Το καλοκαίρι τα νησιά γέμιζαν νέους που ζούσαν σαν αιώνιοι τυχοδιώκτες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν φυγάδες από τις πόλεις. Ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους, καβουρδισμένος απ’ τον ήλιο, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη κι έναν υπνόσακο παραμάσχαλα. Μέσα σ’ όλη αυτή την ποικιλομορφία αναζητούσα την ιδανική σύντροφο, μια γυναίκα πλασμένη αποκλειστικά για μένα. Μπορεί να περνούσα δίπλα της και να μην την πρόσεχα, γι’ αυτό έπρεπε να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα. Κάποια στιγμή νόμισα πως τη βρήκα στο πρόσωπο μιας Αμερικάνας τόσο θεσπέσιας, που κάθε της εμφάνιση προκαλούσε ντελίριο. Μου άρεσε αυτό, κολάκευε τη ματαιοδοξία μου, την οποία είδα κι έπαθα αργότερα να αποβάλω. Η Τζίνι ήταν λίγο ηθοποιός, λίγο ζωγράφος, λίγο συγγραφέας, αυτό γενικά το «λίγο απ’ όλα» που καταλήγει να είναι τίποτα. Ωστόσο στα μάτια μου φάνταζε εξωπραγματική. Ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο μόνη της –πράγμα σπάνιο για μια τόσο όμορφη γυναίκα– αναζητώντας νέες εμπειρίες. Το πνεύμα της ήταν διψασμένο για κάθε είδους περιπέτεια. Στη μακρινή πατρίδα της, το Σιάτλ, στα σύνορα με τον Καναδά, την περίμενε ο καλός της, ένας πρώην χίπης που είχε γίνει συγγραφέας. Ονομαζόταν Τομ Ρόμπινς. Πριν από λίγο καιρό είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο "Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν", που είχε γίνει ανάρπαστο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κατόπιν εξέδωσε ένα ακόμα που λεγόταν "Ο τρυποκάρυδος", και στην πρώτη σελίδα είχε κοτσάρει την αφιέρωσή του: «Επειγόντως στην J. R.» – στην Τζίνι Ρόουζ. Κι όμως, εκείνη δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά, καθώς ήταν απορροφημένη από τη σχέση της μαζί μου. Λίγες φορές είχα νιώσει τόσο ξεχωριστός. Αυτό το θαυμάσιο πλάσμα, που θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε, είχε μάτια μόνο για μένα. Η αυτοεκτίμησή μου απογειώθηκε, έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη.
Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς, τόσο πιο εύκολα πέφτει. Ήρθε η στιγμή που η Τζίνι επέστρεψε στην πατρίδα της και το σύμπαν που είχαμε πλάσει διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Ο πόνος της απώλειας ήταν τέτοιος που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε. Κλείστηκα στον εαυτό μου συγχυσμένος, εκνευρισμένος, κακοδιάθετος. Ο κόσμος δεν ήταν πια ίδιος. Σκεφτόμουν να τα μαζέψω και να εγκατασταθώ στο μακρινό Σιάτλ, όταν μια ειδοποίηση για κατάταξη στον στρατό με επανέφερε στην πραγματικότητα. Αν δεν πήγαινα, θα με θεωρούσαν λιποτάκτη και θα αδυνατούσα να επιστρέψω στη χώρα μου. Άφησα κατά μέρος τους τυχοδιωκτισμούς και παρουσιάστηκα για να υπηρετήσω την πατρίδα. Με τον καιρό, η εικόνα της Τζίνι ξεθώριασε, μέχρι που έγινε μια θολή ανάμνηση.
Πηγή: από τη συλλογή διηγημάτων Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες, σ. 131-132, εκδόσεις Καστανιώτη 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου