«Δεν μένει καιρός στην ιστορία για να είναι δίκαιη. Δουλειά της είναι, αφού είναι μεροληπτική, να αναφέρει τις επιτυχίες, όμως πολύ σπάνια την ηθική τους αξία. Έχει τα μάτια της στυλωμένα στους νικητές κι αφήνει στη σκιά τους αφανισμένους.»
Ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, Βιέννη, 28 Νοεμβρίου 1881 – Πετρόπολις Βραζιλίας, 22 Φεβρουαρίου 1942) ήταν Αυστριακός συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιογράφος. Στον κολοφώνα της λογοτεχνικής του καριέρας στις δεκαετίες 1920 και 1930, ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμο
Ήταν γιος του Μόριτς Τσβάιχ, πλούσιου Εβραίου υφασματοβιομηχάνου και της Ίντα Μπρετάουερ (Ida Brettauer) (1854–1938), κόρης ιουδαϊκής οικογένειας τραπεζιτών. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου το 1904 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα με διατριβή στη φιλοσοφία του Ιππολύτου Ταΐν. Η εβραϊκή θρησκεία ελάχιστα επηρέασε την οικογενειακή ζωή και τη μόρφωσή του. «Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά» δήλωσε αργότερα σε μια συνέντευξη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκήρυξε την εβραϊκή πίστη του και έγραψε επανειλημμένως άρθρα σχετικά με την εβραϊκή ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας. Παρόλα αυτά, παρέμεινε ειρηνιστής σε όλη του τη ζωή, τασσόμενος υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης. Το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στην Αυστρία και κατόπιν στην Αγγλία. Στη συνέχεια έζησε στην Αγγλία (στο Λονδίνο και από το 1939 στο Μπαθ), και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940. Το 1941 πήγε στη Βραζιλία, στην ορεινή πόλη Πετρόπολις, 68 χλμ βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο , όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η δεύτερη σύζυγός του, Lotte, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας. Παρόλα αυτά, παρέμεινε ειρηνιστής σε όλη του τη ζωή, τασσόμενος υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης. Το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στην Αυστρία και κατόπιν στην Αγγλία. Στη συνέχεια έζησε στην Αγγλία (στο Λονδίνο και από το 1939 στο Μπαθ), και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940. Το 1941 πήγε στη Βραζιλία, στην ορεινή πόλη Πετρόπολις, 68 χλμ βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο , όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η δεύτερη σύζυγός του, Lotte, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της.
Αντίτυπο της νουβέλας «Αμόκ», όπως διασώθηκε από την πυρά των Ναζιστών της Γερμανίας το 1933
Έργογραφία στην ελληνική
Ο Τσβάιχ είναι και στην Ελλάδα όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ο πιο πολυμεταφρασμένος ξενόγλωσσος συγγραφέας και μάλιστα ο πιο πολυμεταφρασμένος γερμανός συγγραφέας με παραπάνω από 160 πρώτες εκδόσεις των έργων του.
Η πρώτη εμφάνιση και βέβαια μετάφραση του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα, γίνεται το 1922 όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει για το φιλολογικό περιοδικό «Μούσα», το ποίημα Bruges. Απο κει και πέρα κείμενα του φιλοξενούνται συχνά σε όλα τα φιλολογικά περιοδικά της χώρας, με ιδιαίτερη συχνότητα στο περιοδικό «Νέα Εστία». Από την δεκαετία του 1940 και ιδιαιτέρως του 1950 που οι εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούν τα βιβλία του, η παρουσία του στα περιοδικά συρρικνώνεται. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει 28 νουβέλες του σε δεκάδες επανεκδόσεις, ενώ το πιο γνωστό έργο του, το αυτοβιογραφικό Ο κόσμος του χτες έχει γνωρίσει 6 εκδόσεις και 5 μεταφράσεις. Επίσης έχουν κυκλοφορήσει 30 εκδόσεις των βιογραφικών βιβλίων του. Όσον αφορά τους μεταφραστές, ο Κωστής Μεραναίος έχει μεταφράσει τα περισσότερα (25) έργα του αλλά κατά καιρούς και διάσημοι Έλληνες λογοτέχνες όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Μπεράτης και άλλοι έχουν μεταφράσει κείμενά του.
Γιατί, όπως είχε πει ο Τόμας Μαν: «...Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης - ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου [...] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ».
Γιατί, όπως είχε πει ο Τόμας Μαν: «...Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης - ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου [...] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ».
- Μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα
1916: Die Legende der dritten Taube (Το παραμύθι του τρίτου περιστεριού), διήγημα
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης στην συλλογή διηγημάτων Τρεις θρύλοι και ένα παραμύθι (Ροές, 2003)
1917: Die Frau und die Landschaft (Η γυναίκα και το τοπίο), νουβέλα
μτφ. Βασίλης Πατέρας (Ροές 2013)
1922: Die Mondscheingasse (Στο φως του φεγγαριού), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες. (Άγρα, 2014).
1922: Brief einer Unbekannten (Το γράμμα μιας άγνωστης), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Σύγχρονη Εποχή, 1990, με πρόλογο του Ρομέν Ρολάν)
Τατιάνα Λιάνη ( Ροές, 2003)
1922: Amok (Αμόκ), νουβέλα
μτφ. "Ευπαλίνος" (έκδ. περιοδικού Μπουκέτο, 1934) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»]
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1951).
μτφ. Α. Γιαννόπουλος (Μορφωτική Εταιρεία, 1954) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»].
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Κωστής Μεραναίος (Αστέρι, 1980)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 2014)
μτφ. Μαρία Κωνσταντούρου (Εμπειρία Εκδοτική, 2017)
1922: Phantastische Nacht (Φανταστική νύχτα), νουβέλα
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2004)
1925: Angst (Φόβος), νουβέλα
μτφ. Σπ Λεβαντής (Γκοβόστης, 1954)
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ιωλκός, χχ.)
μτφ. Κωνσταντίνος Κρίτσης (Ροές, 2002)
1925: Die unsichtbare Sammlung (Η αόρατη συλλογή), νουβέλα
μτφ. Μαρία Τόπαλη· περιλαμβάνεται στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1927: Verwirrung der Gefühle (Σύγχυση αισθημάτων), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1950)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2003)
1927: 24 Stunden Ans dem Leben einer Frau (Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας), νουβέλα
μτφ. Νικόλαος Παπαρρόδος (Δέλτα, 1961)
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Γιώργος Σημηριώτης και Νίκος Σημηριώτης, με επίλογο του Ρομαίν Ρολλάν (ως «Το εικοσιτετράωρο μιας γυναίκας», Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2004)
1927: Untergang eines Herzens, νουβέλα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης, ως Καταστροφή μιας καρδιάς, στον τόμο Νουβέλλες. (Αργώ, χχ.).
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Συντριβή μιας καρδιάς· Ροές, 2003).
1928: Rahel rechtet mit Gott
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ραχήλ, Ιωλκός, χχ.).
1929: Die Reise in die Vergangenheit (Ταξίδι στο παρελθόν), νουβέλα που ξαναεκδόθηκε το 1976 με προσθήκες, με τίτλο Widerstand der Wirklichkeit
μτφ. της πρώτης μορφής: Γιώτα Λαδουδάκου (Μεταίχμιο, 2014)
μτφ. της δεύτερης: Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2014)
1929: Buchmendel, νουβέλα
μτφ. (;) (ως Μάντελ ο δαιμόνιος, εκδ. "Ο Κεραμεύς", χχ.)
μτφ. Μαρία Τοπάλη, στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1935: Leporella (Λεπορέλλα), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1936: Der Flüchtling. Episode an Genfer See (Ο φυγάς. Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης), διήγημα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. (;) (Ο Κεραμεύς, χχ.)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1937: Der begrabene Leuchter (Το θαμμένο κηροπήγιο), νουβέλα
μτφ. Κ.Λ. Μεραναίος (ως «Μενοράχ», Αστέρι, 1980)
1939: Ungeduld des Herzens (Ανυπόμονη καρδιά), μυθιστόρημα
μτφ. Μιμίκα Κρανάκη (Εκδόσεις των Φίλων, 1945· επανεκδόσεις: Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός Σ. Κωνσταντινόπουλος - Σ. Μαγκανιάς], 1953· Δ. Δαρεμάς, χχ. και Άγρα, 2012, με τίτλο Επικίνδυνος οίκτος)
1939: Rausch der verwandlung (Η μέθη της μεταμόρφωσης), μυθιστόρημα (πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1982)
μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης (Πατάκης, 2013)
1941: Schachnovelle (Σκακιστική νουβέλα), νουβέλα που πρωτοκυκλοφόρησε μεταθανάτια (1942)
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 1991)
μτφ. Άντζι Σαλταμπάση (Μίνωας, 2016)
1941: Clarissa (Κλαρίσα), νουβέλα που ο συγγραφέας άφησε μισοτελειωμένη και πρωτοκυκλοφόρησε το 1990
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Αλεξάνδρεια, 1992)
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης στην συλλογή διηγημάτων Τρεις θρύλοι και ένα παραμύθι (Ροές, 2003)
1917: Die Frau und die Landschaft (Η γυναίκα και το τοπίο), νουβέλα
μτφ. Βασίλης Πατέρας (Ροές 2013)
1922: Die Mondscheingasse (Στο φως του φεγγαριού), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες. (Άγρα, 2014).
1922: Brief einer Unbekannten (Το γράμμα μιας άγνωστης), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Σύγχρονη Εποχή, 1990, με πρόλογο του Ρομέν Ρολάν)
Τατιάνα Λιάνη ( Ροές, 2003)
1922: Amok (Αμόκ), νουβέλα
μτφ. "Ευπαλίνος" (έκδ. περιοδικού Μπουκέτο, 1934) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»]
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1951).
μτφ. Α. Γιαννόπουλος (Μορφωτική Εταιρεία, 1954) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»].
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Κωστής Μεραναίος (Αστέρι, 1980)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 2014)
μτφ. Μαρία Κωνσταντούρου (Εμπειρία Εκδοτική, 2017)
1922: Phantastische Nacht (Φανταστική νύχτα), νουβέλα
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2004)
1925: Angst (Φόβος), νουβέλα
μτφ. Σπ Λεβαντής (Γκοβόστης, 1954)
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ιωλκός, χχ.)
μτφ. Κωνσταντίνος Κρίτσης (Ροές, 2002)
1925: Die unsichtbare Sammlung (Η αόρατη συλλογή), νουβέλα
μτφ. Μαρία Τόπαλη· περιλαμβάνεται στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1927: Verwirrung der Gefühle (Σύγχυση αισθημάτων), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1950)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2003)
1927: 24 Stunden Ans dem Leben einer Frau (Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας), νουβέλα
μτφ. Νικόλαος Παπαρρόδος (Δέλτα, 1961)
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Γιώργος Σημηριώτης και Νίκος Σημηριώτης, με επίλογο του Ρομαίν Ρολλάν (ως «Το εικοσιτετράωρο μιας γυναίκας», Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2004)
1927: Untergang eines Herzens, νουβέλα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης, ως Καταστροφή μιας καρδιάς, στον τόμο Νουβέλλες. (Αργώ, χχ.).
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Συντριβή μιας καρδιάς· Ροές, 2003).
1928: Rahel rechtet mit Gott
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ραχήλ, Ιωλκός, χχ.).
1929: Die Reise in die Vergangenheit (Ταξίδι στο παρελθόν), νουβέλα που ξαναεκδόθηκε το 1976 με προσθήκες, με τίτλο Widerstand der Wirklichkeit
μτφ. της πρώτης μορφής: Γιώτα Λαδουδάκου (Μεταίχμιο, 2014)
μτφ. της δεύτερης: Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2014)
1929: Buchmendel, νουβέλα
μτφ. (;) (ως Μάντελ ο δαιμόνιος, εκδ. "Ο Κεραμεύς", χχ.)
μτφ. Μαρία Τοπάλη, στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1935: Leporella (Λεπορέλλα), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1936: Der Flüchtling. Episode an Genfer See (Ο φυγάς. Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης), διήγημα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. (;) (Ο Κεραμεύς, χχ.)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1937: Der begrabene Leuchter (Το θαμμένο κηροπήγιο), νουβέλα
μτφ. Κ.Λ. Μεραναίος (ως «Μενοράχ», Αστέρι, 1980)
1939: Ungeduld des Herzens (Ανυπόμονη καρδιά), μυθιστόρημα
μτφ. Μιμίκα Κρανάκη (Εκδόσεις των Φίλων, 1945· επανεκδόσεις: Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός Σ. Κωνσταντινόπουλος - Σ. Μαγκανιάς], 1953· Δ. Δαρεμάς, χχ. και Άγρα, 2012, με τίτλο Επικίνδυνος οίκτος)
1939: Rausch der verwandlung (Η μέθη της μεταμόρφωσης), μυθιστόρημα (πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1982)
μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης (Πατάκης, 2013)
1941: Schachnovelle (Σκακιστική νουβέλα), νουβέλα που πρωτοκυκλοφόρησε μεταθανάτια (1942)
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 1991)
μτφ. Άντζι Σαλταμπάση (Μίνωας, 2016)
1941: Clarissa (Κλαρίσα), νουβέλα που ο συγγραφέας άφησε μισοτελειωμένη και πρωτοκυκλοφόρησε το 1990
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Αλεξάνδρεια, 1992)
Η πρώτη σελίδα του χειρογράφου της «Μαρίας Αντουανέτας»
Βιογραφίες, δοκίμια, μελέτες, αλληλογραφία
1920: Drei Meister: Balzac – Dickens – Dostojewski (Τρεις δάσκαλοι: Μπαλζάκ - Ντίκενς - Ντοστογιέφσκυ)
μτφ.Γιάννης Μπεράτης, το τμήμα περί Ντοστογιέφσκυ (Γκοβόστης, 1980)
1921: Romain Rolland (Ρομαίν Ρολλάν), 1921
1925: Der Kampf mit dem Dämon: Hölderlin – Kleist – Nietzsche - (Ο αγώνας με τον δαίμονα. Χαίλντερλιν – Κλάιστ - Νίτσε)
μτφ. Γ. Γιαννακόπουλος (ολόκλξηρο· Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός "Κωνσταντινόπουλος - Μαγκανιάς"], 1954)
μτφ. Αλέξης Καρρέρ, το τμήμα περί Χάινριχ Κλάιστ (Γκοβόστης, χχ.)
μτφ. (;), το τμήμα περί Νίτσε (Γκοβόστης, 1990)
1927: Sternstunden der Menschheit (Οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας)
μτφ. (;) (Πέλλα, χχ.)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου ως Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας (Πατάκης, 2013)
1928: Drei Dichter ihres Lebens: Casanova – Stendhal – Tolstoi (Τρεις ποιητές της ζωής τους: Καζανόβα, Σταντάλ, Τολστόι)
μτφ. Κωστής Μεραναίος, το τμήμα περί Τολστόι (Γκοβόστης, χχ.)
1929: Joseph Fouché. Bildnis eines politischen Menschen (Ιωσήφ Φουσέ. Εικών πολιτικού ανδρός)
μτφ. Μ.Β. Σακελλαρίου (Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1945)
μτφ. (;) (εκδ. Πέτρος Ράνος, 1980)
1932: Marie Antoinette. Bildnis eines mittleren Charakters (Μαρία Αντουανέτα. Εικόνα ενός μέσου χαρακτήρα)
μτφ. Γιάννης Κουχτσόγλου (Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός "Κωνσταντινόπουλος - Μαγκανιάς"], 1953, ως Μαρία-Αντουανέτα· εκδ. Δ. ΔΑΡΕΜΑΣ, χχ.)
μτφ. Διονυσία Μπιτζιλέκη (Γκοβόστης, χχ.)
μτφ. Α. Ιορδάνου (Πάπυρος, 1996)
1934: Triumph und Tragik des Erasmus von Rotterdam (Θρίαμβος και τραγωδία του Έρασμου από το Ρόττερνταμ)
μτφ. Γιάννης Μπεράτης (Γκοβόστης, 1980)
1935: Maria Stuart (Μαρία Στούαρτ)
μτφ. Φούλα Χατζιδάκη (Πάπυρος, 1971)
μτφ. Νότης Παναγιώτου (Γκοβόστης, χχ.)
1936: Castellio gegen Calvin (Καστελλιόν εναντίον Καλβίνου)
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1950)
1938: Magellan Der Mann und seine Tat (Μαγγελάνος. Ο άνθρωπος και το έργο του)
μτφ. Γιάννης Λάμψας, (Μπεργαδής, 1953, με εικονογράφηση του Γιώργου Βαρλάμου· Πάπυρος, 1971)
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (εκδ. "Θεόδωρου Ζουμπουλάκη", χχ.)
μτφ. Λ Καστανάκης (Γκοβόστης, 1952)
εκδόσεις μετά θάνατον
1942: Montaigne (Μονταίνιος)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 2015)
1942: Die Welt von Gestern (Ο κόσμος του χτες)
μτφ. Σ.Π. (;) (Διεθνείς Εκδόσεις Δελήχρυσο, χχ., ως Ο χθεσινός κόσμος)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη και Καλανταρίδου Αλεξία (Printa, 2006)
1943: Das Geheimnis des künstlerischen Schaffens (Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας), δοκίμιο
μτφ. Αλέξανδρος Καρατζάς (Ροές, 2002)
1944: Amerigo Die Geschichte eines historischen Irrtums (Αμέριγκο αναδρομή σε ένα ιστορικό λάθος)
μτφ. Βασίλης Πατέρας (Καστανιώτης, 1998)
1946: Balzac Roman seines Lebens (Μπαλζάκ), βιογραφία
μτφ. Γιάννης Μπεράτης (Γκοβόστης, 1950)
1989: Briefwechsel mit Sigmund Freud (1908-1939) (Αλληλογραφία με τον Ζίγκμουντ Φρόυντ, 1908-1939)
μτφ. Ελευθέριος Καρτάκης (Printa, 2003)
2013: Einigung Europas (Έκκληση προς τους Ευρωπαίους), δύο δοκίμια
μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου (Μελάνι, 2017)
ΚΕΙΜΕΝΑ
Stefan Zweig, Bruges
Η πρώτη εμφάνιση του Τσβάιχ στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1922 στο φιλολογικό περιοδικό Μούσα, όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει το ποίημα Bruges, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό ποίημα του Τσβάιχ που έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Μια από τις παραξενιές της τύχης: ένας από τους πολυγραφότερους (και τους πλέον πολυμεταφρασμένους) πεζογράφους του 20ού αιώνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ως ποιητής.
Πέφτει στην πόλη τη βουβήν η βραδινή ηρεμία
Και στα κανάλια το άλικον αίμα του ήλιου κυλά,
Και δίχως λόγια ούτε σκοπό βαθειά μια επιθυμία
Από τους πύργους τους σταχτούς αρχίζει να μιλά.
Βραχνά, παράξενα οι παλιές καμπάνες τραγουδάνε
Για μέρες, που εσυντάραζαν χαράς την πόλη αχοί
Που είχαν οι δρόμοι κίνηση και φως για να σκορπάνε
Και που φωτόχαρη έλαμπε του λιμανιού η ψυχή.
Για πλούσιες μέρες, τίποτε που πια απ’ αυτές δε μένει
Κι’ απόμακρες σαν όνειρα που έγιναν παιδικά·
Σωπαίνει το Ave το στερνό… Και το άσμα αργά πεθαίνει,
Σιγά σ’ ακκόρντα τρεμοσβεί παραπονετικά.
Παίρνει τους ήχους τους στερνούς πνοή βραδυού απαλή
Και παραδέρνει ο αντίλαλος στα πεθαμένα μέρη,
Στους δρόμους, που ολ’ είναι έρημοι κ’ είναι όλοι σιωπηλοί,
Παιδί τυφλό, που τάφησε, λες, του οδηγού το χέρι.–
Δυο κύκνοι πλένε αμίλητοι στ’ ακύμαντα νερά
Και το ποτάμι αργό κυλά και σιγανατριχιάζει,
Για μια κυρίαν πανέμορφη, ρήγισσα που ήταν μια φορά
Και μες στο μαύρο ράσο της παντέρμη πια στενάζει…
(Μετάφραση) ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
https://dimartblog.com/Η πρώτη εμφάνιση του Τσβάιχ στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1922 στο φιλολογικό περιοδικό Μούσα, όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει το ποίημα Bruges, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό ποίημα του Τσβάιχ που έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Μια από τις παραξενιές της τύχης: ένας από τους πολυγραφότερους (και τους πλέον πολυμεταφρασμένους) πεζογράφους του 20ού αιώνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ως ποιητής.
Πέφτει στην πόλη τη βουβήν η βραδινή ηρεμία
Και στα κανάλια το άλικον αίμα του ήλιου κυλά,
Και δίχως λόγια ούτε σκοπό βαθειά μια επιθυμία
Από τους πύργους τους σταχτούς αρχίζει να μιλά.
Βραχνά, παράξενα οι παλιές καμπάνες τραγουδάνε
Για μέρες, που εσυντάραζαν χαράς την πόλη αχοί
Που είχαν οι δρόμοι κίνηση και φως για να σκορπάνε
Και που φωτόχαρη έλαμπε του λιμανιού η ψυχή.
Για πλούσιες μέρες, τίποτε που πια απ’ αυτές δε μένει
Κι’ απόμακρες σαν όνειρα που έγιναν παιδικά·
Σωπαίνει το Ave το στερνό… Και το άσμα αργά πεθαίνει,
Σιγά σ’ ακκόρντα τρεμοσβεί παραπονετικά.
Παίρνει τους ήχους τους στερνούς πνοή βραδυού απαλή
Και παραδέρνει ο αντίλαλος στα πεθαμένα μέρη,
Στους δρόμους, που ολ’ είναι έρημοι κ’ είναι όλοι σιωπηλοί,
Παιδί τυφλό, που τάφησε, λες, του οδηγού το χέρι.–
Δυο κύκνοι πλένε αμίλητοι στ’ ακύμαντα νερά
Και το ποτάμι αργό κυλά και σιγανατριχιάζει,
Για μια κυρίαν πανέμορφη, ρήγισσα που ήταν μια φορά
Και μες στο μαύρο ράσο της παντέρμη πια στενάζει…
(Μετάφραση) ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
Επικίνδυνος οίκτος
Αποσπάσματα
“Η όλη ιστορία άρχισε με μιαν αδεξιότητα, με μιαν αγένεια ολωσδιόλου ανεύθυνη, μια «γκάφα», όπως λεν οι Γάλλοι. Ύστερα, προσπάθησα να επανορθώσω την ανοησία μου. Αλλά όταν κανείς βιάζεται να διορθώσει κάποια ρόδα σ’ ένα ρολόι, καταστρέφει, τις περισσότερες φορές, ολόκληρο το μηχανισμό. Ακόμα και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πού τέλειωσε η καθαρή απροσεξία μου, και πού άρχισε η υπαιτιότητά μου. Ίσως να μην το μάθω ποτέ…”
Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, “Επικίνδυνος Οίκτος”. Το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα περιγράφει σπαρακτικά τη βασανιστική προδοσία της τιμής και του έρωτα, με φόντο τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το μυθιστόρημα, γραμμένο τις παραμονές και υπό τη σκιά του επερχόμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετείται στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τελειώνει με τη σφαίρα που σκότωσε τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας στο Σαράγεβο. Οι ήρωες είναι οι αποσβολωμένοι θεατές της τραγωδίας τους, σύμβολα ενός παρακμιακού πολιτισμού που δεν μπορεί όμως να αντισταθεί στη διεγερτική χαρά ενός τελευταίου βαλς. Η πρόζα του Τσβάιχ, υπέροχη και εκλεπτυσμένη, μοιάζει με τα λείψανα αυτού του πολιτισμού που τον κατάπιε η τρέλα του 20ού αιώνα. Ο οίκτος παρουσιάζεται ως ένα επικίνδυνο συναίσθημα. Μια ημιπαράλυτη γυναίκα καταστρέφεται από τον πολύ οίκτο του περιβάλλοντός της – του πατέρα, του γιατρού της και του αρραβωνιαστικού της.
Η ιστορία ξεκινάει στα τέλη του 1913 σε μια επαρχιακή πόλη της παραπαίουσας Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της περιπέτειας ένας 25χρονος νεαρός ταπεινής καταγωγής, Άντον Χοφμίλερ το όνομά του, υπίλαρχος του αυστροουγγρικού ιππικού που υπηρετεί στη συνοριοφυλακή μιας κωμόπολης στα ουγγρικά σύνορα.
Μια μέρα, ο Άντον θα λάβει μια περίεργη και ιδιαίτερη πρόσκληση. Πρόσκληση που δύσκολα θα αρνιόταν άνθρωπος την εποχή εκείνη. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής, ένας αυτοδημιούργητος τύπος ονόματι Λάγιος φον Κεκεσφάλβα, θα καλέσει στον πύργο του τον Άντον Χοφμίλερ για ένα λαμπερό δείπνο. Εκεί ο νεαρός Άντον στην προσπάθειά του να δείξει πως έχει καλούς τρόπους, και παράλληλα να κρύψει την επαρχιώτικη καταγωγή του, προτείνει στην 17χρονη κόρη του οικοδεσπότη, την Έντιθ, να χορέψουν, αγνοώντας, όμως, πως η κοπέλα είναι παράλυτη.
Για να μπορέσει να επανορθώσει ο Άντον, θα της στείλει ένα μπουκέτο ακριβά λουλούδια. Έτσι, ο νεαρός αξιωματικός θα μπει στο «παιχνίδι» ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου οίκτου για την νεαρή Έντιθ! Ένα «παιχνίδι» που όμως έχει μάθει να χρησιμοποιεί, και μάλιστα με εξαιρετικό τρόπο, η Έντιθ. Ένα «παιχνίδι» που μετατρέπει την αδυναμία σε όπλο επιβολής!
***
“Ο οίκτος είναι δίκοπο μαχαίρι. Όποιος δεν ξέρει να τον χρησιμοποιήσει, πρέπει να μην καταπιάνεται μ’ αυτόν ποτέ. Στην αρχή ο οίκτος -όπως η μορφίνη- είναι μια ευεργεσία για τον άρρωστο, ένα γιατρικό, ένα καταπραϋντικό, που γίνεται θανάσιμο δηλητήριο όταν δεν ξέρεις τη σωστή αναλογία, το σημείο που πρέπει να σταματήσεις. Οι πρώτες ενέσεις κάνουν καλό, ησυχάζουν, σταματάνε τον πόνο. Δυστυχώς, η ψυχή, όπως κι ο ανθρώπινος οργανισμός, έχει μιαν απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Όπως τα νεύρα ζητάνε ολοένα μεγαλύτερη δόση μορφίνης, έτσι κι η ψυχή έχει ανάγκη από περισσότερο οίκτο και, στο τέλος ζητάει περισσότερο απ’ όσο μπορεί να της δώσει κανείς. Αναπόφευκτα, έρχεται η στιγμή που είσαι αναγκασμένος να πεις το “όχι”. Κι ο άρρωστος μισεί περισσότερο τον ευεργέτη του γι’ αυτή την τελευταία άρνηση, παρά αν αυτός είχε αρνηθεί απ’ την αρχή να τον βοηθήσει. Ναι, αγαπητέ κύριε υπίλαρχε, πρέπει να ‘ναι κανένας κύριος του οίκτου του, γιατί κάνει περισσότερο κακό κι απ’ τη μεγαλύτερη ακόμη αδιαφορία”.
https://www.catisart.gr/
Αποσπάσματα
“Η όλη ιστορία άρχισε με μιαν αδεξιότητα, με μιαν αγένεια ολωσδιόλου ανεύθυνη, μια «γκάφα», όπως λεν οι Γάλλοι. Ύστερα, προσπάθησα να επανορθώσω την ανοησία μου. Αλλά όταν κανείς βιάζεται να διορθώσει κάποια ρόδα σ’ ένα ρολόι, καταστρέφει, τις περισσότερες φορές, ολόκληρο το μηχανισμό. Ακόμα και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πού τέλειωσε η καθαρή απροσεξία μου, και πού άρχισε η υπαιτιότητά μου. Ίσως να μην το μάθω ποτέ…”
Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, “Επικίνδυνος Οίκτος”. Το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα περιγράφει σπαρακτικά τη βασανιστική προδοσία της τιμής και του έρωτα, με φόντο τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το μυθιστόρημα, γραμμένο τις παραμονές και υπό τη σκιά του επερχόμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετείται στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τελειώνει με τη σφαίρα που σκότωσε τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας στο Σαράγεβο. Οι ήρωες είναι οι αποσβολωμένοι θεατές της τραγωδίας τους, σύμβολα ενός παρακμιακού πολιτισμού που δεν μπορεί όμως να αντισταθεί στη διεγερτική χαρά ενός τελευταίου βαλς. Η πρόζα του Τσβάιχ, υπέροχη και εκλεπτυσμένη, μοιάζει με τα λείψανα αυτού του πολιτισμού που τον κατάπιε η τρέλα του 20ού αιώνα. Ο οίκτος παρουσιάζεται ως ένα επικίνδυνο συναίσθημα. Μια ημιπαράλυτη γυναίκα καταστρέφεται από τον πολύ οίκτο του περιβάλλοντός της – του πατέρα, του γιατρού της και του αρραβωνιαστικού της.
Η ιστορία ξεκινάει στα τέλη του 1913 σε μια επαρχιακή πόλη της παραπαίουσας Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της περιπέτειας ένας 25χρονος νεαρός ταπεινής καταγωγής, Άντον Χοφμίλερ το όνομά του, υπίλαρχος του αυστροουγγρικού ιππικού που υπηρετεί στη συνοριοφυλακή μιας κωμόπολης στα ουγγρικά σύνορα.
Μια μέρα, ο Άντον θα λάβει μια περίεργη και ιδιαίτερη πρόσκληση. Πρόσκληση που δύσκολα θα αρνιόταν άνθρωπος την εποχή εκείνη. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής, ένας αυτοδημιούργητος τύπος ονόματι Λάγιος φον Κεκεσφάλβα, θα καλέσει στον πύργο του τον Άντον Χοφμίλερ για ένα λαμπερό δείπνο. Εκεί ο νεαρός Άντον στην προσπάθειά του να δείξει πως έχει καλούς τρόπους, και παράλληλα να κρύψει την επαρχιώτικη καταγωγή του, προτείνει στην 17χρονη κόρη του οικοδεσπότη, την Έντιθ, να χορέψουν, αγνοώντας, όμως, πως η κοπέλα είναι παράλυτη.
Για να μπορέσει να επανορθώσει ο Άντον, θα της στείλει ένα μπουκέτο ακριβά λουλούδια. Έτσι, ο νεαρός αξιωματικός θα μπει στο «παιχνίδι» ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου οίκτου για την νεαρή Έντιθ! Ένα «παιχνίδι» που όμως έχει μάθει να χρησιμοποιεί, και μάλιστα με εξαιρετικό τρόπο, η Έντιθ. Ένα «παιχνίδι» που μετατρέπει την αδυναμία σε όπλο επιβολής!
***
“Ο οίκτος είναι δίκοπο μαχαίρι. Όποιος δεν ξέρει να τον χρησιμοποιήσει, πρέπει να μην καταπιάνεται μ’ αυτόν ποτέ. Στην αρχή ο οίκτος -όπως η μορφίνη- είναι μια ευεργεσία για τον άρρωστο, ένα γιατρικό, ένα καταπραϋντικό, που γίνεται θανάσιμο δηλητήριο όταν δεν ξέρεις τη σωστή αναλογία, το σημείο που πρέπει να σταματήσεις. Οι πρώτες ενέσεις κάνουν καλό, ησυχάζουν, σταματάνε τον πόνο. Δυστυχώς, η ψυχή, όπως κι ο ανθρώπινος οργανισμός, έχει μιαν απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Όπως τα νεύρα ζητάνε ολοένα μεγαλύτερη δόση μορφίνης, έτσι κι η ψυχή έχει ανάγκη από περισσότερο οίκτο και, στο τέλος ζητάει περισσότερο απ’ όσο μπορεί να της δώσει κανείς. Αναπόφευκτα, έρχεται η στιγμή που είσαι αναγκασμένος να πεις το “όχι”. Κι ο άρρωστος μισεί περισσότερο τον ευεργέτη του γι’ αυτή την τελευταία άρνηση, παρά αν αυτός είχε αρνηθεί απ’ την αρχή να τον βοηθήσει. Ναι, αγαπητέ κύριε υπίλαρχε, πρέπει να ‘ναι κανένας κύριος του οίκτου του, γιατί κάνει περισσότερο κακό κι απ’ τη μεγαλύτερη ακόμη αδιαφορία”.
https://www.catisart.gr/
Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Αμόκ» του Στεφαν Τσβάϊχ
-Ήταν αδύνατο να συγκεντρωθείς σ΄αυτόν το διάδρομο τον χωρίς σκιά αυτό δρόμο με τη μεγάλη κυκλοφορία.
-Στεκόμουν όρθιος και κοίταζα ψηλά: μου φαινόταν πως βρισκόμουν σ΄ένα λουτρό όπου το ζεστό νερό πέφτει πάνω στα χέρια σου από ψηλά, με τη διαφορά πως, αντίς για νερό, άσπρο και χλιαρό φως έτρεχε πάνω στα χέρια μου, τύλιγε ανάερα τους ώμους μου και το κεφάλι μου και που, κατά έναν τρόπο φάνταζε σαν να΄θελε να εισχωρήσει μέσα μου, γιατί ξαφνικά, κάθε μου λήθαργος, εξαφανίστηκε.
–Τα ψυχολογικά αινίγματα με κάνουν πάντα τρομερά ανήσυχο καίγομαι από την επιθυμία ν΄ανακαλύψω τις σχέσεις των πραγμάτων.
-…η σιωπή με αρρωσταίνει… κι ένας άρρωστος είναι πάντα γελοίος για τους άλλους…
-Ναι, το καθήκον, το καθήκον κάπου σταματάει… εκεί όπου δεν έχει πια κανείς τη δύναμη να το εκτελέσει, ακριβώς σε αυτό το σημείο.
-…γιατί εμένα με φοβόταν περισσότερο απ΄το θάνατο… γιατί εγώ είχα περιφρονήσει την περηφάνια της… δεν την είχα βοηθήσει αμέσως…
by SearchingTheMeaningOfLife
https://searchingthemeaningoflife.wordpress.com/
Σκακιστική νουβέλα
Στο μεγάλο επιβατηγό, που τα μεσάνυχτα θα αναχωρούσε από τη Νέα Υόρκη για το Μπουένος Άιρες, επικρατούσε η συνηθισμένη οχλαγωγία και αναταραχή της τελευταίας στιγμής.Επισκέπτες, που είχαν ανέβει στο πλοίο για να αποχαιρετήσουν τους φίλους τους,σπρώχνοντας μέσα στο συνοστιγμό, παιδιά του τηλεγραφείου , με τα κασκέτα τους βαλμένα λοξά, διέσχιζαν βιαστικά τα σαλόνια φωνάζοντας ονόματα , μπαούλα και ανθοδέσμες μεταφέροντας στις καμπίνες ,πιτσιρίκια γεμάτα περιέργεια έτρεχαν πάνω κάτω ,ενώ η ορχήστρα του πλοίου συνέχιζε ατάραχη να παίζει. Στεκόμουν στη γέφυρα περιπάτου , κάπως απόμερα από αυτή τη φασαρία , και συζητούσα με έναν γνωστό μου ,όταν δίπλα μας άστραψαν δυο τρεις φορές τα φλας των φωτογραφικών μηχανών- φαίνεται πως λίγο πριν από τον απόπλου οι δημοσιογράφοι είχαν καταφέρει να πάρουν συνέντευξη από κάποιον διάσημο και τον φωτογράφιζαν.
http://www.timelink.gr/
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Σκακιστική νουβέλα», έκδοση του 1941 |
Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Και ξεσπάει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος θέτοντας τέλος στην εποχή οικονομικής ευμάρειας και “ξενοιασιάς” που ζούσαν μέχρι τότε οι άνθρωποι. Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει πώς αντιμετώπισαν οι Αυστριακοί πολίτες την κήρυξη αυτού του καταστροφικού πολέμου:
Την άλλη μέρα το πρωί στην Αυστρία! Σε κάθε σταθμό ήταν τοιχοκολλημένες οι ειδοποιήσεις που ανάγγελναν την γενική επιστράτευση. Τα τρένα γέμιζαν από νεοσύλλεκτους, που πήγαιναν να αναλάβουν υπηρεσία, οι σημαίες κυμάτιζαν, η μουσική αντηχούσε, στη Βιέννη βρήκα όλη την πόλη σε παραλήρημα. Ο πρώτος φόβος που ενέπνευσε ο πόλεμος, που κανένας δεν τον ήθελε, ούτε οι λαοί, ούτε οι κυβερνήσεις, αυτός ο πόλεμος που είχε γλιστρήσει εναντίον των προθέσεών τους από τα αδέξια χέρια των διπλωματών που έπαιζαν και μπλόφαραν μ’ αυτόν, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ξαφνικό ενθουσιασμό. Στους δρόμους σχηματίζονταν διαδηλώσεις, παντού ανεμίζονταν σημαίες, ταινίες, μουσικές, οι νεοσύλλεκτοι προχωρούσαν θριαμβευτικά, και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν, γιατί στο πέρασμά τους ξεφώνιζαν χαρούμενα, γι’ αυτούς, τους μικρούς ανθρωπάκους της καθημερινής ζωής που, ως τα τότε, κανένας δεν τους είχε προσέξει και επευφημήσει. Για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι σ’ αυτό το ξεσήκωμα της μάζας υπήρχε κάτι το μεγαλοπρεπές, κάτι που σε συνέπαιρνε και που σε έθελγε, και που ήταν πολύ δύσκολο να του αντισταθείς. Και μ’ όλο το μίσος και τη φρίκη μου για τον πόλεμο, δεν θα ήθελα να στερήσω τη ζωή μου από την ανάμνηση αυτών των πρώτων ημερών. Οι χιλιάδες και οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ένιωθαν όπως ποτέ, εκείνο που θα έπρεπε να το νιώθουν να το νιώθουν καλύτερα στον καιρό της ειρήνης, δηλαδή ως ποιο σημείο ήταν αλληλέγγυοι. Μια πόλη από δυο εκατομμύρια κατοίκους, μια χώρα με σχεδόν πενήντα εκατομμύρια ένιωθαν εκείνη την ώρα ότι ζούσαν μια σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, μια στιγμή που δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πια, και τον καθέναν τον καλούσαν να ρίξει το ελάχιστο εγώ του σ’ αυτή τη φλεγόμενη μάζα, για να εξαγνιστεί εκεί μέσα από κάθε εγωισμό. Όλες οι διαφορές βαθμού, γλώσσας, τάξης, θρησκείας είχαν καταλυθεί για μια στιγμή από το συναίσθημα της αδερφοσύνης που μας πλημμύριζε. Άγνωστοι μιλούσαν ο ένας στον άλλον στους δρόμους, άνθρωποι που απόφευγαν χρόνια ολόκληρα ο ένας τον άλλον έσφιγγαν τώρα τα χέρια, έβλεπα παντού ζωντανεμένα πρόσωπα. Κάθε άτομο αισθανόταν τον εαυτό του να πλαταίνει, δεν ήταν πια ο μοναχικός άνθρωπος του χθες, ήταν ενσωματωμένος σε μια μάζα, και το ως τα τότε ασήμαντο πρόσωπό του έπαιρνε μια σημασία. Ο μικρός ταχυδρομικός υπάλληλος που απ’ το πρωί ως το βράδυ δεν έκανε άλλο από να ξεχωρίζει γράμματα, και ξεχώριζε αδιάκοπα αδιάκοπα από τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ο γραφιάς, ο παπουτσής, απόκτησαν ξαφνικά μια άλλη προοπτική, μια ρομαντική προοπτική για τη ζωή τους. Είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ήρωες…
Όμως λίγες σελίδες παρακάτω περιγράφεται πώς επέστρεφαν οι τραυματίες:
Αλλά το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν τα νοσοκομειακά τρένα που χρειάστηκε να πάρω άλλες δυο φορές. Α! πόσο λίγο έμοιαζαν με κείνα τα υγειονομικά τρένα, τα καλοφωτισμένα, τα ολόασπρα, τα καλοπλυμένα, όπου οι αρχιδούκισσες και οι κυρίες της καλής βιενέζικης κοινωνίας είχαν φωτογραφηθεί με στολή νοσοκόμου στην αρχή του πολέμου! Εκείνο που είδα τρέμοντας, ήταν κοινά φορτηγά οχήματα χωρίς πραγματικά παράθυρα με μόνο μια στενή χαραματιά για αερισμό, και φωτισμένα με λυχνάρια που κάπνιζαν. Πρωτόγονα φορεία, ήταν στη σειρά το ένα πλάι στο άλλο, και όλα γεμάτα από πλάσματα που βογγούσαν, ιδρωμένα, κατάχλωμα σαν πεθαμένα και που αγκομαχούσαν για λίγο αέρα μέσα στην ανυπόφορη μυρωδιά του ιδρώτα και του ιωδοφορμίου. Οι στρατιωτικοί νοσοκόμοι τρίκλιζαν παρά περπατούσαν, τόσο κουρασμένοι ήταν, δεν έβλεπες τίποτα από τα εκθαμβωτικά κρεβάτια που μας έδειχναν οι φωτογραφίες. Κάτω από τις χοντροϋφασμένες κουβέρτες, τις από καιρό καταματωμένες, οι άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι στο άχυρο ή στα σκληρά φορεία και μέσα σε κάθε βαγόνι είχαν κιόλας δυο ή τρεις νεκρούς ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους και στους πληγωμένους που βογγούσαν.
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ” μετάφραση Μ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Αναδημοσίευση από: https://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/02/28-1881-22-1942.html?fbclid=IwAR0rpfjNhqDAcKak_aqWP-oPsxz7YVKSyUkwxdHNFu7DiMHOtaVIRMcLWz4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου