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,ώς τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.
Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κι εμείς, με την ωραίαχαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχωςνα μας μετράει η οποία αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνονα βλέπω το λουρί του σκανδάλου σου, που μου χωρίζειτο μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια δική μου θέση,προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να πέφτουν στον ώμο σουκι ο ήχος της κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.
Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλοςκι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή τηςσα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχωνκαι κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζονταςαυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω τηςσαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέριαμε το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.
Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας·ας σταθούμε πιο κάτου· — όχι στους τάφους των προγόνων·όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μουδε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνωσυχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμεσα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,φέγγοντας πότε πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιοςνα ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδησηκι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,
μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κι ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος· —τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια —τάδες;— τιθασεύτηκαν,αυτά, που ξεκινήσαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες της εξώθυραςμε τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, —δεν τρομάζουν κανένα,— με μιαν έκφρασησκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,γλείφοντας πότε πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.
Ανέτοιμος, ναι· — δεν το μπορώ· μου λείπει η αναλογίαεκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματακαι με τα γεγονότα· —όχι λιγοψυχία,— ανέτοιμοςμπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένοςμπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεταιοι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουνκι εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματακάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουνολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένονσαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια μας, σκεπάζονταςολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανεένα άγνωστο μαχαίρι —ολότελα άγνωστο— και να φωτίζειμε τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας,—αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεταικαι να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,άλλα μιας μόνον — όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Νά την, που μένειεκεί, σαν νυσταγμένη· — το ’να της μάτι κλειστό και τ’ άλλο διεσταλμένο,αφήνοντας μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνειτο αιώνιο μας ταλάντευμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.
Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,κι η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλληφαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ώς τον διαμελισμό· και το κεφάλιείναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνταιένα ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ώς τον ορίζοντα πέρα που ροδίζει,μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας· — ή μήπωςγι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμεπάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τους τάφους και τον τάφο μας; Δεν ξέρω.
Όμως, πίσω απ’ τα τόσα στρώματα της ταραχής και του φόβου, μαντεύων’ απλώνεται η απέραντη σιγή, — μια δικαιοσύνη,μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνειστην τάξη των σπόρων και των άστρων. Πρόσεξες; — το μεσημέρι,καθώς ερχόμασταν εδώ, η σκιά ενός σύννεφου σερνότανε στον κάμπο,σκεπάζοντας τα σταροχώραφα, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες,τ’ άλογα, τα πουλιά, τα φύλλα, — ένα διάφανο ιχνογράφημααπό ’να μακρινό τοπίο του απείρου, πάνω εδώ στο χώμα·κι ο αγρότης που πορεύονταν στην άκρη της πεδιάδαςήταν σα να κρατούσε περασμένην κάτω απ’ την αριστερή μασκάλη τουόλη τη σκιά του σύννεφου σαν πελώριο μανδύαμεγαλόπρεπον κι όμως απλόν σαν την προβιά του.
Έτσι οικειώνεται η γης με το άπειρο, παίρνοντας κάτιαπό γαλάζιο κι από αόριστο· και το άπειρο πάλικάτι απ’ τη γη, καστανό και ζεστό, κάτι από φύλλα,κάτι από στάμνες και ρίζες, κάτι απ’ τα μάτιαεκείνης της καρτερικής γελάδας (τη θυμάσαι;)κι απ’ τα στέρεα πόδια του γεωργού που χάνονταν στο βάθος.
Ωστόσο αυτή ή γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσε την.Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένεικλεισμένη ασφυχτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τί,ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθουςόταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα· οι αντίλαλοιαπ’ τις στοές, απ’ τις κολόνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγωγείο,απ’ τους στάβλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών πάνω στους λόφους,απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιοκι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;
Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυγμούς τηςμια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριαντάφυλλωνμε χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέραςεκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό καθρέφτη,σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια σ’ ανταύγεια, υδάτινο, — το αναθυμάμαιαπό τα παιδικά μου χρόνια —αυτό μου μένει ασκίαστο—υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο —μια αοριστία—το άχρονο, το αναμάρτητο, — κάτι απαλό κι εξαίσιοόπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των έφηβων,όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνιατα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνότο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης άστρα.
Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει· μήτε τους αντίλαλουςπου μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι· δε δύναμαιν’ αποκριθώ στο κάλεσμα της —τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συνάμα—σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένααπό σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι πού λένε οι γέροντες),σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τουςέχει εισδύσει ή ναφθαλίνη, ή διάψευση, ή σιωπή, — τόσο πιο γερασμένεςόσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κι επιμένουννα πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους διαβάτεςπολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμουςσεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρίνες τουςόλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιό, καπέλα, τσάντες, βούρτσες,που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μαςάρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.
Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένουςπου πια δε διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμακι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείταιτο αλάθητό τους (— ποιό αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλιτώσειαπ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης —όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα, σκόρπια στο χώμα,είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδαβλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντραπου φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ώς το τέλος του χρόνου.
Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνατα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμέναανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,που πια δεν τα φορεί η μητέρα — δεν τα καταδέχεται. Την είδεςτο απόγευμα στον κήπο; — τί όμορφη που ’ναι ακόμη — δε γέρασε διόλου,ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττεικάθε στιγμή, — θέλω να πω ανανεώνεταιγνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει· — ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.
Κι η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, —μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγιαή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:«μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο»,ή: «ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος»,ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες»,ή: «μου διαφεύγει μια νότα από αυτήν την ευωδιά της νύχτας», και γελάει,ίσως για να προλάβει κάποιον πού μπορούσε να γελάσει —
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κι η τρυφερή επιείκειαγια όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση)· — τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζαμε την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβετην κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κι ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι τηςκαι στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγοσταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευανσαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσειμη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσειτη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο —
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάσηακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, — πάντα φοβόμουναμήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, — όταν έσκυβενα δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα,βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνετα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτημε μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρησα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνηή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιάνα κάνουν έρωτα καταμεσής του σκονισμένου δρόμουσ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρακαι δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.
Ίσως αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ ή αδελφή μου — την αιώνια της νεότητα —αυτή η γριά παιδίσκη, συνετή από αντίθεση, δοσμένη στην άρνησητης ομορφιάς και της χαράς· — ασκητική, αποκρουστική στη σωφροσύνη της,μόνη κι ασύνδετη. Ακόμη και τα ρούχα τηςπεισματικά γεροντικά, ριχτά, ξεπεσμένα, γερασμένα,και το κορδόνι της μέσης της άτονο, φθαρμένο,σα φλέβα χωρίς αίμα γύρω στην κοιλιά της (και το σφίγγει ωστόσο)σαν το κορδόνι μιας πεσμένης κουρτίνας που πια μήτε ανοίγει μήτε κλείνειδείχνοντας έτσι λοξά ένα τοπίο μιας αιώνια στρυφνής αυστηρότηταςμε κοφτά βράχια και δέντρα πελώρια, γυμνά, διακλαδωμέναπάνω σε στερεότυπα, πομπώδη σύννεφα· κι εκεί, στο βάθοςη αδιόρατη παρουσία ενός χαμένου προβάτου,ένα έμψυχο στίγμα λευκό, ένας κόκκος τρυφερότητας —δε φαίνεται—κι η ίδια ή αδελφή μου ένας κάθετος βράχοςπερικλεισμένος στη σκληρότητα του· — ανυπόφορη. Άκου την,—σχεδόν μικρόλογη· — παρατηρεί τη μητέρα και διαρκώς εξεγείρεταιόταν βάζει ένα λουλούδι στα μαλλιά της ή στον κόρφο της,όταν περνάει το διάδρομο μ’ εκείνα τα επιτυχημένα μουσικά βήματα της,όταν γέρνει, με μιαν άνεση περίλυπη, κάπως λοξά το κεφάλι τηςστάζοντας έναν ήχο πολυσήμαντο απ’ το μακρύ σκουλαρίκι της στον ώμο τηςπου τον ακούει μόνο αυτή, — το γλυκύ της προνόμιο. Κι η άλλη εξοργίζεται.
Συντηρεί την οργή της με την ένταση της ίδιας της φωνής της —(αν θα την έχανε κι αυτήν τί θα της έμενε;) — θαρρώ πώς φοβάται την εκπλήρωσητης τιμωρίας, μη και δεν της μείνει τίποτα. Ποτέ τηςδεν άκουσε κι αυτή το νύχτιο χόρτο να θροΐζει μυστικά απ’ το πέρασμαενός ευλύγιστου, αόρατου ζώου μπροστά στα παράθυρα, την ώρα του δείπνου·δεν είδε ποτέ την ανεμόσκαλα, τη δίχως λόγο ακουμπισμένησ’ έναν τοίχο ψηλό και γυμνό, μια μέρα αργίας· δεν πρόσεξεαυτό το «δίχως λόγο»· δε διέκρινετη φούντα ενός καλαμποκιού να ξύνει το πέλμα ενός μικρότατου σύννεφου,ή το σχήμα της στάμνας μπρος στον έναστρο ουρανό, ή ένα δρεπάνιπαρατημένο μόνο του, πλάι στην πηγή, ένα μεσημέρι,ή τον ίσκιο του αργαλειού στην κλειστή κάμαρα, όταν θειαφίζουν τ’ αμπέλιακι ακούγονται οι φωνές των αγροτών κάτω στον κάμπο,ενώ κάποιο σπουργίτι, καταμόναχο σ’ όλο τον κόσμο,τσιμπολογώντας στην αυλή μυγάκια, σπόρους, λίγα ψίχουλα,επιχειρεί να συλλαβίσει την ελευθερία του. Τίποτα δεν είδε.
Θεότυφλη, φυλακισμένη στην τυφλότητά της. Μα πώς γίνεταινα ζει μια ζωή μονάχα απ’ την αντίθεση της σε μιαν άλλη,μονάχα απ’ το μίσος για μιαν άλλη, κι όχι απ’ την αγάπητης δικής της ζωής, χωρίς μια θέση δική της; Και τί θέλουν;Τί θέλουν από μένα; «Εκδίκηση. Εκδίκηση», φωνάζουν.Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί τους, μια κι η εκδίκηση τους τρέφει.
Δε θέλω πια να την ακούω. Δεν το ανέχομαι. Κανέναςδεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου,τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πάμε.
Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας,ανάμεικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείοσεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνονταςστο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.
Να εγκαταλείπαμε ξανά τη γη των Μυκηνών· —πώς μυρίζει το χώμα δω πέρασκουριά χαλκού και μαύρο αίμα. Η Αττική πιο ανάλαφρη. Δεν είναι; Νιώθωπως τώρα, αυτή την ορισμένην ώρα, είναι η ώρατης τελικής μου παραίτησης. Δε θέλωνα ’μαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους.
Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση· —τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμηκαι μάλιστα βίαιος; — στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.Δε νιώθω μίσος πια· — ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.Κάποια συμπάθεια μάλιστα μ’ αγγίζει για τη φόνισσα· — μεγάλους γκρεμούς αναμέτρησε,μεγάλη γνώση μεγάλωσε τα μάτια της μες στο σκοτάδικαι βλέπει, — βλέπει το ανεξάντλητο, το ανέφικτο και το αμετάβλητο. Με βλέπει.
Θέλω κι εγώ να δω του πατέρα το φόνο μες στην κατευναστική του θανάτου γενικότητα,να τον ξεχάσω μες σ’ ολόκληρο το θάνατοπού περιμένει κι εμάς. Τούτη η νύχτα με δίδαξετην αθωότητα όλων των σφετεριστών. Κι όλοι μαςσφετεριστές σε κάτι, — αυτοί των λαών, αυτοί των θρόνων,εκείνοι του έρωτα ή και του θανάτου· η αδελφή μουσφετερίστρια της μόνης μου ζωής· κι εγώ της δικής σου.
Καλέ μου, εσύ, με πόση υπομονή μοιράζεσαιξένες, ανόητες υποθέσεις. Ωστόσο το χέρι μουείναι δικό σου παρ’ το· σφετερίσου το κι εσύ· — δικό σου,γι’ αυτό και δικό μου· παρ’ το· σφίξε το· το περιμένειςελεύθερο από τιμωρίες, αντεκδικήσεις, αναμνήσεις,ελεύθερο· — το ίδιο κι εγώ το θέλω,για να μου ανήκει ολότελα, κι έτσι μονάχανα σου το δώσω ολότελα. Συχώρεσέ μουτούτη τη μυστική μοναξιά και μοιρασιά —την ξέρεις—που με χωρίζει στα δυο. Τί όμορφη νύχτα —
Μια νοτισμένη μυρωδιά από ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, —ή μήπως αρμπαρόριζα; — συγχέω τα αρώματα· κάποτε,το αίμα μυρίζει αρμύρα πόντου, και το σπέρμα δάσος· —μια εκούσια μετατόπιση ίσως, — τη γυρεύω απόψε,όπως εκείνος ο στρατιώτης που μας έλεγε μια νύχτα στην Αθήνα:αντιλαλούσε τ’ ακρογιάλι απ’ τις κλαγγές κι απ’ τους βόγγους,κι αυτός κρυμμένος στα καμένα θάμνα, πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι,κοιτούσε στο φεγγάρι την ταλαντευόμενη σκιά της ήβης του πάνω στο μηρό τουσε μιαν αβέβαιη στύση, πασκίζοντας να υπάρξει, δοκιμάζονταςτη θέληση του επάνω στο ίδιο του το σώμα, για μια μετατόπισηαπ’ το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιου.
Πάμε πιο κάτω· δεν μπορώ να την ακούω· οι γόοι τηςχτυπούν τα νεύρα μου και τα όνειρα μου, όπως χτυπούσανεκείνα τα κουπιά τους επιπλέοντες σκοτωμένους —που τους φωτίζαν πότε πότε οι πυρσοί των καραβιών, οι διάττοντες του Αυγούστουκι άστραφταν όλοι, νέοι κι ερωτικοί, απίστευτα αθάνατοι,σ έναν υδάτινο θάνατο πού δρόσιζε την πλάτη τους, τα σφυρά τους, τα σκέλη τους.
Τί σιωπηλά που αλλάζουν οι εποχές. Νυχτώνει απέραντα.Μια ψάθινη καρέκλα μένει μόνη, ξεχασμένη κάτω απ’ τα δέντρα,μες στη λεπτή υγρασία και στους αχνούς που αναδίνει το χώμα.Δεν είναι θλίψη· μήτε αναμονή σχεδόν· τίποτα.Μια κίνηση ακίνητη απλώνεται στο χτες και στο αύριοΗ χελώνα είναι μια πέτρα στα χόρτα· σε λίγο σαλεύει —ήρεμο απρόοπτο, κρυφή συνενοχή, ευτυχία.
Ένα μικρό στίγμα κενού μένει μες στο χαμόγελο σου· —μήπωςγι’ αυτά που σου λέω ή που πρόκειται να πω κι ακόμη δεν τα ξέρω,ακόμη δεν τα βρήκα στο ρυθμό του λόγου πού βαδίζειπριν απ’ τη σκέψη μου —πολύ πιο πριν,— μου αποκαλύπτειτον ίδιο μου ρυθμό και τον εαυτό μου. Όπως τότε στο στίβο,που φτάναν κάθιδροι οι δρομείς, και πρόσεξα κάποιονπου ’χε δεμένο γύρω στον αστράγαλό του ένα κομμάτι σπάγγο,εντελώς αναίτια και τυχαία. Κι ήταν αυτό ακριβώς. Τίποτ’ άλλο.
Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, — ποιά η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ίσως να ’ρθαμεγια τούτες τις μικρές ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματοςπου πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα.
Όλα ένας έρωτας — μαγεία και θάμβος, (όπως έλεγε κάποτε η μητέρα),όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχταςεγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ο καρπός που πέφτειείναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτοόπως ο κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαιένα πριόνι που σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,κι οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —3, 7, 9, — ο αριθμός ο αναρίθμητος. Άκου· σταμάτησε.
Μεγάλη ηρεμία, ακατόρθωτη· — θαρρώ χιλιάδες άλογα κατάμαυραανηφορίζουν σκοτεινά προς τον Τρητό, ενώ απ’ τ’ άλλο μέροςκατηφορίζει ένα χρυσό ποτάμι προς τον κάμπομε τις νεκρές πηγές, τους ακατοίκητους στρατώνες και τους στάβλουςπου αχνίζουν τ’ άχυρα τους από μιαν αρχαία θερμότητα χαμένων ζώων,και τα σκυλιά, με τις ουρές χαμηλωμένες, χάνονταισα μελανά σημάδια στ’ άργυρο βάθος της νύχτας.
Επιτέλους, σταμάτησε· —ησυχία·— μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχοαφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκιπου ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη —μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή — η σελήνη,μικρή, μονήρης πυρκαϊά πίσω απ’ τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών και τους ανεμοδείχτες,καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση —δοξαστική σχεδόν—της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,ώς πέρα στην απτόητη ερημιά, ώς την άκρη του δρόμουμε το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.
Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολόνεςσ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζωνκρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τουςκαι τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τουςσα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —ανάλαφρα ανάλαφρα, σα να ’χει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρικι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονταιτα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.
Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά τηςκαι πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρεςθαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσειςούτε μπορείς να κρατηθείς· — αυτό το γλίστρημαείναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής· οι γυναίκες γελάνετραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδαςεπάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ’ναι η ευτυχία;
Η νύχτα ετούτη της παραμονής, μου αφήνει ένα άνοιγμα προς τα έξωκαι προς τα μέσα. Δε διακρίνω ξάστερα. Ίσως να ’ναιμεγάλα προσωπεία βαραθρωμένα, μετάλλινες πόρπες·και τα σανδάλια των νεκρών σκεβρώνουν απ’ την υγρασία,κινούνται μόνα τους, σα να βαδίζουν δίχως πόδια — δε βαδίζουν·και το μεγάλο εκείνο δίχτυ του λουτρού —ποιός το ύφανε;—κόμπο, τον κόμπο, — δε λύνεται — μαύρο, — δεν το ύφανε η μητέρα.
Απέραντος ίσκιος απλώνεται πάνω απ’ τις αψίδες·μια πέτρα ξεκολλάει και πέφτει στη χαράδρα —όμως κανένας δεν περπάτησε—ύστερα τίποτε· και πάλι ένα κλαδί που σπάειαπ’ τ’ ανάλαφρο βάρος τ’ ουρανού. Μικρά βατράχιαπηδάνε μαλακά κι αμίλητα στα νωπά χόρτα. Ησυχία.
Μες στα πηγάδια πέφτουνε και πνίγονται σταχτιά ποντίκια,αργοσαλεύουν πηχτοί αστερισμοί· εκεί μέσαπετούν απ’ τα συμπόσια στάμνες, κύπελλα, καθρέφτες και καρέκλες,κόκαλα ζώων, λύρες και σοφούς διάλογους. Τα πηγάδια ποτέ δε γεμίζουν.
Κάτι σα δάχτυλα φωτιάς και δροσιάς περνούν διαδοχικά στο στήθος μας,γράφοντας κύκλους ανιχνευτικούς γύρω στις ρώγες,κι ανεμιζόμαστε κι εμείς, κύκλο τον κύκλο, γύρω σ’ ένα κέντροάγνωστο, αόριστο, κι ωστόσο ορισμένο· — κύκλοι ατέλειωτοιγύρω από μια βουβή κραυγή, γύρω από μια μαχαιριά· και το μαχαίριείναι θαρρώ μπηγμένο στην καρδιά μας, κάνοντας κέντρο την καρδιά μαςόπως ο πάσσαλος στη μέση τ’ αλωνιού πάνω, στο λόφο,
και γύρω τ’ άλογα, τα στάχυα, οι λιχνιστές, οι αγωγιάτεςκι οι θερίστριες πλάι στις θημωνιές, με το κεφάλι του φεγγαριού στον ώμο τους,ακούγοντας το χρεμέτισμα των αλόγων ώς τα πέρατα του ύπνου τους,ακούγοντας το κατούρημα τον ταύρων στις λυγαριές και τα βάτα,τα χίλια πόδια της σαρανταποδαρούσας πάνω στο λαγήνι,το σύρσιμο του ήμερου φιδιού στον ελαιώνακαι το τρίξιμο της ζεσταμένης πέτρας που δροσίζεται και σφίγγει.
Μια λέξη ερωτική μένει πάντα κλεισμένη στο στόμα μας, ανείπωτη,σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και καρφί· βαριέσαινα σταθείς, να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,ν’ αργοπορείς· — σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείαςπιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότεροαπ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,της αναβλητικότητάς σου· κι είναι ακόμηκάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόλησηπου τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,όταν ακούγονταν απ’ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνέμπορωνμαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσαςμακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.
Σώπασε πια η δυστυχισμένη. Μέσα στη σιωπή της σα ν’ ακούω το δίκιο της, —τόσο απροστάτευτη μες στην οργή της, τόσο αδικημένη,με τα πικρά μαλλιά της πεσμένα στους ώμους της σαν εντάφια χορτάρια,εντειχισμένη στη στενή δικαιοσύνη της. Μπορεί να κοιμήθηκε,μπορεί και να ονειρεύεται μια αθώα περιοχή μ’ αγαθά ζώα,με ασβεστωμένα σπίτια, μ’ ευωδιές ζεστού ψωμιού και με τριαντάφυλλα.
Και τώρα θυμήθηκα —δεν ξέρω γιατί— την αγελάδα εκείνηπου ’χαμε δει, βραδάκι, σ’ έναν κάμπο της Αττικής — θυμάσαι;Στεκόταν, ξεζεμένη μόλις απ’ τ’ αλέτρι, και κοιτούσε πέρα,αχνίζοντας, με δυο μικρούς αχνούς απ’ τα ρουθούνια της,το πορφυρό, μενεξελί, χρυσό ηλιοβασίλεμα, βουβή, λαβωμένηστα πλευρά και στη ράχη, ραβδισμένη στο μέτωπο,ίσως γνωρίζοντας την άρνηση και την υποταγή,την αδιαλλαξία και την εχθρότητα μέσα στη συμφωνία.
Ανάμεσα στα δυο της κέρατα κρατούσετο πιο βαρύ κομμάτι τ’ ουρανού σαν ένα στέμμα. Σε λίγοχαμήλωσε το μέτωπο κι ήπιε νερό απ’ το ρυάκιγλείφοντας με τη ματωμένη γλώσσα της, την άλλη εκείνηδροσερή γλώσσα του νερένιου ειδώλου της, σα να ’γλειφεφαρδιά, γαλήνια, μητρικά, αναπότρεπτα,απ’ τα έξω, τη μέσα της πληγή, σα να ’γλειφετη σιωπηλή, μεγάλη, στρογγυλή πληγή του κόσμου· —ίσως και να ξεδίψασε—ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάει — ποιός ξέρει;
Ύστερα σήκωσε απ’ το νερό το κεφάλι της, μην αγγίζοντας τίποτα,ανέγγιχτη η ίδια και ήρεμη σαν ένας άγιος,και μόνο ανάμεσα στα πόδια της, σα ριζωμένα στο ποτάμι,έμενε και μετασχηματιζόταν μια μικρή λίμνη απ’ το αίμα των χειλιών της,μια λίμνη κόκκινη, στο σχήμα ενός χάρτη,που λίγο λίγο πλάταινε και διαλυόταν· έσβηνεσα να περνούσε το αίμα της μακριά, ελευθερωμένο, ανώδυνο,σε μιαν αόρατη φλέβα του κόσμου· κι ήταν γαλήνιαγι’ αυτό ακριβώς· σα να ’χε μάθειπως το αίμα μας δε χάνεται, πως τίποτα δε χάνεται,τίποτα, τίποτα δε χάνεται μέσα σ’ αυτό το μέγα τίποτατο απαρηγόρητο και το άσπλαχνο, το ασύγκριτο,τόσο γλυκύ, τόσο παρηγορητικό, τόσο τίποτα.
Αυτό το τίποτα είναι η οικεία απεραντοσύνη μας. Μάταιο λοιπόνετούτο το λαχάνιασμα, η αδημονία, ή δόξα. Μια τέτοια αγελάδασέρνω μαζί μου, μες στον ίσκιο μου — όχι δεμένη·μονάχη της με ακολουθεί· — είναι ο ίσκιος μου πάνω στο δρόμοόταν έχει φεγγάρι· είναι ο ίσκιος μουπάνω σε μια κλεισμένη πόρτα· και, πάντα, το ξέρεις:ο ίσκιος είναι μαλακός, ασώματος· κι οι σκιές των δυο κεράτωνμπορεί και να ’ναι δυο αιχμηρές φτερούγες και μπορεί να πετάξειςκι ίσως μπορείς να περάσεις αλλιώς την κατάκλειστη πόρτα.
Και τώρα θυμήθηκα (αν κι αυτό δεν έχει σημασία) τα μάτιατης αγελάδας, — σκοτεινά, τυφλά, παμμέγιστα, καμπύλα,σα δυο λοφίσκοι από σκοτάδι ή από μαύρο γυαλί· πάνω τουςκαθρεφτιζόταν ανεπαίσθητα κάποιο καμπαναριό κι οι κάργεςπου κάθονταν πάνω στο σταυρό· και τότε κάποιος φώναξεκαι φύγαν τα πουλιά απ’ τα μάτια της γελάδας. Θαρρώ πως η αγελάδαήταν το σύμβολο κάποιας αρχαίας θρησκείας. Μακριά από μένατέτοιες ιδέες και τέτοιες αφαιρέσεις. Μια κοινή αγελάδαγια το γάλα των χωρικών και για το αλέτρι, μ’ όλη τη σοφίατης εργασίας, της καρτερίας, της χρησιμότητας. Κι όμως,
την τελευταία στιγμή, λίγο προτού γυρίσουν στο χωριό τα ζώα —θυμάσαι;—άφησε ένα σπαραχτικό μουγκανητό προς τον ορίζοντα,τόσο που σκόρπισαν τριγύρω τα κλαδιά, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια,τ’ άλογα κι οι κατσίκες και οι αγρότες,αφήνοντας την μόνη μέσα σ’ έναν κύκλο ολόγυμνο,απ’ όπου ανέβαινε όλο πιο ψηλά στο διάστημαη σπείρα των αστερισμών, ώσπου η γελάδα αναλήφθηκε· όχι, όχι,θαρρώ πως την ξεχώρισε το μάτι μου μες στο κοπάδιν’ ανηφορίζει το θαμνώδες μονοπάτι, σιωπηλή, πειθήνια,προς το χωριό, την ώρα που άναβαν οι λύχνοι στις αυλές, πίσω απ’ τα δέντρα.
Κοίτα που ξημερώνει. Νά, κι ο πρώτος πετεινός λαλεί στο φράχτη.Ξύπνησε ο κηπουρός· κάποιο δεντράκι θα στεριώνει στον κήπο. Οικείος θόρυβοςαπ’ τα εργαλεία της δουλείας —πριόνια, αξίνες—και το βρυσάκι της αυλής· κάποιος πλένεται· μυρίζει το χώμα·κοχλάζει το νερό στα μπρίκια· οι πράες κολόνες του καπνού πάνω απ’ τις στέγες·μια ζεστή μυρωδιά από φασκόμηλο. Επιβιώσαμε λοιπόν κι αυτής της νύχτας.
Ας σηκώσουμε τώρα αυτή τη λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα μου· —η σκηνή της αναγνώρισης θ’ αρχίσει σε λίγο.Όλοι θα βρουν σ’ εμένα εκείνον που περίμεναν,θα βρουν τον δίκαιον, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους,και μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πως μες σ’ αυτή τη λήκυθοκρατάω, στ’ αλήθεια, την αληθινή μου τέφρα· — μόνο οι δυο μας.
Κι όταν οι άλλοι θα θριαμβεύουν με την πράξη μου, οι δυο μαςθα κλαίμε πάνω απ’ το λαμπρό, ματωμένο σπαθί, τ’ άξιο της δόξας,θα κλαίμε αυτή την τέφρα, τον νεκρόν αυτόν, που ένας άλλοςπήρε τη θέση του, καλύπτοντας ακέριο το γδαρμένο πρόσωπό τουμ’ ένα χρυσό, χρηστό, σεβάσμιο προσωπείο,ίσως και χρήσιμο με το χοντροκομμένο σχήμα τουγια συμβουλή, παράδειγμα, μέθη του λαού, φόβο του τύραννου, άσκησηπου συνεχίζει, αργά, βαριά, την ιστορία με αλλεπάλληλους θανάτους και θριάμβους,όχι με γνώση τρομερή (ακατόρθωτη απ’ το πλήθος)αλλά με πράξη δύσκολη, κι εύκολη πίστη,την άκαμπτη, την αναγκαία, δυστυχισμένη πίστη,χίλιες φορές διαψευσμένη κι άλλες τόσες κρατημένημε νύχια και με δόντια απ’ την ψυχή του άνθρωπου· — ανίδεη πίστηπου μυστικά μεγαλουργεί, μερμήγκι το μερμήγκι, μέσα στο σκοτάδι.
Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν οι άλλοι),γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγωτη γνώση και την πράξη του θανάτου πού τη ζωή ανεβάζει. Πάμε τώρα —όχι για τον πατέρα μου, όχι για την αδελφή μου (θα ’πρεπε ίσωςκι αυτός κι αυτή να λείψουν κάποτε), όχιγια την εκδίκηση, όχι για το μίσος —διόλου μίσος—μήτε και για την τιμωρία (ποιός και ποιόν να τιμωρήσει;)μα ίσως για τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, για να μείνει ελεύθερος ο χρόνος,ίσως για κάποια νίκη ανώφελη πάνω στον πρώτο μας και τελευταίο μας φόβο,ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,για ν’ ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ó τόπος. Κοίτα τί όμορφα πού ξημερώνει.
Έχει λίγη υγρασία τα πρωινά στην Αργολίδα. Η λήκυθοςπαγωμένη σχεδόν, με κάτι δροσοστάλεςσα να την έρανε, όπως λένε, η ροδοδάκτυλος αυγή με τα δάκρυα της,κρατώντας την ανάμεσα στα γόνατα της. Πάμε. Η ώρα η ορισμένηέφτασε πια. Γιατί χαμογελάς; Συγκατανεύεις;Ήταν αυτό που γνώριζες ακόμη και δεν το ’πες;Αυτό το δίκαιο τέλος —ναι;— μετά από την πιο δίκαιη μάχη;
Άσε, μια τελευταία φορά, να σου φιλήσω το χαμόγελό σου,όσο έχω ακόμη χείλη. Πάμε τώρα. Αναγνωρίζω τη μοίρα μου. Πάμε.
(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κι ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκια τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσής στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωινό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).
ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, ΜΥΚΗΝΕΣ, Ιούνιος 1962–Ιούλιος 1966
Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=661

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου