Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Γιώργος Γεραλής -Τα μάτια της Κίρκης

Ήταν στο δώμα. Κάτω, η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς,
μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια.
Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά
πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει
φυλακισμένο το όνειρο,
η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο
μόνο με την αρμύρα του νερού,
της γης την άχνη, του καιρού το ρίγος,
παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο.
Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά.

Μα ωστόσο, η Κίρκη
ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ’ τις αγρύπνιες μου
χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε,
παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη
στου αγνώστου το καρτέρεμα.

Σκύβοντας, ήπια,
πρώτα, νερό απ’ τα χείλη της. Το καλοκαίρι
τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες
το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα
ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας
παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες
του μέσα κόσμου της, μιλώντας
τα λόγια που είναι σαν φτερά.

Μα η Κίρκη,
με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση,
με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου,
κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό
φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο
στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σα να ταξίδευε
με το ζεστό πουλί της αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου.

Είναι μακριά
τώρα το καλοκαιρινό νησί, η χαρά που πέτρωσε,
είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή
του πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά
στην αιώνια νιότη.
Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν
τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ’ το σώμα.
Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου,
παίζουνε πίσω απ’ τα παραπετάσματα,
τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα.
Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου,
μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή και ανεξήγητη,
σαν τη μοίρα της ποίησης,
που αγρυπνάει
στην ψυχή μου.

Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=88

Γιώργος Γεραλής - Δειλινό στο λόφο



Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.

Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.

Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.

Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.

Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»

Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.

Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.

Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.

Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.

Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=238

Γιώργος Γεραλής-Ποιήματα

Η Αγέρινη
Την είδες; Φως νωπό την τραγουδούσε πέρα
Καθώς εδιάβαινε αγκαλιά με τον αγέρα.

Ο τόπος νύσταζε γλυκά στην αντηλιά της
κι ένα μικρό βιολί χορεύει στα μαλλιά της.

Εκεί που σβήνει ο αχός, την ήπιανε οι αχτίδες
Και φέξαν τα νερά του ονείρου. Δε την είδες;

Γοργή σαν τη χαρά, κι όμως την είδε η Πλάση.
Κλείσε τα μάτια σου, να σου χαμογελάσει.



Ωραία σαν λύπη
Δεν θα την δω ρόδο ή αυγή, κρίνο ή χαλάζι.
Ήταν ωραία σαν λύπη σε αλλαξοκαιριά,
σα βλέμμα ενός πουλιού που αφέθηκε στο χέρι σου.

Πάντα κοιμότανε όταν την αγκάλιαζα.
Μια φορά μόνο, που έπαιξαν τα μάτια της,
ήταν για να μου πει πως ταξιδεύει.

Όταν γελούσε, στο βαρύ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε αλλού. Κάποτε μούφερε
ένα πρόσωπο αλλιώτικο, απ’ την πρώτη ζωή μου.

Θα τη θυμούμαι ως το στερνό βασίλεμα.
Έπειτα, όπως βαθιά θα με κοιτάζει
θα την ξεχάσω.



Βραδινή Μουσική
Ο μεσονύχτιος άνεμος ξύπνησε
τις μαρμαρένιες κόρες στον κήπο.
Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο,
στη συλλογή, στο ατελεύτητο έργο.

Άλλη κρατάει ροδάνι, άλλη χρυσό σταμνί,
άλλη περνάει χλωμά λουλούδια σε στεφάνι.
Έξω απ’ τα πέρα μνήματα, του αγέρα η κόρη
γυαλίζεται, χτενίζεται, να δείξει πιο όμορφη.
Μιλάει και καμαρώνεται κι ουδέ γρικιέται.

Κι ο καβαλάρης διάβηκε στο πράσινο άλογο
κι εκείνες τον εκράξανε με άλαλα χείλια.
Στην κρυφήν αστραπή της νύχτας τον εκράξανε,
τα χέρια του απλώσανε στο πέτρινο όνειρο,
μάειδε ξοπίσω εστράφη ουδ’ αχνογέλασε,
μόνε στο φως διπλώθηκε και πάει του βάθους.

Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο.
Στου τυφλού ανέμου τ’ όνειρο, στο θαμπό τούτο ποίημα,
στο ατελεύτητο έργο.
Στον αιώνα τον άπαντα.

Γιώργος Γεραλής (1917-1996)

Πηγή: https://edromos.gr/me-oxhma-thn-poihsh-geralhs/

System Of A Down - Chop Suey!

Lyrics:

Wake up (wake up)
Grab a brush and put a little make-up
Hide the scars to fade away the shake-up (hide the scars to fade away the...)
Why'd you leave the keys upon the table?
Here you go create another fable

You wanted to
Grab a brush and put a little makeup
You wanted to
Hide the scars to fade away the shake-up
You wanted to
Why'd you leave the keys upon the table?
You wanted to

I don't think you trust
In my self-righteous suicide
I cry when angels deserve to die

Black Sabbath "The Wizard"

misty morning,clouds in the sky
without warning, the wizard walks by
casting his shadow,weaving his spell
funny clothes,twinkling bells
never talking,,just keeps walking,,spreading his magic

evil powers disappear
demons worry when the wizard is near
he turns tears into joy
everyone's happy when the wizard walks by
never talking,,just keeps walking,,spreading his magic

sun is shining,clouds have gone by
all the people,give a happy sigh
he has passed by,given his sign
left all the people,feeling so fine
never talking,,just keeps walking,,spreading his magic

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Γιάννης Κοντός- Τα οστά, Αθήνα 1982


Αργὐρης Χιόνης - Ένας λύκος αισθηματίας

Διψάω γι’ αγάπη πεινάω γι’ αγάπη πονάω γι’ αγάπη
Ουρλιάζω γι’ αγάπη πεθαίνω γι’ αγάπη αλλά
Είμαι ο λύκος ο κακός ο λύκος και δεν γίνεται
Δεν είναι δυνατόν τέτοια αισθήματα να έχω
Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα
θα πέσουνε να με σπαράξουν

Λεκτικά τοπία, 1983.

Φρίντα Λιάππα- [άτιτλο]



ναι αγάπη μου όπως ακριβώς το λες
το χειμώνα
θα βλέπουμε τη βροχή στα τζάμια
την άνοιξη
θα φωτογραφίζουμε γαλανά τοπία
το καλοκαίρι
θα κολυμπάμε σ’ ακρογιαλιές γυμνιστών
το φθινόπωρο
θα περνάμε με βιβλία και Σοπέν
θα ζήσουμε μια ήσυχη ζωή
κάτω από το Λυκαβηττό ή την Ακρόπολη
θα είμαστε για πάντα μαζί
και κυρίως
εγώ
θα ξεχάσω
ω, ναι αγάπη μου όπως ακριβώς το λες

| Φρίντα Λιάππα |

Πηγή:
https://parallaximag.gr/thessaloniki/poiitria-pou-kryvetai-vathia-mesa-stin-apothiki

Στέφαν Τσβάιχ ( 28 Νοεμβρίου 1881 – 22 Φεβρουαρίου 1942)


«Δεν μένει καιρός στην ιστορία για να είναι δίκαιη. Δουλειά της είναι, αφού είναι μεροληπτική, να αναφέρει τις επιτυχίες, όμως πολύ σπάνια την ηθική τους αξία. Έχει τα μάτια της στυλωμένα στους νικητές κι αφήνει στη σκιά τους αφανισμένους.» 


Ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, Βιέννη, 28 Νοεμβρίου 1881 – Πετρόπολις Βραζιλίας, 22 Φεβρουαρίου 1942) ήταν Αυστριακός συγγραφέας, δημοσιογράφος και βιογράφος. Στον κολοφώνα της λογοτεχνικής του καριέρας στις δεκαετίες 1920 και 1930, ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμο
Ήταν γιος του Μόριτς Τσβάιχ, πλούσιου Εβραίου υφασματοβιομηχάνου και της Ίντα Μπρετάουερ (Ida Brettauer) (1854–1938), κόρης ιουδαϊκής οικογένειας τραπεζιτών. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου το 1904 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα με διατριβή στη φιλοσοφία του Ιππολύτου Ταΐν. Η εβραϊκή θρησκεία ελάχιστα επηρέασε την οικογενειακή ζωή και τη μόρφωσή του. «Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά» δήλωσε αργότερα σε μια συνέντευξη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκήρυξε την εβραϊκή πίστη του και έγραψε επανειλημμένως άρθρα σχετικά με την εβραϊκή ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο γερμανικό Υπουργείο Άμυνας. Παρόλα αυτά, παρέμεινε ειρηνιστής σε όλη του τη ζωή, τασσόμενος υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης. Το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε στην Αυστρία και κατόπιν στην Αγγλία. Στη συνέχεια έζησε στην Αγγλία (στο Λονδίνο και από το 1939 στο Μπαθ), και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940. Το 1941 πήγε στη Βραζιλία, στην ορεινή πόλη Πετρόπολις, 68 χλμ βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο , όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η δεύτερη σύζυγός του, Lotte, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της. 
 
 Αντίτυπο της νουβέλας «Αμόκ», όπως διασώθηκε από την πυρά των Ναζιστών της Γερμανίας το 1933
 
Έργογραφία στην ελληνική

Ο Τσβάιχ είναι και στην Ελλάδα όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ο πιο πολυμεταφρασμένος ξενόγλωσσος συγγραφέας και μάλιστα ο πιο πολυμεταφρασμένος γερμανός συγγραφέας με παραπάνω από 160 πρώτες εκδόσεις των έργων του.

Η πρώτη εμφάνιση και βέβαια μετάφραση του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα, γίνεται το 1922 όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει για το φιλολογικό περιοδικό «Μούσα», το ποίημα Bruges. Απο κει και πέρα κείμενα του φιλοξενούνται συχνά σε όλα τα φιλολογικά περιοδικά της χώρας, με ιδιαίτερη συχνότητα στο περιοδικό «Νέα Εστία». Από την δεκαετία του 1940 και ιδιαιτέρως του 1950 που οι εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούν τα βιβλία του, η παρουσία του στα περιοδικά συρρικνώνεται. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει 28 νουβέλες του σε δεκάδες επανεκδόσεις, ενώ το πιο γνωστό έργο του, το αυτοβιογραφικό Ο κόσμος του χτες έχει γνωρίσει 6 εκδόσεις και 5 μεταφράσεις. Επίσης έχουν κυκλοφορήσει 30 εκδόσεις των βιογραφικών βιβλίων του. Όσον αφορά τους μεταφραστές, ο Κωστής Μεραναίος έχει μεταφράσει τα περισσότερα (25) έργα του αλλά κατά καιρούς και διάσημοι Έλληνες λογοτέχνες όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Μπεράτης και άλλοι έχουν μεταφράσει κείμενά του.
Γιατί, όπως είχε πει ο Τόμας Μαν: «...Η λογοτεχνική του δόξα έφτανε ως την τελευταία γωνιά της Γης - ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο σε σχέση με την περιορισμένη δημοτικότητα που απολαμβάνει κατά τα άλλα η γερμανική λογοτεχνία συγκριτικά με την αγγλική και τη γαλλική. Ίσως από την εποχή του Έρασμου [...] να μην υπήρξε κανένας συγγραφέας τόσο διάσημος όσο ο Στέφαν Τσβάιχ».
Μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα
1916: Die Legende der dritten Taube (Το παραμύθι του τρίτου περιστεριού), διήγημα
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης στην συλλογή διηγημάτων Τρεις θρύλοι και ένα παραμύθι (Ροές, 2003)
1917: Die Frau und die Landschaft (Η γυναίκα και το τοπίο), νουβέλα
μτφ. Βασίλης Πατέρας (Ροές 2013)
1922: Die Mondscheingasse (Στο φως του φεγγαριού), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες. (Άγρα, 2014).
1922: Brief einer Unbekannten (Το γράμμα μιας άγνωστης), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Σύγχρονη Εποχή, 1990, με πρόλογο του Ρομέν Ρολάν)
Τατιάνα Λιάνη ( Ροές, 2003)
1922: Amok (Αμόκ), νουβέλα
μτφ. "Ευπαλίνος" (έκδ. περιοδικού Μπουκέτο, 1934) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»]
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1951).
μτφ. Α. Γιαννόπουλος (Μορφωτική Εταιρεία, 1954) [ως «Αμόκ, ή Ο τρελλός της Μαλαισίας»].
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Κωστής Μεραναίος (Αστέρι, 1980)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 2014)
μτφ. Μαρία Κωνσταντούρου (Εμπειρία Εκδοτική, 2017)
1922: Phantastische Nacht (Φανταστική νύχτα), νουβέλα
μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2004)
1925: Angst (Φόβος), νουβέλα
μτφ. Σπ Λεβαντής (Γκοβόστης, 1954)
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ιωλκός, χχ.)
μτφ. Κωνσταντίνος Κρίτσης (Ροές, 2002)
1925: Die unsichtbare Sammlung (Η αόρατη συλλογή), νουβέλα
μτφ. Μαρία Τόπαλη· περιλαμβάνεται στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1927: Verwirrung der Gefühle (Σύγχυση αισθημάτων), νουβέλα
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1950)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2003)
1927: 24 Stunden Ans dem Leben einer Frau (Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας), νουβέλα
μτφ. Νικόλαος Παπαρρόδος (Δέλτα, 1961)
μτφ. Γιώργος Τσουκαλάς (Άγκυρα, 1969)
μτφ. Γιώργος Σημηριώτης και Νίκος Σημηριώτης, με επίλογο του Ρομαίν Ρολλάν (ως «Το εικοσιτετράωρο μιας γυναίκας», Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Ροές, 2004)
1927: Untergang eines Herzens, νουβέλα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης, ως Καταστροφή μιας καρδιάς, στον τόμο Νουβέλλες. (Αργώ, χχ.).
μτφ. Τατιάνα Λιάνη (Συντριβή μιας καρδιάς· Ροές, 2003).
1928: Rahel rechtet mit Gott
μτφ. Γεώργιος Ραφτόπουλος (Ραχήλ, Ιωλκός, χχ.).
1929: Die Reise in die Vergangenheit (Ταξίδι στο παρελθόν), νουβέλα που ξαναεκδόθηκε το 1976 με προσθήκες, με τίτλο Widerstand der Wirklichkeit
μτφ. της πρώτης μορφής: Γιώτα Λαδουδάκου (Μεταίχμιο, 2014)
μτφ. της δεύτερης: Δημήτρης Δημοκίδης (Ροές, 2014)
1929: Buchmendel, νουβέλα
μτφ. (;) (ως Μάντελ ο δαιμόνιος, εκδ. "Ο Κεραμεύς", χχ.)
μτφ. Μαρία Τοπάλη, στο Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή (Άγρα, 2010)
1935: Leporella (Λεπορέλλα), διήγημα
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1936: Der Flüchtling. Episode an Genfer See (Ο φυγάς. Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης), διήγημα
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. (;) (Ο Κεραμεύς, χχ.)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Αμόκ και άλλες νουβέλες
1937: Der begrabene Leuchter (Το θαμμένο κηροπήγιο), νουβέλα
μτφ. Κ.Λ. Μεραναίος (ως «Μενοράχ», Αστέρι, 1980)
1939: Ungeduld des Herzens (Ανυπόμονη καρδιά), μυθιστόρημα
μτφ. Μιμίκα Κρανάκη (Εκδόσεις των Φίλων, 1945· επανεκδόσεις: Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός Σ. Κωνσταντινόπουλος - Σ. Μαγκανιάς], 1953· Δ. Δαρεμάς, χχ. και Άγρα, 2012, με τίτλο Επικίνδυνος οίκτος)
1939: Rausch der verwandlung (Η μέθη της μεταμόρφωσης), μυθιστόρημα (πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1982)
μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης (Πατάκης, 2013)
1941: Schachnovelle (Σκακιστική νουβέλα), νουβέλα που πρωτοκυκλοφόρησε μεταθανάτια (1942)
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (στον τόμο Νουβέλλες)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 1991)
μτφ. Άντζι Σαλταμπάση (Μίνωας, 2016)
1941: Clarissa (Κλαρίσα), νουβέλα που ο συγγραφέας άφησε μισοτελειωμένη και πρωτοκυκλοφόρησε το 1990
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Αλεξάνδρεια, 1992)
 
 Η πρώτη σελίδα του χειρογράφου της «Μαρίας Αντουανέτας»
 
Βιογραφίες, δοκίμια, μελέτες, αλληλογραφία 
 
1920: Drei Meister: Balzac – Dickens – Dostojewski (Τρεις δάσκαλοι: Μπαλζάκ - Ντίκενς - Ντοστογιέφσκυ)
μτφ.Γιάννης Μπεράτης, το τμήμα περί Ντοστογιέφσκυ (Γκοβόστης, 1980)
1921: Romain Rolland (Ρομαίν Ρολλάν), 1921
1925: Der Kampf mit dem Dämon: Hölderlin – Kleist – Nietzsche - (Ο αγώνας με τον δαίμονα. Χαίλντερλιν – Κλάιστ - Νίτσε)
μτφ. Γ. Γιαννακόπουλος (ολόκλξηρο· Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός "Κωνσταντινόπουλος - Μαγκανιάς"], 1954)
μτφ. Αλέξης Καρρέρ, το τμήμα περί Χάινριχ Κλάιστ (Γκοβόστης, χχ.)
μτφ. (;), το τμήμα περί Νίτσε (Γκοβόστης, 1990)
1927: Sternstunden der Menschheit (Οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας)
μτφ. (;) (Πέλλα, χχ.)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου ως Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας (Πατάκης, 2013)
1928: Drei Dichter ihres Lebens: Casanova – Stendhal – Tolstoi (Τρεις ποιητές της ζωής τους: Καζανόβα, Σταντάλ, Τολστόι)
μτφ. Κωστής Μεραναίος, το τμήμα περί Τολστόι (Γκοβόστης, χχ.)
1929: Joseph Fouché. Bildnis eines politischen Menschen (Ιωσήφ Φουσέ. Εικών πολιτικού ανδρός)
μτφ. Μ.Β. Σακελλαρίου (Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1945)
μτφ. (;) (εκδ. Πέτρος Ράνος, 1980)
1932: Marie Antoinette. Bildnis eines mittleren Charakters (Μαρία Αντουανέτα. Εικόνα ενός μέσου χαρακτήρα)
μτφ. Γιάννης Κουχτσόγλου (Εκδόσεις ΚΜ [Εκδοτικός Οργανισμός "Κωνσταντινόπουλος - Μαγκανιάς"], 1953, ως Μαρία-Αντουανέτα· εκδ. Δ. ΔΑΡΕΜΑΣ, χχ.)
μτφ. Διονυσία Μπιτζιλέκη (Γκοβόστης, χχ.)
μτφ. Α. Ιορδάνου (Πάπυρος, 1996)
1934: Triumph und Tragik des Erasmus von Rotterdam (Θρίαμβος και τραγωδία του Έρασμου από το Ρόττερνταμ)
μτφ. Γιάννης Μπεράτης (Γκοβόστης, 1980)
1935: Maria Stuart (Μαρία Στούαρτ)
μτφ. Φούλα Χατζιδάκη (Πάπυρος, 1971)
μτφ. Νότης Παναγιώτου (Γκοβόστης, χχ.)
1936: Castellio gegen Calvin (Καστελλιόν εναντίον Καλβίνου)
μτφ. Αλέξης Καρρέρ (Γκοβόστης, 1950)
1938: Magellan Der Mann und seine Tat (Μαγγελάνος. Ο άνθρωπος και το έργο του)
μτφ. Γιάννης Λάμψας, (Μπεργαδής, 1953, με εικονογράφηση του Γιώργου Βαρλάμου· Πάπυρος, 1971)
μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (εκδ. "Θεόδωρου Ζουμπουλάκη", χχ.)
μτφ. Λ Καστανάκης (Γκοβόστης, 1952)

εκδόσεις μετά θάνατον
 
1942: Montaigne (Μονταίνιος)
μτφ. Μαρία Αγγελίδου (Άγρα, 2015)
1942: Die Welt von Gestern (Ο κόσμος του χτες)
μτφ. Σ.Π. (;) (Διεθνείς Εκδόσεις Δελήχρυσο, χχ., ως Ο χθεσινός κόσμος)
μτφ. Τατιάνα Λιάνη και Καλανταρίδου Αλεξία (Printa, 2006)
1943: Das Geheimnis des künstlerischen Schaffens (Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας), δοκίμιο
μτφ. Αλέξανδρος Καρατζάς (Ροές, 2002)
1944: Amerigo Die Geschichte eines historischen Irrtums (Αμέριγκο αναδρομή σε ένα ιστορικό λάθος)
μτφ. Βασίλης Πατέρας (Καστανιώτης, 1998)
1946: Balzac Roman seines Lebens (Μπαλζάκ), βιογραφία
μτφ. Γιάννης Μπεράτης (Γκοβόστης, 1950)
1989: Briefwechsel mit Sigmund Freud (1908-1939) (Αλληλογραφία με τον Ζίγκμουντ Φρόυντ, 1908-1939)
μτφ. Ελευθέριος Καρτάκης (Printa, 2003)
2013: Einigung Europas (Έκκληση προς τους Ευρωπαίους), δύο δοκίμια
μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου (Μελάνι, 2017)
https://el.wikipedia.org/
 
ΚΕΙΜΕΝΑ


Stefan Zweig, Bruges

Η πρώτη εμφάνιση του Τσβάιχ στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1922 στο φιλολογικό περιοδικό Μούσα, όταν ο Λέων Κουκούλας μεταφράζει το ποίημα Bruges, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό ποίημα του Τσβάιχ που έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Μια από τις παραξενιές της τύχης: ένας από τους πολυγραφότερους (και τους πλέον πολυμεταφρασμένους) πεζογράφους του 20ού αιώνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ως ποιητής.

Πέφτει στην πόλη τη βουβήν η βραδινή ηρεμία
Και στα κανάλια το άλικον αίμα του ήλιου κυλά,
Και δίχως λόγια ούτε σκοπό βαθειά μια επιθυμία
Από τους πύργους τους σταχτούς αρχίζει να μιλά.

Βραχνά, παράξενα οι παλιές καμπάνες τραγουδάνε
Για μέρες, που εσυντάραζαν χαράς την πόλη αχοί
Που είχαν οι δρόμοι κίνηση και φως για να σκορπάνε
Και που φωτόχαρη έλαμπε του λιμανιού η ψυχή.

Για πλούσιες μέρες, τίποτε που πια απ’ αυτές δε μένει
Κι’ απόμακρες σαν όνειρα που έγιναν παιδικά·
Σωπαίνει το Ave το στερνό… Και το άσμα αργά πεθαίνει,
Σιγά σ’ ακκόρντα τρεμοσβεί παραπονετικά.

Παίρνει τους ήχους τους στερνούς πνοή βραδυού απαλή
Και παραδέρνει ο αντίλαλος στα πεθαμένα μέρη,
Στους δρόμους, που ολ’ είναι έρημοι κ’ είναι όλοι σιωπηλοί,
Παιδί τυφλό, που τάφησε, λες, του οδηγού το χέρι.–

Δυο κύκνοι πλένε αμίλητοι στ’ ακύμαντα νερά
Και το ποτάμι αργό κυλά και σιγανατριχιάζει,
Για μια κυρίαν πανέμορφη, ρήγισσα που ήταν μια φορά
Και μες στο μαύρο ράσο της παντέρμη πια στενάζει…

(Μετάφραση) ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ


 https://dimartblog.com/



Επικίνδυνος οίκτος
Αποσπάσματα
“Η όλη ιστορία άρχισε με μιαν αδεξιότητα, με μιαν αγένεια ολωσδιόλου ανεύθυνη, μια «γκάφα», όπως λεν οι Γάλλοι. Ύστερα, προσπάθησα να επανορθώσω την ανοησία μου. Αλλά όταν κανείς βιάζεται να διορθώσει κάποια ρόδα σ’ ένα ρολόι, καταστρέφει, τις περισσότερες φορές, ολόκληρο το μηχανισμό. Ακόμα και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πού τέλειωσε η καθαρή απροσεξία μου, και πού άρχισε η υπαιτιότητά μου. Ίσως να μην το μάθω ποτέ…”

Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, “Επικίνδυνος Οίκτος”. Το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα περιγράφει σπαρακτικά τη βασανιστική προδοσία της τιμής και του έρωτα, με φόντο τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το μυθιστόρημα, γραμμένο τις παραμονές και υπό τη σκιά του επερχόμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετείται στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τελειώνει με τη σφαίρα που σκότωσε τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Αυστρίας στο Σαράγεβο. Οι ήρωες είναι οι αποσβολωμένοι θεατές της τραγωδίας τους, σύμβολα ενός παρακμιακού πολιτισμού που δεν μπορεί όμως να αντισταθεί στη διεγερτική χαρά ενός τελευταίου βαλς. Η πρόζα του Τσβάιχ, υπέροχη και εκλεπτυσμένη, μοιάζει με τα λείψανα αυτού του πολιτισμού που τον κατάπιε η τρέλα του 20ού αιώνα. Ο οίκτος παρουσιάζεται ως ένα επικίνδυνο συναίσθημα. Μια ημιπαράλυτη γυναίκα καταστρέφεται από τον πολύ οίκτο του περιβάλλοντός της – του πατέρα, του γιατρού της και του αρραβωνιαστικού της.

Η ιστορία ξεκινάει στα τέλη του 1913 σε μια επαρχιακή πόλη της παραπαίουσας Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της περιπέτειας ένας 25χρονος νεαρός ταπεινής καταγωγής, Άντον Χοφμίλερ το όνομά του, υπίλαρχος του αυστροουγγρικού ιππικού που υπηρετεί στη συνοριοφυλακή μιας κωμόπολης στα ουγγρικά σύνορα.

Μια μέρα, ο Άντον θα λάβει μια περίεργη και ιδιαίτερη πρόσκληση. Πρόσκληση που δύσκολα θα αρνιόταν άνθρωπος την εποχή εκείνη. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής, ένας αυτοδημιούργητος τύπος ονόματι Λάγιος φον Κεκεσφάλβα, θα καλέσει στον πύργο του τον Άντον Χοφμίλερ για ένα λαμπερό δείπνο. Εκεί ο νεαρός Άντον στην προσπάθειά του να δείξει πως έχει καλούς τρόπους, και παράλληλα να κρύψει την επαρχιώτικη καταγωγή του, προτείνει στην 17χρονη κόρη του οικοδεσπότη, την Έντιθ, να χορέψουν, αγνοώντας, όμως, πως η κοπέλα είναι παράλυτη.

Για να μπορέσει να επανορθώσει ο Άντον, θα της στείλει ένα μπουκέτο ακριβά λουλούδια. Έτσι, ο νεαρός αξιωματικός θα μπει στο «παιχνίδι» ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου οίκτου για την νεαρή Έντιθ! Ένα «παιχνίδι» που όμως έχει μάθει να χρησιμοποιεί, και μάλιστα με εξαιρετικό τρόπο, η Έντιθ. Ένα «παιχνίδι» που μετατρέπει την αδυναμία σε όπλο επιβολής!


***

“Ο οίκτος είναι δίκοπο μαχαίρι. Όποιος δεν ξέρει να τον χρησιμοποιήσει, πρέπει να μην καταπιάνεται μ’ αυτόν ποτέ. Στην αρχή ο οίκτος -όπως η μορφίνη- είναι μια ευεργεσία για τον άρρωστο, ένα γιατρικό, ένα καταπραϋντικό, που γίνεται θανάσιμο δηλητήριο όταν δεν ξέρεις τη σωστή αναλογία, το σημείο που πρέπει να σταματήσεις. Οι πρώτες ενέσεις κάνουν καλό, ησυχάζουν, σταματάνε τον πόνο. Δυστυχώς, η ψυχή, όπως κι ο ανθρώπινος οργανισμός, έχει μιαν απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Όπως τα νεύρα ζητάνε ολοένα μεγαλύτερη δόση μορφίνης, έτσι κι η ψυχή έχει ανάγκη από περισσότερο οίκτο και, στο τέλος ζητάει περισσότερο απ’ όσο μπορεί να της δώσει κανείς. Αναπόφευκτα, έρχεται η στιγμή που είσαι αναγκασμένος να πεις το “όχι”. Κι ο άρρωστος μισεί περισσότερο τον ευεργέτη του γι’ αυτή την τελευταία άρνηση, παρά αν αυτός είχε αρνηθεί απ’ την αρχή να τον βοηθήσει. Ναι, αγαπητέ κύριε υπίλαρχε, πρέπει να ‘ναι κανένας κύριος του οίκτου του, γιατί κάνει περισσότερο κακό κι απ’ τη μεγαλύτερη ακόμη αδιαφορία”.

https://www.catisart.gr/
 
 

Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Αμόκ» του Στεφαν Τσβάϊχ

-Ήταν αδύνατο να συγκεντρωθείς σ΄αυτόν το διάδρομο τον χωρίς σκιά αυτό δρόμο με τη μεγάλη κυκλοφορία.

-Στεκόμουν όρθιος και κοίταζα ψηλά: μου φαινόταν πως βρισκόμουν σ΄ένα λουτρό όπου το ζεστό νερό πέφτει πάνω στα χέρια σου από ψηλά, με τη διαφορά πως, αντίς για νερό, άσπρο και χλιαρό φως έτρεχε πάνω στα χέρια μου, τύλιγε ανάερα τους ώμους μου και το κεφάλι μου και που, κατά έναν τρόπο φάνταζε σαν να΄θελε να εισχωρήσει μέσα μου, γιατί ξαφνικά, κάθε μου λήθαργος, εξαφανίστηκε.

–Τα ψυχολογικά αινίγματα με κάνουν πάντα τρομερά ανήσυχο καίγομαι από την επιθυμία ν΄ανακαλύψω τις σχέσεις των πραγμάτων.

-…η σιωπή με αρρωσταίνει… κι ένας άρρωστος είναι πάντα γελοίος για τους άλλους…

-Ναι, το καθήκον, το καθήκον κάπου σταματάει… εκεί όπου δεν έχει πια κανείς τη δύναμη να το εκτελέσει, ακριβώς σε αυτό το σημείο.

-…γιατί εμένα με φοβόταν περισσότερο απ΄το θάνατο… γιατί εγώ είχα περιφρονήσει την περηφάνια της… δεν την είχα βοηθήσει αμέσως…

by SearchingTheMeaningOfLife

https://searchingthemeaningoflife.wordpress.com/



Σκακιστική νουβέλα


Στο μεγάλο επιβατηγό, που τα μεσάνυχτα θα αναχωρούσε από τη Νέα Υόρκη για το Μπουένος Άιρες, επικρατούσε η συνηθισμένη οχλαγωγία και αναταραχή της τελευταίας στιγμής.Επισκέπτες, που είχαν ανέβει στο πλοίο για να αποχαιρετήσουν τους φίλους τους,σπρώχνοντας μέσα στο συνοστιγμό, παιδιά του τηλεγραφείου , με τα κασκέτα τους βαλμένα λοξά, διέσχιζαν βιαστικά τα σαλόνια φωνάζοντας ονόματα , μπαούλα και ανθοδέσμες μεταφέροντας στις καμπίνες ,πιτσιρίκια γεμάτα περιέργεια έτρεχαν πάνω κάτω ,ενώ η ορχήστρα του πλοίου συνέχιζε ατάραχη να παίζει. Στεκόμουν στη γέφυρα περιπάτου , κάπως απόμερα από αυτή τη φασαρία , και συζητούσα με έναν γνωστό μου ,όταν δίπλα μας άστραψαν δυο τρεις φορές τα φλας των φωτογραφικών μηχανών- φαίνεται πως λίγο πριν από τον απόπλου οι δημοσιογράφοι είχαν καταφέρει να πάρουν συνέντευξη από κάποιον διάσημο και τον φωτογράφιζαν.

http://www.timelink.gr/


Το εξώφυλλο του βιβλίου «Σκακιστική νουβέλα», έκδοση του 1941
Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Και ξεσπάει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος θέτοντας τέλος στην εποχή οικονομικής ευμάρειας και “ξενοιασιάς” που ζούσαν μέχρι τότε οι άνθρωποι. Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει πώς αντιμετώπισαν οι Αυστριακοί πολίτες την κήρυξη αυτού του καταστροφικού πολέμου:

Την άλλη μέρα το πρωί στην Αυστρία! Σε κάθε σταθμό ήταν τοιχοκολλημένες οι ειδοποιήσεις που ανάγγελναν την γενική επιστράτευση. Τα τρένα γέμιζαν από νεοσύλλεκτους, που πήγαιναν να αναλάβουν υπηρεσία, οι σημαίες κυμάτιζαν, η μουσική αντηχούσε, στη Βιέννη βρήκα όλη την πόλη σε παραλήρημα. Ο πρώτος φόβος που ενέπνευσε ο πόλεμος, που κανένας δεν τον ήθελε, ούτε οι λαοί, ούτε οι κυβερνήσεις, αυτός ο πόλεμος που είχε γλιστρήσει εναντίον των προθέσεών τους από τα αδέξια χέρια των διπλωματών που έπαιζαν και μπλόφαραν μ’ αυτόν, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ξαφνικό ενθουσιασμό. Στους δρόμους σχηματίζονταν διαδηλώσεις, παντού ανεμίζονταν σημαίες, ταινίες, μουσικές, οι νεοσύλλεκτοι προχωρούσαν θριαμβευτικά, και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν, γιατί στο πέρασμά τους ξεφώνιζαν χαρούμενα, γι’ αυτούς, τους μικρούς ανθρωπάκους της καθημερινής ζωής που, ως τα τότε, κανένας δεν τους είχε προσέξει και επευφημήσει. Για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι σ’ αυτό το ξεσήκωμα της μάζας υπήρχε κάτι το μεγαλοπρεπές, κάτι που σε συνέπαιρνε και που σε έθελγε, και που ήταν πολύ δύσκολο να του αντισταθείς. Και μ’ όλο το μίσος και τη φρίκη μου για τον πόλεμο, δεν θα ήθελα να στερήσω τη ζωή μου από την ανάμνηση αυτών των πρώτων ημερών. Οι χιλιάδες και οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ένιωθαν όπως ποτέ, εκείνο που θα έπρεπε να το νιώθουν να το νιώθουν καλύτερα στον καιρό της ειρήνης, δηλαδή ως ποιο σημείο ήταν αλληλέγγυοι. Μια πόλη από δυο εκατομμύρια κατοίκους, μια χώρα με σχεδόν πενήντα εκατομμύρια ένιωθαν εκείνη την ώρα ότι ζούσαν μια σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, μια στιγμή που δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πια, και τον καθέναν τον καλούσαν να ρίξει το ελάχιστο εγώ του σ’ αυτή τη φλεγόμενη μάζα, για να εξαγνιστεί εκεί μέσα από κάθε εγωισμό. Όλες οι διαφορές βαθμού, γλώσσας, τάξης, θρησκείας είχαν καταλυθεί για μια στιγμή από το συναίσθημα της αδερφοσύνης που μας πλημμύριζε. Άγνωστοι μιλούσαν ο ένας στον άλλον στους δρόμους, άνθρωποι που απόφευγαν χρόνια ολόκληρα  ο ένας τον άλλον έσφιγγαν τώρα τα χέρια, έβλεπα παντού ζωντανεμένα πρόσωπα. Κάθε άτομο αισθανόταν τον εαυτό του να πλαταίνει, δεν ήταν πια ο μοναχικός άνθρωπος του χθες, ήταν ενσωματωμένος σε μια μάζα, και το ως τα τότε ασήμαντο πρόσωπό του έπαιρνε μια σημασία. Ο μικρός ταχυδρομικός υπάλληλος που απ’ το πρωί ως το βράδυ δεν έκανε άλλο από να ξεχωρίζει γράμματα, και ξεχώριζε αδιάκοπα αδιάκοπα από τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ο γραφιάς, ο παπουτσής, απόκτησαν ξαφνικά μια άλλη προοπτική, μια ρομαντική προοπτική για τη ζωή τους. Είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ήρωες…

Όμως λίγες σελίδες παρακάτω περιγράφεται πώς επέστρεφαν οι τραυματίες:

Αλλά το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν τα νοσοκομειακά τρένα που χρειάστηκε να πάρω άλλες δυο φορές. Α! πόσο λίγο έμοιαζαν με κείνα τα υγειονομικά τρένα, τα καλοφωτισμένα, τα ολόασπρα, τα καλοπλυμένα, όπου οι αρχιδούκισσες και οι κυρίες της καλής βιενέζικης κοινωνίας είχαν φωτογραφηθεί με στολή νοσοκόμου στην αρχή του πολέμου! Εκείνο που είδα τρέμοντας, ήταν κοινά φορτηγά οχήματα χωρίς πραγματικά παράθυρα με μόνο μια στενή χαραματιά για αερισμό, και φωτισμένα με λυχνάρια που κάπνιζαν. Πρωτόγονα φορεία, ήταν στη σειρά το ένα πλάι στο άλλο, και όλα γεμάτα από πλάσματα που βογγούσαν, ιδρωμένα, κατάχλωμα σαν πεθαμένα και που αγκομαχούσαν για λίγο αέρα μέσα στην ανυπόφορη μυρωδιά του ιδρώτα και του ιωδοφορμίου. Οι στρατιωτικοί νοσοκόμοι τρίκλιζαν παρά περπατούσαν, τόσο κουρασμένοι ήταν, δεν έβλεπες τίποτα από τα εκθαμβωτικά κρεβάτια που μας έδειχναν οι φωτογραφίες. Κάτω από τις χοντροϋφασμένες κουβέρτες, τις από καιρό καταματωμένες, οι άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι στο άχυρο ή στα σκληρά φορεία και μέσα σε κάθε βαγόνι είχαν κιόλας δυο ή τρεις νεκρούς ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους και στους πληγωμένους που βογγούσαν.
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ” μετάφραση Μ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ



Παύλος Νιρβάνας- αγάπη του σκιάχτρου


Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.
Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλά-καλά δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, τ’ αυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του. Ήτανε κι άλλοι άνθρωποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι αλλήθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα ούτε πετούμενο ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο.
Οι άνθρωποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κοίταζαν. Τον κοίταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με σιχαμό. Τον κοίταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι άνθρωποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάσει από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν1 τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χιμούσανε να τον φάνε. Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του· ήξερε πως κατιτί τον φύλαγε σα φυλακτό απ’ τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν, κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σα να τα είχε δαρμένα.
Ο άσχημος άνθρωπος -έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός-αγάπησε τ’ ομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα-νύκτα περνούσε κάτω απ’ το σπίτι του κοριτσιού και κοίταζε στα παράθυρα μ’ ένα παράπονο που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Τ’ αδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώσει και κανένας. Ποιος γύριζε να ιδεί τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κι εκείνες και πειράζανε τ’ όμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τ’ όμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κι έκλαιγε απ’ το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό!» έλεγε. «Να μ’ αγαπήσει ένα σκιάχτρο!» Το ’παιρνε σαν καταφρόνια και σα φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κι έκλαιγε μοναχή της.
Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξει στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε οι μέρες, από την πίκρα και τον καημό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κοιτάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακριά. Τρελαμένος απ’ την αγάπη είδε κι απόειδε και μια νύκτα έβαλε ένα τρομπόνι2 στα μηλίγγια του και σκόρπισε στον άνεμο το άσχημο πρόσωπό του.
Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
Μα τ’ όμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξει την καταφρόνια που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους της πώς, μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήσει. Κι απ’ την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και σιχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κι έλιωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που τη βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο· αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου ανθρώπου, για την ομορφιά της που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.
Τ’ όμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ’ τον κόσμο κι έλιωνε σαν το κερί. Κι όλο έλιωνε, ώσπου μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα και δεν τ’ άνοιξε πια.
Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κι οι τραγουδιστάδες τής βγάλανε τραγούδι. Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι αυτή απ’ την αγάπη, πως ένας κρυφός καημός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε…
Έτσι, ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζί του την αγάπη του και δεν την άφησε να τη χαρεί άλλος κανένας στον κόσμο. Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.
1.Τον διέκριναν από μακριά
2.Είδος όπλου

Cello Sonata in A Minor, Op. 36: I. Allegro agitato


Φρίντα Λιάππα-[Τα Σπίτια Έχουν Παράθυρα. Μα Τα Παιδιά Έχουν Άστρα]


Αποτέλεσμα εικόνας για λιαππα φριντα
 
Με μόνο οδηγό το ένστικτο.
Το μάτι της καρδιάς.
 
***
 
Μνημειωμένα
όλα και ζωντανά.
 
***
 
Την καταγωγή μου ποτέ δεν φοβήθηκα.
 
***
 
Μάτια που βλέπουν προς τα έξω.
Κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους.
 
***
 
Πηδάει πάλι σαν αστραπή τα χρόνια.
Ο χρόνος ακίνητος.
 
***
 
Οι γλωσσικές τελετές της μητέρας.
Οι θεατρικές λειτουργίες του πατέρα.
Οι σχολικές εκθέσεις.
Το κορμί έκθετο.
 
***
 
«Η Φρίντα έχει επίγνωση των πράξεών της»,
έλεγε ο πατέρας όταν ήταν ακόμα μικρή.
Τόσο μικρή που δεν αναγνώριζα τις λέξεις.
Μόνο τις φωνές.
 
***
 
Τώρα η βίαια γλώσσα και τα μαραμένα χείλια.
Άσπρο αίμα στάλα στάλα στάλα στο άσπρο χαρτί.
 
***
 
Το σώμα σωπαίνει.
Έξω χιονίζει.
Όνειρα, όνειρα, όνειρα.
 
***
 
Κι η θάλασσα σκοτάδι.
 
***
 
Τρυφερότητα αξόδευτη, άσωστη.
 
***
 
Και τι να πρωτοθυμηθώ, τι να πρωτοξεχάσω;
 
 
 
***
 
Άσπρα μεσημέρια αγριοπερίστερα.
Κατακόκκινος ο ήλιος στο στήθος του απογεύματος.
Βαρύ, πικρό, ολόγιομο κι απόψε το φεγγάρι.
 
***
 
Ανάγκη συγκομιδής κι απολογισμού.
Φοβίες και προοπτικές.
Ευτυχίες και μνήμες.
 
***
 
Καμία επιλογή ζωής.
Ακατάστατες οραματικές εικόνες.
Αβέβαιες κι αυτές.
 
***
 
Το πρωί βροχή.
Μέχρι το βράδυ καταιγίδα.
Αστραπές και πλημμύρες η νύχτα.
Πώς πέρασε ο χρόνος;
 
***
 
Ούτε τόσο νέα, ούτε τόσο ευαίσθητη, ούτε τόσο ταλαντούχα.
 
***
 
Στην αιχμή ή στην καμπή λοιπόν;
 
***
 
Τα χρόνια της αυτοπαρατήρησης και η ηλικία του φόβου.
 
***
 
Ομιλίες ήσσονος τόνου. Κι όλο βουλώνει χωρίς δάκρυα.
 
***
 
Η παιδική της φίλη έγινε «ένας άνθρωπος χρήσιμος».
Μύριζε άγουρο μανταρίνι.
Γέρασε πάνω στο ίδιο εργόχειρο.
 
***
 
Μελαγχολική κατάφαση ζωής που πασχίζει να κρατήσει την αξιοπρέπειά της.
Όπως το ’λεγε και η μητέρα: «να μη δίνουμε δικαιώματα του κόσμου».
 
***
 
Μετρημένες οι μέρες της ζωής της.
Τις είχε συνδέσει με την ευτυχία.
Την πλήρη. Ή την ελάχιστη.
 
***
 
Αισθήματα αναμοχλεύονται σ’ ένα αδρανές σώμα. Αναμένει.
 
***
 
Τη νύχτα την ξυπνά το παράπονο του πεθαμένου.
Το πρωί ο ακροβάτης παίρνει τη θέση του.
Κι ο σχοινοβάτης;
 
***
 
Μιαν αυγή θα ξυπνήσει.
Χωρίς σκέψη ή τύψη.
Θα τολμήσει τη φράση, την κίνηση.
 
***
 
Σχεδιάζεται το τοπίο της μνήμης.
Συνεχίζεται η καλοκαιρινή βροχή.
Όμως η ζωή έχει το δικό της τρόπο να υπενθυμίζει.
 
***
 
Η ζωή είναι φθορά, είναι χαρά. Ζω για να κηδεύει.
 
***
 
Ο πόνος έγινε σκέψη. Έμεινε πόνος.
 
***
 
Πόνος εκ του πένομαι. Εξ ου πενία, αλλά και πονηρός.
 
***
 
Ο μονότροπος Αίαντας παραχωρεί τη θέση του στον Οδυσσέα.
 
***
 
Διαλεκτική.
 
***
 
Άραγε ο χαμαιλέοντας γνωρίζει το πραγματικό του χρώμα;
 
***
 
Στη ρίζα του πόθου γυροφέρνει το σκυλί. Σε ξένα χέρια αποκοιμιέται το φεγγάρι.
 
***
 
Όλα σε τάξη λόγου λοιπόν. Και το μυστικό καλά κρυμμένο στο ιλαρό σκοτάδι του.
 
***
 
Το πέρασμα από το μυθικό στο πραγματικό. Από το πραγματικό στο μυθικό.
 
***
 
Το πέρασμα εις εαυτήν;
 
***
 
Είχε μπει πλέον στην ηλικία που άρχιζε να την προδίδει το σώμα της.
Πλησίαζε το χρόνο των εννοιών. Ο καιρός της κατανόησης αργούσε ακόμα.
 
***
 
Το μυαλό δεν έχει μέθοδο. Ούτε το σώμα διαδρομή.
 
***
 
Ο φόβος της τρέλας ανταγωνίζεται το φόβο του θανάτου.
Προφανώς κάποιο ερώτημα υπεκφεύγει.
Παιδιόθεν.
 
***
 
Μήπως οι λεύκες είναι απλώς δέντρα;
 

***
 
Μιλάει με αποφθέγματα, κι όλοι τη φωνάζουν πλέον με υποκοριστικά. Όλοι πια.
 
***
 
Ξυπνάει η μέρα με την τύψη της προηγούμενης.
 
***
 
Παίρνει πάνω της το λάθος κι ο κόσμος γίνεται ευκολότερος.
Πού να ψάχνεις τώρα για ενόχους και υπαίτιους.
 
***
 
Η ενστικτώδης διορατικότητα και οι λογικές αποφάνσεις.
Και κάθε στιγμή οριοθετημένη η απόσταση ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο.
 
***
 
Πως γίναν όλα έτσι παλιά λες κι άρχιζαν ύστερα όλες μαζί οι χορωδίες.
 
***
 
Ανίκανη να αναγνωρίσει τις φωνές. Ξαναπιάνει το διάλογο με τους καθρέφτες.
 
***
 
Ακούει τη μάνα να μιλάει. Βυζαίνει.
 
***
 
Τα σπίτια έχουν παράθυρα. Μα τα παιδιά έχουν άστρα.
 
***
 
Μη βγει από τις παραισθήσεις και τα οράματα. Το μόνο αληθινά δικό της.
 
***
 
Το χάσιμο του έρωτα και τα’ αεράκι της τέχνης. Ζόφος τα υπόλοιπα.
 
***
 
Συμφιλιώνεται με τον εαυτό της διαγράφοντάς τον.
Μαζί του πορεύεται.
Αυτόν εξαντλεί ως την εμπατή του πόνου του.
 
***
 
Ακατανόητη ανόσια λέξη μνήμη.
 
***
 
Ό,τι ήταν σκοτάδι και το είπαν ασυνείδητο.
 
***
 
Κρυψώνα του ήλιου η νύχτα.
Οι άσπρες ώρες του νοτιά.
Μειδιά η ανίκητη μέρα.
 
***
 
Η μοναξιά ως χάρις.
 
***
 
Όλη η ζωή ένα αλάφιασμα. Και το φως των πεύκων.
 
***
 
Και πάντα ο άλλος.
 
***
 
Ο πρώτος της εχθρός – η ανάγκη του.
 
***
 
Λέμε αδήριτος ανάγκη. Μπορώ να πω αδήριτος μοναξιά;
 
***
 
Παιδική ηλικία. Όταν τα πράγματα δεν ονομάζονταν. Ήταν.
 
***
 
Επιθυμία να γίνουν τα πράγματα λαμπερά και πρώτα.
 
***
 
Ερειπιώνας κορμί. Τα χέρια προδίδουν την ηλικία.
 
***
 
Γεμίζει η σελήνη πάνω από τον Παρνασσό.
Ο κισσός στην πέτρα της Σίβυλλας.
Τα μάτια του Ηνίοχου μας καταπίνουν.
Τί ευχή έκανες στην Κασταλία;
 
 
***
 
Αγαπώ σημαίνει αρνούμαι σ’ αγαπώ σημαίνει αρκούμαι.
Ξανά μανάπαιχνίδια και αινίγματα.
 
***
 
Πονάς; Πού πονάς;
 
***
 
Δυσλεκτικό παιδί. Ακατάδεκτο.
 
***
 
Γέρασε με την ανυπομονησία της νιότης.
Δεν κατάλαβε ούτε πώς, ούτε πόσο αγαπήθηκε.
 
***
 
Τί κομματιάζεις έτσι την πανσέληνο; Η αφανέρωτη πλευρά το πρόσωπό μου.
 
***
 
Ακίνητη. Έξω από τόπο και πόθο.
 
***
 
Ένας άχρονος κόσμος με μπερδεμένες τις ημερομηνίες .
Ο κόσμος της.
Κι ας το γνωρίζει, κατά βάθος,
πως το σύμπαν είναι θέμα ρυθμού.
 
***
 
Ατέρμονη γόνιμη σιωπή.
 
***
 
Κι ο ουρανός οθόνη του πάθους της.
 
***
 
Απέναντι στο μεγάλο πόνο έβαζε το μεγάλο στόχο.
Συνήθως δεν άντεχε στη διαδρομή,
αλλά περνούσε ο μεγάλος πόνος.
 
***
 
Ο χρόνος είναι τώρα πάλι δικός της.
Το σώμα το ίδιο και αυτό.
Άχρηστα και τα δυο άλλα δικά της.
Το μυαλό θα τα κάνει χρηστά και χρήσιμα.
 
***
 
Πολεμούσε τα δίκια της. Μάταια λόγια.
Περικυκλωμένη από τον εαυτό της.
Κρατιέται από τα ίδια της τα λόγια.
 
***
 
Ο Λόγος;
 
***
 
Υφαίνει με υπομονή ένα περίτεχνο δίχτυ συμβόλων.
Όσο δεν παγιδεύει την πραγματικότητα
παραμένει ενεργός. Σχεδόν ευτυχής.
 
***
 
Η νομοτέλεια του τυχαίου. Να αφεθείς.
 
***
 
Η τρύπα χάσκει στο κέντρο.
Κάνει κύκλους γύρω τριγύρω.
Κάνει πως δεν φοβάται.
***
της μαύρης τρούπας – λέω –
του τάφου μας
Γρηγόρη
 
***
 
Παρηγορούσε τον ένα θάνατο με τον άλλο θάνατο. Αυτός δεν έλεγε να ησυχάσει.
 
***
 
Ο θάνατος είναι βασιλιάς. Γι’ αυτό λέμε «τα μάτια με ταξίδεψαν».
 
***
 
Ζωή – ρυθμός μες την αταραξία.
 
***
 
Στα κομμάτια η μοναξιά της. Να την φαν σκυλιά, πουλιά, παιδιά.
 
 
***
 
Κρόταλα Στόματα Σώματα
 
***
 
Ξανά ξανά ξανά η άνοιξη νικά
 
***
 
Μελαγχολικοί ευκάλυπτοι κι οργιαστικές παπαρούνες.
Στο αθώο μέτωπο της Κυριακής δεν έχει στεγνώσει το αίμα.
 
***
 
Κι άλλο αίμα;
 
***
 
Ανέραστο κορμί. Έρμαιο της επιθυμίας.
Δέσμιο της ανάγκης. Δεν μπορώ να το μωρώξω.
 
***
 
Ταξίδια και όνειρα. Τα λόγια του έρωτα φτερουγίζουν μεγάλα στο σπίτι.
 
***
 
Απαρηγόρητο φεγγάρι αυγουστιάτικο γέμιζε εσύ, γέμιζε. Γέμισέ με.
 
***
 
Τη λυσίκομη κόρη που έκλεψε του Κύκλωπα το μοναδικό μάτι. Στη σεμνή ομορφιά της νυχτώθηκα.
 
***
 
Η μέρα χώρισε πάλι από τη νύχτα. Όπου μέρα της κι όπου νύχτα της τώρα.
 
 
***
 
Γαβγίζουν τα ιερά σκυλιά. Ανοικτίρμων η μοναξιά παραμονεύει.
Παραμερίζει τον εφιάλτη. Ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει στον κόσμο.
 
***
 
Αφήνεται στις μυστηριώδεις φωνές. Αδιαφορεί για το ποιητικό στοιχείο. Παραδίνεται σε μια βία υπόγεια.
 
***
 
Ξέδομα και ξόδεμα. Ευφρόσυνο μεθύσι της ψυχής. Το κρύο γέλιο του νου γιατί δεν σταματά;
 
***
 
Αγαπούσε τη γιορτή γιατί είχε παρέα. Μισούσε τη γιορτή γιατί της έκλεβε τους γονείς.
 
***
 
Το μάτι που ανακαλύπτει και το μάτι που αναβιώνει. Στραβή ή γκαβή;
 
***
 
Η ζωή έτσι όπως κυκλοφορεί την αποκλείει.Η ίδια της η συγκίνηση τη δεσμεύει.
 
***
 
Τώρα το ξέρει. Αυτό που φαντάστηκε υπάρχει. Αλλά αυτό που ονειρεύτηκε δε γίνεται.
 
***
 
Στάζουν τα χέρια το αίμα του φονιά και ξαναπιάνουν το μαχαίρι.
 
***
 
«Χάσαμε το κέντρο, χάσαμε το κέντρο» σου φώναξε πριν είκοσι χρόνια η Μήδεια.
Κι εσύ, ετεροχρονισμένη πάντα, παίζεις τον Παζολίνι στο σταθμό Πελοποννήσου.
 
***
 
Πέρασε η εποχή των λιονταριών. Ήρθε ο καιρός της γάτας. Το παιδί ακόμα να γίνει γυναίκα.
 
***
 
Κι ο Ιερός Φαλλός στο όνειρο τί φέρνει;
 
***
 
Ό,τι υπήρχε δεν υπάρχει πια. Το είπαν ποιητές πριν από σένα.
 
***
 
Πίσω στον Παιδικό Τρόμο. Στο Απόλυτο Άσπρο.
Στην Ατέρμονη Κάθοδο. Ο Γελωτοποιός Πατέρας.
Η Βαρυπενθούσα Μητέρα.
 
***
 
Βλέπει όλη την ιστορία του πολιτισμού ως προσπάθεια εκλογίκευσης του σκοταδιού.
Και το κορμί της βλέπει. Πεδίο μάχης αγγέλων και δαιμόνων.
 
***
 
Φοβάται τη γνώση. Την πλησιάζει στο θάνατο γιατί την οδηγεί στον κόσμο των μεγάλων.
Φοβάται τη γνώση γιατί ακυρώνει την αυθυπαρξία της παιδικής ηλικίας.
Γιατί το άρρητο είναι ατελεύτητο.
 
***
 
Χρόνια διαδρομή στα τυφλά. Κι όμως όλα μοιάζουν κατά πως ορίστηκαν.
 
***
 
Τυφλός τα ώτα τον τε νουν τυφλός τα τ΄όμματα ει – – η ζωή της μια παρήχηση του τ;
 
***
 
Στο σώμα της μάνας μου κατοίκησα. Στη γλώσσα της μάνας μου κατοικώ.
 
***
 
Σκοτεινοί χρησμοί. Αποκεφαλισμένες μουριές. Μεγάλη Παρασκευή χωρίς Ανάσταση.
 
***
 
Οι ηλικίες κηδεύονται προς τα πίσω.
 
***
 
Δεν θυμάται τον πατέρα. Θυμάται εικόνες του πατέρα. Στον ουρανό ο πατέρας μελαγχολεί.
 
***
 
Ανάμεσα εικόνα και λέξη. Ανάμεσα μνήμη και πράξη.
Ζωή καρδιά σπασμένη. Πεύκα πουλιά ποτάμια παραληρεί ο ποιητής.
 
***
 
Στο πατρικό σπίτι της μητέρας γράφει: « η αυτοκτονία είναι θεατρική πράξη»
Στο Παρίσι ένας άνθρωπος πηδάει από τον εικοστό ένατο όροφο.
Την ίδια μέρα. Πιθανόν και την ίδια ώρα.
 
***
 
Δε διαλέγεις τον τρόπο που γεννιέσαι. Όμως το τοπίο του θανάτους σου μπορείς.
 
***
 
Όταν το παρόν είναι μια υποσχετική μέθη.
 
***
 
Η μυστική δίοδος του εαυτού ανοίγει άραγε και την πόρτα του μέλλοντος;
 
***
 
Στέκει στητή. Πίσω της ο καθρέφτης με το ανεπαίσθητο ράγισμα στην άκρη.
 
***
 
Όταν την ρωτούν, λοιπόν, πότε έφυγε από το χωριό,
δεν απαντά «όταν πέθανε ο πατέρας» αλλά αναφέρεται
σκέτα στην ηλικία της.
Μαθαίνει ν’αποφεύγει μεταφορές και παρενθέσεις.
Στο Βασίλειο της κυριολεξίας επιτέλους.
 
 
***
 
Σαφή και σκληρά όλα.
 
***
 
Μήπως οι λεύκες είναι απλώς δέντρα;
 
***
 
Ηλέκτρα, ή τρυφερότητα λέω
 
***
 
Το μάτι του παιδιού έγινε μάτι κουκουβάγιας.
Το μάτι της κουκουβάγιας ξαναγίνεται παιδιού.
***
 
Στο χωριό όταν ήταν ακόμα μικρή, η λέξη περιβόλια ακούγονταν περβόλια.
Αυτή η απάλειψη του ιώτα είναι ο χρόνος για να διανυθεί
και προς τα μπρός και προς τα πίσω.
 
***
 
Αγροτικό σόι. Είδε ξένες φυλές.
Πολλές και πολυπρόσωπες.
Δεν καταγράφτηκε τίποτα.
 
***
 
Η κόρη του πατέρα μου είμαι . Η κόρη της μάνας μου είμαι.
Εγώ του κόσμου είμαι. Εγώ είναι-
 
***
 
λεύκες αργυρόφυλλες ασημόλευκες πρόσωπα φεγγαρά του έρωτα
άκου
άκουσε της ζωής τον ατελεύτητο ψίθυρο και να μην τρομάξεις πια
το παιδί που κλαίει κανείς δεν το θέλει
σβήνει τον κόσμο γράφει το πρόσωπο.
 
 
[από τη συλλογή Της Φρίντα Λιάππα
“1964- 1988”,
Εκδόσεις «ΕΚΤΥΠΟΝ»]

 Πηγή:http://www.bibliotheque.gr/article/43768