Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι, που ενώ τσουρουφλίζονται μονάχα για στοργή, βρίσκονται διαρκώς μπλεγμένοι μέσα σε ατέλειωτες και φτηνές ερωτικές ιστορίες.
Φυσικά όλος αυτός ο ζήλος τους πηγαίνει, κατά κανόνα, χαμένος, κι έρχονται στιγμές που η απόγνωση τους αρπάζει απ’ το λαιμό, και δεν ξέρουν πια τι κάνουν.
Για να σταματήσουν, πάντως, τους είναι εντελώς αδύνατο. Συνήθως μάλιστα οι εκλεκτότεροι απ’ αυτούς δικαιολογούνται, βαφτίζοντας όλη αυτή τη χυδαιότητα αναζήτηση.
Η αποτυχία τους οφείλεται, νομίζω, στο ότι ακολουθούν τον κοινό προαιώνιο δρόμο. Η απλή λογική βέβαια ισχυρίζεται ότι για να δεθείς πραγματικά μ’ έναν ξένο άνθρωπο πρέπει να τον κατέχεις ολότελα, όχι μονάχα στο πνεύμα αλλά και στο σώμα. Γι’ αυτό το λόγο κι ο έρωτας είναι τόσο πρώτος στη γενική εκτίμηση. Παρόλη όμως την ερωτική επίδοση, στον κόσμο επικρατεί φοβερή μοναξιά. Ξέρω εντούτοις πως το απελπιστικό αυτό κενό δεν το αντιλαμβάνονται όλοι. Οι πιο πολλοί είναι απλώς δυστυχισμένοι.
Γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι δυνατό, όχι να αγαπηθείς, αλλά ούτε να εκτιμηθείς από ένα πρόσωπο, εάν αρχίσεις απ’ την ερωτική εμπειρία. Και επίσης, ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να διατηρηθεί χωρίς σκιές η πρώτη στοργή, αν εν τέλει αποβλέψεις στο σώμα. Η στοργή είναι αφάνταστα ανώτερη απ’ τον έρωτα, και, εκ των πραγμάτων, ασυμβίβαστη μ’ αυτόν. Αφήνω πια ότι προσπαθώντας να συνδυάσεις στοργή και έρωτα κλείνεσαι μέσα στο ένα φύλο.
Το πράγμα φαίνεται καθαρά στο γάμο. Συνήθως κανένας απ’ τ’ αντρόγυνο δε βρίσκει και την ψυχική αυτάρκεια μέσα σ’ αυτή τη σχέση. Ακόμα και στην εποχή των ερώτων υπάρχουν οι φίλοι, η κάποια υπόσχεση της στοργής, που για χατίρι τους πολλές φορές θυσιάζονται τα ραντεβού ή και ο ίδιος ο έρωτας.
Η στοργική όμως σχέση δε θυσιάζεται ποτέ για τον έρωτα, έστω κι αν παραμερίζεται φαινομενικά, ιδίως στις αρχές του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μάλλον ζήτημα χρόνου, και όχι πραγματικής εξαλείψεως.
Πιστεύω πως χωρίς έρωτα ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια χαρά. Ιδίως, αν έχει δοκιμάσει την απάτη, μπορεί να μην αισθάνεται καθόλου την έλλειψή του. Αλλά χωρίς στοργή τα πράγματα είναι δύσκολα και ο κόσμος άδειος. Όταν υπάρχει στοργή, μπορεί να μην υπάρχει έρωτας — σου φαίνεται πως τίποτα δε λείπει. Αν μάλιστα απ’ αυτό κινδυνεύει η στοργή, επιβάλλεται έρωτας να μην υπάρχει. Πάντως το ίδιο πρόσωπο για να χαρίζει και τα δυο, μάλλον αποκλείεται.
Γι’ αυτό συνήθως η στοργή αναπτύσσεται ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου ή συγγενικά, όπου δεν ξεφυτρώνει κάθε τόσο το ερωτικό εμπόδιο. Εξάλλου, ούτε και συ ο ίδιος μπορείς να χαρίζεις και στοργή και έρωτα στο ίδιο πρόσωπο. Αν συμβαίνει να το νομίζεις αυτό, απλώς τυφλώνεσαι απ’ την επιθυμία και ξεγελάς τον εαυτό σου. Ίσως όμως να μην μπορούν να συνυπάρξουν μέσα σου, ούτε και στην περίπτωση που προέρχονται από διαφορετικά πρόσωπα. Ο έρωτας είναι ή μάλλον έχει καταντήσει καθαρή ιδιοτέλεια, ενώ η στοργή δεν αποβλέπει σε τίποτε τέτοιο.
Συμφωνώ ότι πολλοί άνθρωποι, που παραπονιούνται πως είναι έρημοι, φταίνε κι οι ίδιοι για την κατάστασή τους. Η στοργή τους δόθηκε, αλλά την απόδιωξαν, γιατί δεν ήρθε από κει που αυτοί θέλαν. Δεν καταδικάζω κανένα, αντίθετα καταλαβαίνω απόλυτα. Είναι αλήθεια ότι η στοργή αποχτά τη δύναμή της και γίνεται αποδεχτή, όταν προέρχεται από πρόσωπα που κατά βάθος συμπαθούμε. Πρέπει κατ’ αρχή να υπάρχει κοινή συμπάθεια, αλλιώς η προσφορά ξενίζει. Ποτέ όμως δεν επιτρέπεται η συμπάθεια αυτή να φουντώσει ή πολύ περισσότερο να εκδηλωθεί με λόγια και αμφίβολες χειρονομίες. Αν συμβεί αυτό, η στοργή φτεροκοπά για λίγο διάστημα ανάμεσά τους, και μετά σβήνει. Τραβάει ο καθένας για τους έρωτές του. Κι έρωτες βρίσκεις αρκετούς· τον ένα καλύτερο απ’ τον άλλο.
Όταν όμως σ’ αγγίξει η στοργή, ξαφνικά ωριμάζεις. Νιώθεις σαν τον μεταξοσκώληκα, που έφτασε η ώρα του για το κουκούλι. Ούτε τρώει, ούτε ησυχάζει πια, παρά μονάχα κοιτάζει ψηλά, ζητώντας τόπο για απομόνωση.
Όταν σου δώσουν επιτέλους τη στοργή και σε τυλίξει η τέλεια σχέση, πρέπει να φεύγεις απ’ όλους μακριά, ακόμα κι απ’ το πρόσωπο που σε ανάστησε. Μέσα σε λίγο καιρό τα έχεις μάθει όλα. Γνώρισες πια την άλλη ύπαρξη, γνώρισες όλους τους ανθρώπους, κι επομένως και τον εαυτό σου. Δεν έχεις ανάγκη ούτε από έρωτες, ούτε από άλλες περιπλανήσεις.
Πρέπει να φύγεις γρήγορα μακριά και να κλειστείς. Είναι φόβος να τα καταστρέψει όλα η ζωή με τις μικρότητες που θα παρουσιάσει, κι επάνω σου, αλλά κι επάνω στο άλλο πρόσωπο, εφόσον προϋπάρχει και στους δυο τόση προϊστορία. Εκτός αυτού είναι κι ο κίνδυνος απ’ τους γύρω ανθρώπους, ιδίως τους πρώην φίλους.
Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως.
Ο μικροαστός στην καθημερινότητα συμπεριφέρεται όπως ένας επιλοχίας.
Έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο προς τα άνω και ονειρεύεται να γίνει μια μέρα πασάς, όχι για κάποιο «ανώτερο σκοπό», όπως την αυτοβελτίωση ή για να προσφέρει έργο στους συνανθρώπους του, αλλά μόνο για να «λαδώσει το εντεράκι του» και την αυτοπεποίθηση του-όπως ο αρχετυπικός Χατζηαβάτης.
Όσο παραμένει επιλοχίας-μικροαστός προσπαθεί να μοιάσει στους ανώτερους του, ενδυματολογικά και επιφανειακά. Ακόμα κι αν δεν έχει να φάει θα ντυθεί όπως ντύνονται αυτοί που θαυμάζει, θα καταχρεωθεί για να αποκτήσει ένα αντικείμενο κύρους –όπως αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού, smart phone, επώνυμα κοσμήματα.
Παρακολουθεί με ευλάβεια τις τηλεοπτικές εκπομπές και αποθεώνει τα ριάλιτι σόου, όπου μπορεί ο κάθε επιλοχίας να γευτεί –έστω για δεκαπέντε λεπτά- την επιτυχία και τη διασημότητα ή να πατήσει σε αυτές για να γίνει μέρος του συστήματος που τον έχει καταδικάσει να είναι πάντα υπαξιωματικός.
Λατρεύει τα πρόσωπα των κουτσομπολίστικων περιοδικών και εφημερίδων, γιατί διαβλέπει στη στεφανωμένη μετριότητα τους μια πιθανότητα να στεφανωθεί κι εκείνος.
Την ίδια στιγμή μισεί, περιφρονεί και διώκει όλους όσοι είναι κατώτεροι από εκείνον.
Τον εργάτη που δεν έχει καν δικό του σπίτι ή αυτοκίνητο.
Τον χωριάτη που μιλάει με βλάχικη προφορά.
Το μετανάστη, πρωτίστως, που δεν έχει τίποτα.
–
Ο μικροαστός ρέπει προς τη μεταφυσική, το ρατσισμό και το φασισμό. Υπηρετεί τον ηγέτη του –όποιας πολιτικής απόχρωσης- και ταυτίζεται με τις ιδέες που του υπαγορεύει.
Ενώ μπορεί να σκεφτεί μόνος του –κάθε άνθρωπος το μπορεί- προτιμάει να αναμασάει τις λέξεις και την ιδεολογία που ξερνάνε τα πρότυπα του.
Δεν έχει επίγνωση της κοινωνικής του ταυτότητας (ή αλλιώς ταξική συνείδηση), αφού διαρκώς αναλώνεται σε επιθέσεις ενάντια στους κατώτερους και τους όμοιους του ή σε ονειροπολήσεις αιφνίδιας οικονομικής και κοινωνικής προαγωγής.
–
Έτσι ο επιλοχίας-μικροαστός συνεχίζει να δοξάζει τον ηγέτη του, όσο κι αν αυτός τον καταδικάζει στην ένδεια.
Και μένει εγκλωβισμένος στα υπόγεια της ιστορίας, άβουλος και μοιραίος.
– Άνθρωπε, σου λέει, εσύ είσαι το κέντρο της γης, έτσι;
Και συ είσαι το κέντρο της γης. Μάλιστα. Από σένα ξεκινάει το βλέμμα και φτάνει μέχρι απάνω στα ακίνητα παγωμένα αστέρια, από σένα ξεκινάει η ακοή, που πιάνει το τραγούδι των φύλλων και τη μουσική τού Τσαϊκόφσκυ, από σένα ξεκινάνε οι πόθοι, ο φόβος τού αύριο, τα γενετήσια ένστικτα, η απληστία, το μίσος να καταστρέψεις, η λαχτάρα να δημιουργήσεις, ο αγώνας να διατηρηθείς, όλα από σένα, κι εδώ μέσα στο στήθος σου, δεξιότερα από την καρδιά, νιώθεις ένα τόσο δα πραματάκι, που είναι κάποιο πουλάκι από άνεμο και το λένε ψυχή, να θέλεις και να μη θέλεις, το πιστεύεις στο τέλος, ότι εσύ είσαι το κέντρο της δημιουργίας του Σύμπαντος και την ψωνίζεις, ότι είσαι σπουδαίος και μέγας, και το σκέφτεσαι μέσα σε κείνο το μυστήριο ραντάρ που λέγεται «υποσυνείδητο».
Σου ΄δωσε το χρυσό χάπι η θρησκεία, η όποια θρησκεία και να ΄ναι και γελάει μέσα της και σου κάνει απ΄ όξω της:
– Τα βλέπεις, ρε μπαγάσικο;
* * *
Και ξαφνικά, εκεί που είσαι καταυχαριστημένος γιατί έγινες κέντρο, σου ρίχνει ένα φάσκελο:
– Να, κόπανε.
Απορείς, το λοιπόν. «Παρακαλώ, πώς φασκελώνετε ένα κέντρον της δημιουργίας; Να έχετε και ανατροφή».
Η θρησκεία ξεκαρδίζεται αναιδέστατα μέσα στα μούτρα σου.
– Θα πεθάνεις, ρε κόπανε.
Εδώ σου κόβονται τα ποδάρια. Κιτρινίζεις.
– Ορίστε;
– Θα πεθάνεις, ρε.
Κακιά η κουβέντα, να φας τη γλώσσα σου και κουνήσου από τη θέση σου, έλα όμως που ‘ναι κι αλήθεια…
– Μάλιστα, θα πεθάνεις, λέει η θρησκεία, και τα λουλούδια θ΄ ανθίζουνε την άνοιξη και θα κυλάνε ασημόνερα τα ρυάκια και θα γυρίζουνε τα ντονέρια να σπάνε μύτες και θα φοράνε τα κορίτσια λιλά φορέματα. Όλα θα είναι όμορφα, φωτεινές ρεκλάμες, αυτοκίνητα, πικνίκια, πεταλούδες που χορεύουνε γύρω από το φως.
Διάλος τον πατέρα του! Για σκέψου! Πάλι θα υπάρχουνε αυτά και συ τίποτα, θα σ΄ έχουνε χώσει στη γη, κει πέρα σε κάνα αχάριστο νεκροταφείο, στην αρχή θα ΄ρχεται η στοργή να σ΄ ανάψει κάνα παλιοκάντηλο και να σου πούνε τρισάγιο, μετά θα σε ξεχάσουνε, και οι κοντινές σου στοργές θ΄ αρχίσουνε να χαμογελάνε δειλά για να το φτάσουνε αργότερα στο μπασαδούρικο χάχανο, τίποτις κοπρόσκυλα μπορεί να κατουράνε τον τάφο σου, και πιομετά, σε δυο γενεές, κανένας δεν θα σε μελετάει -ποιος μελετάει τον προπάππο του;- και δεν θα μείνεις, βλάκα μου, ούτε καν «σποδός αναμνήσεων» στον κόσμο.
Τώρα σε μαγγώνουνε οι κρυάδες.
– Ωχού! Ρε, τι πάθαμε.
* * *
Εδώ σε περιμένει η θρησκεία. Να σε ρίξει, μέσα στη στέρνα με την απελπισία και τώρα σου δίνει το χέρι.
– Έλα.
– Τι;
– Έλα, ρε κορόιδο, δεν θα πεθάνεις, δεν σ΄ αφήνω εγώ.
– Σοβαρά;
Και σ΄ ανοίγει μια πόρτα και σε μπάζει ο Χριστιανός σ΄ έναν παράδεισο γαλαζοπεριβολάτον, και ο Μουσουλμάνος σ΄ έναν παράδεισο μελοπιλαφάτο, και ο Ινδουιστής σε μια νιρβάνα τής απόλυτης γαλήνης, και το κάθε κέρατο τον έχει φτιάξει τον παράδεισο με δικό του σκηνογράφο και τον ρεκλαμάρει πια σαν τουριστικό γραφείο «Βιζιτέ λε Καναρί», τέτοια ωραία πράματα.
Εσένα δεν σου πάει, κύριε, να χαθείς εσύ και να γίνεις χώμα και, σύμφωνα με το νόμο τής αφθαρσίας τής ύλης, να γυρισουνε τα υλικά σου στη γη, «πωλούνται παλαιά υλικά εκ κατεδαφίσεως», και η ψυχή σου να ενωθεί και πάλι μέσα στο μεγάλο ρευστό τού Σύμπαντος και να χαρμανιάσει με δαύτο και να χάσει το εγώ της. Γιατί θάνατος τούτο θα πει: «Να χάσεις το εγώ σου». Και επειδή θέλεις να υπάρχεις μέσα σε όλα τούτα που ξέρεις ότι υπάρχουνε, το δίνεις το ξερό σου.
– Αμάν, βγάλε με και ό,τι θέλεις.
Σε κέρδισε η θρησκεία τώρα που είσαι ζωντανός, γιατί πεθαμένο σ΄ έχει δια βίου. Κι από δω και πέρα, σε κουμαντάρει όπως τη συμφέρει αυτήνε. Άμα είναι ζόρικα, δεν έχει μονάχα λουλουδοπερίβολα. Έχει και κλιβάνους. Σε χώνει μέσα και γκιουβετσιάζεις εις τους αιώνας των αιώνων. Και σε τρομάζει:
– Πρόσεχε τώρα. που είσαι ζωντανός κι είναι καιρός να κάνεις κείνα που λέω γω, αλλιώς σε βλέπω με σκορδάκι στο φούρνο.
Κι άμα σου βαστάει, κάνε κι αλλιώς.
* * *
Αυτό είναι. Κάποιος είπε: «Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων». Δεν θυμάμαι ποιός το είπε, αλλά θαρρώ πως το είπα εγώ. Και κανένας δεν παίρνει μερίσματα από τούτες τις μετοχές, αλλά μόνο το διοικητικό συμβούλιο τούτης τής εταιρίας τρώει καλά. Κι αυτό θαρρώ πως το είπα πάλι εγώ και είμαι κολασμένος, το ξέρω.
ΤΟΥΛΙΠΕΣ Οι τουλίπες συγκινούνται τόσο εύκολα, είναι χειμώνας εδώ. Κοίτα πόσο άσπρα είναι όλα, πόσο ήσυχα, πόσο χιόνι. Μαθαίνω τη γαλήνη, ξαπλωμένη μόνη μου ήσυχα. ΄Οπως το φως ξαπλώνει στους λευκούς αυτούς τοίχους, το κρεβάτι, τα χέρια αυτά. Είμαι ο κανείς. Καμιά σχέση δεν έχω μ’ εκρήξεις. Παράδωσα το όνομα και τα ρούχα της ημέρας στις νοσοκόμες Και την ιστορία μου στον ναρκωτή και το κορμί μου στους χειρουργούς.
Στήλωσαν το κεφάλι μου ανάμεσα στο μαξιλάρι και το στρίφωμα του σεντονιού Σαν ένα μάτι ανάμεσα σε δυο άσπρα καπάκια που δεν λεν να κλείσουν. Η ανόητη κόρη του ματιού πρέπει όλα να τα ρουφήξει! Περνούν, περνούν οι νοσοκόμες, δεν πειράζουν περνούν σαν γλάροι στη στεριά με τ’ άσπρα τους σκουφιά, Κάνοντας διάφορα με τα χέρια τους, όλες τόσο ίδιες κι απαράλλαχτες, που είν’ αδύνατο να πεις το πόσες είναι.
Το κορμί μου είν’ ένα χαλίκι γι’αυτές, το φροντίζουν όπως το νερό φροντίζει τα χαλίκια που θα πρέπει ν’ ανατρέψει, λειαίνοντάς τα απαλά. Μου φέρνουν ένα μούδιασμα με τις λαμπρές βελόνες τους, μου φέρνουνε τον ύπνο. Τώρα που τον εαυτό μου έχασα μπαγκάζια δεν αντέχω· το λουστρινένιο βαλιτσάκι σαν μαύρο κουτί για χάπια ο άντρας μου και το παιδί χαμογελούν απ’ τη φωτογραφία· τα χαμόγελά τους γαντζώνονται στο δέρμα μου επάνω σαν γάντζοι χαμογελαστοί.
Άφησα τα πράγματα να γλιστρήσουν, ένα τριαντάχρονο βαπόρι φορτηγό με πείσμα να κρεμιέμαι στο όνομά μου αυτό στη διεύθυνσή μου. Μου ξεπάστρεψαν το καθετί που κάτι μπορούσε τρυφερά να μου θυμίσει τρομαγμένη και γυμνή στο φορείο με το πράσινο πλαστικό μαξιλάρι έβλεπα το σερβίτσιο του τσαγιού, τ’ άσπρόρουχά μου, τα βιβλία μου να βυθίζονται μακριά απ’ την όρασή μου και το νερό να με κουκουλώνει ολόκληρη Είμαι καλόγρια τώρα, ποτέ δεν είμουν τόσο αγνή.
Δεν ήθελα λουλούδια, μόνο ήθελα να ’μαι ξαπλωμένη με τα χέρια ανάστροφα και να ’μαι ολότελα άδεια. Τι ελευθερία, δεν έχεις ιδέα τι ελευθερία αισθάνεται! Η ηρεμία είναι τόσο μεγάλη σε ζαλίζει, και δεν ζητάει τίποτα, μια ετικέτα με τ’ όνομα, λίγα μπιχλιμπίδια· πάνω σ’ αυτά κλειδώνονται στο τέλος οι νεκροί· τους φαντάζομαι να τα μαγκώνουν με τα στόματά τους σαν να ’ταν όστια.
Οι τουλίπες πρώτα πρώτα υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν ακόμη και μεσ’ απ’ το χαρτί τους τις ακούω π’ ανασαίνουν ελαφρά, μεσ’ απ’ τις άσπρες φασκιές τους, σαν ένα φριχτό μωρό. Η ερυθρότητά τους μιλά στην πληγή μου, αντιστοιχεί. Είναι πονηρές: μοιάζουν να πλένε, αλλ’ εμένα με το βάρος τους με παν στον πάτο αναστατώνοντάς με με τις ξαφνικές τους γλώσσες και το χρώμα μια ντουζίνα ατσάλινα βαρίδια στο λαιμό μου ολόγυρα κανείς δε με φρουρούσε πριν, τώρα με φρουρούν οι τουλίπες στρέφονται σε μένα και στο παράθυρο πίσω μου μια φορά την ημέρα το φως φαρδαίνει αργά κι αργά λεπταίνει, και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, μια σκιά κομμένη σε χαρτόνι ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και τα μάτια στις τουλίπες, και πρόσωπο δεν έχω, ήθελα να γίνω απρόσωπη. Οι ζωηρές τουλίπες μού τρων το οξυγόνο.
Πριν έρθουν ήταν ήσυχος ο αέρας αρκετά, πήγαινε κι ερχόταν, ανάσα την ανάσα, χωρίς φασαρία καμιά. Ύστερα οι τουλίπες τον γιόμισαν σαν θόρυβος δυνατός. Τώρα ο αέρας σταματά και στροβιλίζεται γύρω τους όπως ο ποταμός σταματά και στροβιλίζεται γύρω από μια βουλιαγμένη και κόκκινη απ’ τη σκουριά μηχανή συγκεντρώνουν την προσοχή μου που πριν ευτυχισμένη έπαιζε κι αναπαυόταν χωρίς δεσμεύσεις.
Κι αυτοί οι τοίχοι μοιάζουν να θερμαίνονται. Οι τουλίπες έπρεπε να ’ναι πίσω απ’ τα σίδερα σαν ζώα επικίνδυνα· ανοίγουν σαν στόμα τεράστιας αφρικάνικης γάτας, κι έχω συνείδηση της καρδιάς μου: ανοίγει και κλείνει το τάσι της με τους κόκκινους ανθούς μόνο από αγάπη για μένα. Το νερό στα χείλη μου είναι ζεστό κι αλάτι σαν τη θάλασσα, κι έρχεται από μια χώρα μακρινή σαν την υγεία. (1961)
Και τις αχτίδες σου, ήλιε, θα σ’ τις επιστρέψω. Στου σύμπαντος τον οργασμό θα ζεσταθώ, θα ‘χω εξοφλήσει πια στη γη κάθε μισθό – και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πως δεν σου χρωστώ. Μέσα στον τάφο μου το σώμα θ’ αντιστρέψω και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω, στη σκληρή πλάκα μου διαθλώντας σου το φως.
Από τη συλλογή Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Μια μέρα που θα κάνει κρύο θα γυρίσεις κι όχι την πόρτα μα το τζάμι θα χτυπήσεις. Τα ίδια ρούχα όπως πάντα θα φοράς, θα ‘χεις τα χέρια σου στις τσέπες. Όπως πάντα θα γελάς, δεν θα μιλάς όπως πάντα.
Έφυγες με το κρύο και με την βροχή, πάλι με κρύο και μ’ αγιάζι θα γυρίσεις. Βγάλ’ το σακάκι σου θα πω, έχει βραχεί. Την ίδια μάρκα τα τσιγάρα σου θ’ ανοίξεις, σπίρτα έχει δίπλα σου θα πω και θα καπνίσεις.
Δακρύσαν τα σεντόνια μου
Όταν από κοντά μου πια θα έχεις φύγει κι όταν δεν θα ‘χω από πού να κρατηθώ, όταν κι οι φίλοι θα χαθούνε λίγοι-λίγοι κι αυτή η νύχτα που θαρρώ πως θα πνιγώ, πόσες αγάπες μες στον κόσμο θα ‘χουν μείνει και τη δικιά σου σε ποια μάτια θα την βρω.
Δακρύσαν τα σεντόνια μου κι απόψε κι από τα τζάμια στάζει καταχνιά. Παρ’ την κιθάρα σου και λίγο παίξε για κείνο το πουλί στην ερημιά.
Μη μου κλαις μέσα στον ύπνο σου τα βράδια και λες πως θες να μείνεις μοναχή. Τα όνειρά σου τα ‘κανες κομμάτια, χωρίς αυτά πού θα βρεις την αρχή;
Έπαιξες με την καρδιά μου
Έπαιξες την καρδιά μου επάνω στα χαρτιά όπως οι μόρτες με την τράπουλα στο σταυροδρόμι. Την ώρα αυτή πετάξαν χίλια πουλιά και συ επίστεψες πως κλείσανε οι δρόμοι.
Κι ήραν τα μάτια μου γραμμόφωνα παλιά που τραγουδούν αργά ανατολίτικα τραγούδια κι ήραν τα σπλάχνα μου μια πικραμυγδαλιά κι από τις φυλακές φτάνουν ως πέρα τα νταούλια.
Μες στο παιχνίδι των καιρών σαν μ’ άφησες μου το ‘πες, ένα παιδάκι μου ‘δωσε νερό και συ μου το ‘πιες και δε λογάριασες τη στέρνα της ψυχής μου που το θέλει.
Όταν σε βρήκα
Όταν σε βρήκα πόναγες στο μέρος της καρδιάς, μέσα σε δρόμους γύρναγες σαν φύλλο ζαλισμένο.
Όταν σε βρήκα μίλαγες σαν δράμα ξενιτιάς κι όταν μια μέρα γέλασες είπα θα περιμένω.
Τώρα μέσα στο αίμα μου σε βρίσκω να κυλάς σαν προσευχή σε άγνωστο θεό κι αγριεμένο.
Τώρα σαν το πουλί μέσα στα μάτια μου πετάς και σαν κερί μες στη βροχή που μένει αναμμένο.
Τώρα πρέπει να μείνεις μόνος
Τώρα πρέπει να μείνεις μόνος και να θυμηθείς και πλατανόφυλλα να φέρεις και να γράψεις. Τώρα πρέπει να πάψεις να πονάς και μη μου πεις να μείνω δίπλα σου εγώ για να ξεχάσεις.
Ό,τι θυμάσαι τώρα να το κάνεις φυλαχτό και το κλειδί του στην καρδιά σου να κρεμάσεις και μη πιστέψεις πως το αίμα σου έγινε νερό και πρέπει τώρα απ’ την αρχή ν’ αλλάξεις.
Εγώ πάνω στο βράχο μου θα μείνω σαν κεράκι που δε θα λιώνει απ’ του καιρού το χαλασμό. Σ’ ένα ποτάμι μακρινό θα γίνω ένα γλαράκι, θα ‘ναι για σένανε μαζί καινούργιο και παλιό.
Νυχτώνει
Τώρα μονάχα θα θυμάμαι τις στιγμές εκείνες που εσύ έχεις ξεχάσει. Ήτανε όλες τους λιγάκι βροχερές σα δάκρυ που δεν έλεγε να στάξει.
Σιγά σιγά νυχτώνει τώρα πια για μας, σαν τη βροχή άσε τα δάκρυα κι ας τρέξουνε και συ που είσαι άνεμος μη τα φυσάς, δάκρυα είναι θα στεγνώσουνε.
Τώρα μονάχα θα θυμάμαι τις φωνές όταν σκοτείνιαζε μέσα στο σπίτι κι οι ώρες τότε σταματούσανε κι αυτές κι ανέβαινα και γύριζα τον δείκτη.
Σιγά σιγά νυχτώνει τώρα πια για μας, σαν τη βροχή άσε τα δάκρυα κι ας τρέξουνε και συ που είσαι άνεμος μη τα φυσάς. Δάκρυα είναι, θα στεγνώσουνε.
Με βρήκε πάλι η ερημιά
Με βρήκε πάλι η ερημιά δεν μ’ είχε χάσει, σαν κάποια σύσταση παλιά που ‘χει αλλάξει.
Και μου ‘φερε το χωρισμό μέσα σε γράμμα, κουράστηκα για να σε βρω μα το ‘χα τάμα.
Μπροστά στην πόρτα μου έκατσε δίπλα στο γιασεμί μου κι αυτό ανθίζει δυο φορές καρδούλα μου αχ, τη μια μες στην ψυχή μου.
Προμηθεύτηκε το σιδερικό, δύο γεμιστήρες κι ένα κουτί σφαίρες από έναν γνωστό του Χιλιανό με άκρες στον υπόκοσμο, και το κρατούσε κρυμμένο στη βαλίτσα μαζί με τρύπιες κάλτσες, παντελόνια κι ένα πολυκαιρισμένο σακάκι της ελληνικής περιόδου που δεν φορούσε πια αλλά δεν ήθελε και να αποχωριστεί, γιατί τον βοηθούσε να συγκρατεί το πρόσωπό του ενιαίο. Σκεπασμένα μ' ένα πουκάμισο, θαλασσί, δώρο της Κιμ - ξεθωριασμένο πια από τα πολλά πλυσίματα.
Όταν έμενε μόνος, έπαιρνε τη μαύρη μπερέτα και τη χάζευε. Της φερόταν πότε σαν φίλος και πότε σαν εχθρός. Πολλές φορές δεν άντεχε τη θέα της, την έκρυβε αμέσως στη βαλίτσα, και άλλες τη χάιδευε τρυφερά και τη ζέσταινε, εξοικειώνοντας τα χέρια του και την ψυχή του με την κρυάδα του μετάλλου ώσπου το συνήθισε, όπως ο θηριοδαμαστής· για να δαμάσει το άγριο ζώο, το συνηθίζει πρώτα, το μαθαίνει.
Κρυβόταν στα σκοτεινά δάση της Σκόνε και μάθαινε σκοποβολή πάνω στο σκιάχτρο που έφερνε μαζί του από το κολονί. Το έστηνε μπροστά στα δέντρα και το πυροβολούσε μέχρι που το διέλυσε εντελώς.
Ξεκίνησε από το κεφάλι, κι όταν το είδε διάτρητο, κουρελάκι λιωμένο, κατέβηκε στο σώμα. Τα αμέριμνα ελάφια των εκτάσεων έτρεχαν τρομοκρατημένα από τους πυροβολισμούς· ως και το ελάφι που κουβαλούσε μέσα του, το υφασμένο στην μπάντα της θείας Αντριάνας, πάνω ακριβώς από το κρεβάτι της, τρομοκρατήθηκε. Όπως βοσκούσε, ανασήκωσε το κεφάλι, έπαιξε τα βλέφαρα και πήδηξε από το υφαντό, αλλά και ο στρατιώτης, παρότι κλειδωμένος στην αναρτημένη κορνίζα, δίπλα στην μπάντα που κάλυπτε τον τοίχο, έδωσε σάλτο από τη φωτογραφία κι έφυγε. Έτσι του φάνηκε.
Ο δικός μου θεός πίνει νερό από την πηγή των τρελών στο βουνό. Υποφέρει από αυπνίες, καπνίζει άφιλτρα, διαβάζει Σαίξπηρ, Γκόρκι και Ντοστογιέφσκι, ακούει Johhny Cash και απαγγέλει δυνατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη τις Κυριακές.
Βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες του ’50 και φτιάχνει μυστικές ζούγκλες αστεροειδών στο κεφάλι μου. Πίνει κοκκινέλι μαζί μου τις νύχτες, μεθά και ζωγραφίζει για μένα άγρια γεράκια κι αλαφιασμένα σύννεφα.
Τα πρωινά στο λιμάνι πετροβολάμε καράβια επειδή φεύγουν και το σούρουπο κόβει τον ουρανό σε παράλληλες μωβ λωρίδες. Δύο ραντάρ είμαστε, που ανταλλάσουν ματιές καθώς γυρίζουν πάνω σε ένα πύργο ελέγχου.
Γύρω μας εκατομμύρια ανατιναγμένα μπαλκόνια, λουλούδια που ανθίζουν και πεθαίνουν σε δευτερόλεπτα, σπίτια που με την ίδια ταχύτητα χτίζονται και αποσυντίθενται σταθερά οδεύοντας στην υλική τους καταστροφή και άνθρωποι που περιστρέφονται κι αυτοί δίπλα μας στη νύχτα των πόλεων, με το βλέμμα στα απόμακρα αεροπλάνα που εκρήγνυνται με την αυγή.
Ντάρλινγκ; Με πήρε ο ύπνος αγκαλιά με την κούρασή σου, αφού γύρισα όλο το σπίτι ξυπόλητη σέρνοντας πίσω μου μια κουβέρτα. Χοροπηδούσα προσεχτικά στο σκοτάδι. Αν σκοντάψω πάνω σου θα μοιάζεις με ανατιναγμένο μπαλκόνι. Μονόπλευρες στοργές και πολύπλευρα ψεύδη. Φιγούρες όλοι σε τούρτα, προσπαθούμε να ισορροπήσουμε στην ίδια φέτα καθώς το μαχαίρι των καλεσμένων πέφτει, λίγο πριν φαγωθούμε.
Ένα ξεχασμένο πουκάμισο βρήκα στον ύπνο μου. Δεν το φορούσε κανένας. Κάνω πως είναι δικό σου. Τέτοια φοράς όταν πεθαίνεις χίλιους θανάτους να φτάσεις στ’ απόγευμα. Κοίτα μια νύχτα που κάνει έξω του είπα και άρχισα να φτιάχνω αντιπλημμυρικά φράγματα στην κόχη του πρώτου κουμπιού του να στα χαρίσω να αντέχεις. Nα γιατί καταχωνιάζω ονόματα κάτω από την γλώσσα κι εκείνα γίνονται αίμα κι αναστεναγμοί που μετά φτύνω σε αγνώστους. Τους γνωρίζω στις τελευταίες βάρδιες των λεωφορείων την ώρα που κοιμάμαι και μου χαϊδεύουν στα κρυφά τα μαλλιά. Απλώς πονάω σα να μου λένε και ταΐζω με τα σώψυχά μου τις γάτες. Η χυδαία τελειότητά των δίπλα μου, σπάει κλειδώσεις. Καπνός τυλιγμένος, δυνατός, placebos. Εξακριβώσεις στοιχείων – τι θες να ξέρεις για μένα;- συζητήσεις, συναλλαγές. Εκείνη την λύπη σου την χρεώθηκα. Σχεδόν με έπνιξε. Να προσέχεις έβηξα μόνο . Ήθελα να μπορέσω να βήξω μια έγχρωμη συλλαβή.
Η ζωή είναι φοβιστική. Κάποια στιγμή θα την περπατήσουμε από εκεί που την άφησαμε. “Quiero escοpar de aqui,» είπα στο κενό σπίτι. Οι πλαισιωμένες οικογενειακές φωτογραφίες χαμογέρασαν περιπαικτικά, και δεν έπρεπε απολύτως πουθενά να πάω. Μισοσκαμένα ορυχεία εντός. Mετά τις δώδεκα βγάζω ιεροτελεστικά τα ρούχα μου και με ανταλλάσω. Εσύ γυρίζεις σπίτι σου, καρφώνεις τα μαχαίρια της κουζίνας στον όμορφο οισοφάγο σου και όσιες φωνές δολοφονείς. Ο θεός σου λίγο πιο πέρα γελάει και δεν υπάρχει ούτε ένας πεινασμένος λύκος εκεί κοντά να του δαγκώσει το λαιμό να πάψει. Μετά χαμογελάς πληρώνοντας ακριβά απ’την δική σου τσέπη. Και δεν είναι αυτό που οι άλλοι λένε χαμόγελο, μια χαρακιά στις πέτρινες στιγμές της μέρας σου είναι. Ξέρεις πόσες ώρες, πόση ζωή θέλει να χαράξει αυτή τη γαμημένη πέτρα η ψυχή; Ξέρεις.
Όταν σε σκέφτομαι έχω έντονους πόνους στο υπογάστριο. Άδολους, μα με δόλο μετά, φονεύω πορτοκάλια και τα χώνω στο στομάχι μου. Ασχημονώ και εκπίπτω αλλά κυρίως είμαι ανεπίδεκτη μαθήσεως αναφορικά με αυτό το ”αντέχειν”. Γιατί και την πτώση μου χειροκροτώ και την έκπτωσή μου ενίοτε. Ύστερα οι μέρες απ’την νύχτα κλέβουν φως και επιταχύνουν στις κατηφόρες της γειτονιάς. Η αδιαφορία παίρνει τα μιλούμενα και τα καταβροχθίζει για πρωινό το ξημέρωμα, μετά από μεγάλα μεθύσια. Στο πίσω μέρος του μαγαζιού αυτοί που λείπουν πλένουν ποτήρια και μουρμουρίζουν ασυναρτησίες. Μόλις τους πω σας χρειάζομαι τους χάνω. Δεν το ξεστόμιζω ούτε μισή φορά, μα αυτή η μουγγαμάρα μου τσακίζει τα δόντια.
Θα κατέβεις; Θα κατέβεις να με δεις; Πάρε το πρώτο υποβρύχιο που θα περάσει και έλα. Αυτός ο θόρυβος κρατάει μέρες, μα βρήκα ποια είναι η πιο βουβή λέξη του κόσμου. Κλείδα. Λίγο πιο κάτω από τον λαιμό. Εκεί που λουφάζουν οι λησμονιές όταν ξεχνιούνται, αλλά μην αγγίζεις εκεί. Εκεί φοβάμαι. Εκεί, θα κολλήσω το ραδιενεργό που εκπέμπεις, γι’αυτό. Δεν μπορώ να κλωτσήσω τους απόντες, το ξέρω.
Εγώ θα έχω κάνει ανόρθωση στήθους. Εσύ θα φοράς γυαλιά και θα μπερδεύεις τις ώρες που θα πρέπει να παίρνεις τα φάρμακά σου. Θα τα έχεις μέσα σ'εκείνα τα κουτάκια με τα διαχωριστικά. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη... Θα ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας που θα κατοικείται πια από άγνωστους, ξένους. Θα τους δώσουμε ενοίκιο ενός μηνός να λείπουν. Για ένα μόνο βράδυ. Θα έχεις πει ψέματα στην γυναίκα σου. Κάτι θα βρεις. Κάτι. Ψέματα. Θα ανοίξουμε διάπλατα όλες τις μπαλκονόπορτες. Το σπίτι θα μεταμορφωθεί όπως τότε. Οι κουρτίνες θα ξαναγίνουν για λίγο γαλανές, ένας χοντρός γάτος θα ξανατρίβεται στα πόδια μας. Οι τοίχοι θα έχουν ξανά φωτογραφίες και πίνακες αντίγραφα του Andy Warhol κι η μυρωδιά τους θα μας πληγώνει. Θα χωθούμε κάτω από την ίδια κόκκινη κουβέρτα και θα φοράμε χοντρές κάλτσες. Θα σου διαβάζω όλη νύχτα Τριβιζά –παραμύθια ντορεμύθια– και θα πίνουμε. Επαναλαμβάνοντας λέξεις τόσες πολλές φορές μέχρι να χάσουν τη σημασία τους. Δεν θα σε ακουμπήσω ούτε μία φορά. Όταν ήμουν μικρή και έπεφτε κανένα σπουργιτάκι από το δέντρο στο μπαλκόνι μας, μου λέγανε να μην το πιάνω γιατί θα μυρίζει ανθρώπινα κι όταν θα γύριζε στη φωλιά του η μάνα του δεν θα το αναγνώριζε. Το ξημέρωμα θα μας βρει προσπαθώντας να συγχρονίσουμε τις αναπνοές μας. Θα φορέσουμε τα μάτια που φοράνε εκείνοι που βλέπονται τελευταία φορά και σαν τρελοί θα τρέξουμε προς την έξοδο. Η μνήμη μας θα ανακαλεί τους τίτλους τέλους για όλο το υπόλοιπο της ζωής μας. Θα τους ανακαλεί όπως στις ταινίες. Όταν μαυρίζει το τελευταίο πλάνο και βλέπεις τους πρωταγωνιστές στην ακρούλα καθώς η κάμερα απομακρύνεται... Κρυώνεις αγάπη μου; Nα σου φορέσω κάτι;
Δε θέλω το τραγούδι, δεν το θέλω. Φοβάμαι. Φοβάμαι το τραγούδι μη και με χωρίσει απ' ότι τραγουδώ μη μου πάρει τον καημό μη μ' αφήσει μόνο μες στον κόσμο, μη με ξεχωρίσει απ΄την πέτρινη μητέρα απ' τον πέτρινο πατέρα που σε κλαίνε, Φωτεινούλα, -αχ, πώς σε κλαίνε, πώς σωπαίνουν- είδες πέτρινες φωνές μες στα μάτια γκρεμισμένες;
Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα θέλω να σε κλαίω κ' εγώ μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά, ίδια δάκρυα πέτρινα που κυλάν πικρά στο γκρεμό-γκρεμό δίχως ν' ακουστούνε δίχως να χτιστούνε στην τραχειά κατηφοριά στο βουνό γκρεμό.
Αχ, φοβάμαι το τραγούδι μη και με χωρίσει απ' ό,τι τραγουδώ μη και με χωρίσει από τον πόνο κι απ' τον κόσμο. Τι να πω;
Συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς, τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, κείνους που δεν ανεβήκαν πάνω από τη μοίρα -πού ν' ανέβεις; και ποια μοίρα; Κείνους που παλεύουν στήθος-στήθος με τη μοίρα, που πατάν βαριά τη γη, τόνα πόδι λύπη τ' άλλο οργή.
Τ' άγριο μάτι σκύβουν τ' άγριο μάτι υψώνουν στ' άδικο, καρφί, τόνα μάτι μίσος τ' άλλο τους στοργή.
Κι η φαρδύστερνη σιωπή τους που στριμώχνει στη γωνιά τη Σκιά που στριμώχνει κάθε χάρο μες στη ζωή κ' έξω απ' τη ζωή, βόγγος και σφυρί.
Και γω πιο κει σε μια γωνιά την πιο σκιερή, να λέω μονάχα: Φωτεινούλα. Με σιωπή. Και κείνοι να καταλαβαίνουν κλάμα και σιωπή.
Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου, το χέρι τους που δούλεψε με το σφυρί σφυρί, μια δυνατή σφυριά στο θάνατο μια δυνατή σφυριά στη μοίρα και στη σιωπή.
Αχ, Φωτεινούλα, όταν ένα παιδί πεθαίνει καθένας χάνει ένα παιδί, όταν πεθαίνει το παιδί μας πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί. -Τι μένει Φωτεινούλα; -Το παιδί. Αχ, Φωτεινούλα, γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί, ζωή.
Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου βάλε το πόνο σου κι εσύ πάνω στο δικό μου ν' αλαφρώσουμε κ' οι δυο, βάλε κι εσύ ένα χέρι να στήσουμε ένα αστέρι στη φτωχιά μας γειτονιά στον πικρό μας ουρανό.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμα τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σε εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι «γυφτοχαρατζήδες», τώρα σε «αθεώνουν» οι Βουλευταί κι οι Δήμαρχοι. Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν ον ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ' αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ'΄αυτού.Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτή διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.
Στις εξιστορήσεις της ζωής σου συχνά ανταποκρίνομαι με ρίγη στη ραχοκοκκαλιά, τυλίγομαι σε κουβέρτα πορτοκαλιά, γίνομαι συρφετός, τυφλός που καταλήγει στην άκρη του ντιβανιού, του γκρεμού, ανίκανος στα δάκρυα και στην ποίηση, ζητώντας άλλου είδους όραση καθώς είμαστε πια μεγάλα παιδιά που χρειάζονται πολλά δάχτυλα για να μετρήσουν τον πίσω χρόνο, να βυθίσουν μακριά δάχτυλα για ν’ αγγίξουν τον αρχικό πόνο, ώστε να μπορούν να διατηρήσουν τη χαρά Το λέω ξανά, το λέω ξανά…
Στις εξιστορήσεις της ζωής σου συχνά ανταποκρίνομαι με ρίγη στη ραχοκοκκαλιά, τυλίγομαι σε κουβέρτα πορτοκαλιά, γίνομαι συρφετός, τυφλός που καταλήγει στην άκρη του ντιβανιού, του γκρεμού, ανίκανος στα δάκρυα και στην ποίηση, ζητώντας άλλου είδους όραση Τότε μόνο ξαφνικά κι ορμητικά έρχεται η επιβίωση και με βάζει σε αναγκαστική απογείωση, με ταχύτητα αμυντική σχεδόν φωτός
Απομακρύνομαι, μέσα σε θόλο άπειρου ιριδισμού κι έτσι σε βλέπω, φίλε, αιμάτινη σκιά ενός ρυθμού Είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς, είτε βρεθείς σε αφωνία συμπαίχτη στην ίδια συγχορδία μαζί με μας, επώνυμου συνθέτη ενός μεγάλου επιτραπέζιου παιχνιδιού που μερικοί το ονομάζουν ιστορία και μερικοί το ονομάζουν ιστορία…της ηδονής.
Στίχοι για το τραγούδι Αιμάτινες σκιές από απόσταση – 1985 Λένα Πλάτωνος του έτους σε στίχους και σύνθεση από το album Γκάλοπ.
Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει. «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (Πρόλογος, 1907)
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,ακούστε με κι εμένα:Μας ήβραν χρόνια δίσεχτα,στενά, καταραμένα.5Έργα δεν έχω, τίποτεπου αξίζει να σας φέρω·κρύος, άπραγος δεν ξέρωπαρά να τραγουδώ.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,10κι εσείς, οι φυτρωμένοιστη γη που αρήμαχτη έμεινε,κι εσείς, ξεριζωμένοι,—χώματα, οϊμέ! αιματόπνιχτατης Θράκης, της Ιωνίας!—15ρημάδια της μανίαςκαι της καταστροφής.
Άντρες κι εσείς της Ρούμεληςκαι του Μοριά βλαστάρια,χοροί του Αιγαίου, της Ήπειρος20βουνά και παλικάρια,κι εσείς, παρθένες Ιόνιες,πάντα και ηρώισσα Κρήτη,και ω Ρήγισσα Αφροδίτη,που είσαι της Κύπρος πνοή.
25Κι εσύ, Μακεδονίτισσα,θεία ματιασμένη χώρα,και η Ρόδος, Δωδεκάνησαχρυσά και μες στη μπόρα,και όπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,30δάφνες ξερές, νέα κρίνα,το Μισολόγγι! Αθήνα,που πάντα ζουν οι θεοί!
Κι εσύ, γη που ήβραν Όμηροισ’ εσέ τον Αχιλλέα,35και που το Ρήγα γέννησεςμε τη μεγάλη ιδέα,χαίρετε, δρόμοι, ερείπια,ρουμάνια, περιβόλια,ποτάμια, αραξοβόλια,40ριζώματα, κορφές.
Πατρίδα! Ελλάδες, παίρνετενόημ’ από μια και μόνηλέξη, και αυτή το χαίρε μουτο εκστατικό πυρώνει.45Στη λέξη, που σαν άγαλμαβωμού φαντάζει, φέρνωτον ύμνο, βάγια σπέρνω.Πατρίδα! Είν’ όλα εκεί.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,50ρυθμός ουρανοδρόμοςήλιος απαραστράτιστοςγια τα Έθνη κάποιος Νόμοςθα υπάρχει. Και καλότυχοςγύρω ο λαός πλανήτης55του Νόμου που μαγνήτηςυπάκουο τον κρατά.
Δεν απομένει ασάλευτοτίποτε, δε γεννιέται,που να μη ρεύει, τίποτε60και που να μη χαλιέται.Μα πώς από το χάλασμαπετιέται ξεδιψάστραπηγή! Πώς ξαναπλάστραείναι κι η οργή, η πληγή!
65Πως είναι μια η πατρίδα μαςκι είναι παντού όπου πάμε,και όπου σταθούμε, μέσα μαςπατρίδα μία γρικάμε,μία με λογής ονόματα,70πρόσωπα, προσωπίδες.Δε ζει χωρίς πατρίδεςη ανθρώπινη ψυχή.
Πλάστης του κόσμου ο Πόλεμος,όραμα η ευτυχία.75Με τα στοιχειά πας, πάλεμασε τρώει με τα στοιχεία,Πατρίδα! Ορθή! Μη λιώνεσαι,σα δέησης αγιοκέρι!Με το δαυλί στο χέρι80σε σφιχτοζώνει εχθρός.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,και μέσα την κοιλάδατου δάκρυου εδώ, κι αντρειεύονταςαπό μια πίστη, Ελλάδα!85κράχτε, στο νου ριζώστε τημε το Σταυρό, με δόρυ,Σοφία, Μητέρα, Κόρη,Παντάνασσα, Αθηνά.
Και ω Βασιλείες γερόντισσες90άγριες Δημοκρατίες,κάστρα, φυτειές κι ελεύτερωνκαι σκλάβων, Πολιτείες,και απ’ όποια απάνου ονόματα,και απ’ όποιο απάνου αγώνα,95μια υψώστε, μια κορόνακαι βλέπετε ίσα εκεί.
Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,δεν είστε από τα χέρια σας100μονάχα, όχι. Χρωστάτεκαι σε όσους ήρθαν, πέρασαν,θα ’ρθούνε, θα περάσουν.Κριτές, θα μας δικάσουνοι αγέννητοι, οι νεκροί.
105Κόκαλα πάτρια μέσα μαςθαφτά, ιερά, μαζί μαςκαι όπου σεισμοί μάς τίναξανοι εφέστιοι πάντα Θεοί μας.Πολίτες ας τη χτίσουμε110και οπλίτες εδώ και όλοιτου ονείρου εδώ την Πόλημε την Αγια-Σοφιά.
Η λειτουργία δεν τέλειωσεκομμένη· για το τέρμα115κι αν ξαναρχίσει, ατέλειωτηξανά θα βρει το γέρμα,για να προσμένουμε άγρυπνοιστη νύχτα να προβάλειτου όρθρου το γέλιο πάλι120που προμηνάει το φως.