Ο πατέρας με τη φυσαρμόνικα
Ακούσατε μια παράδοξη παράξενη ιστορία
για τον πατέρα με τη φυσαρμόνικα.
Τελάληδες, κοντραμπασίδες και της μηχανής του τσεβελέκου σπαΐδες
όσοι του πατρός ζητάτε τη γνώση, ακαμάτηδες και διακοναρέοι,
ωραίοι νέοι και του δεκάξι Φαρισαίοι.
Της Σμύρνης με τη Γαλλική σχολή σπουδαίοι
όσοι ακούτε με παλιές παρέες, όλοι εσείς που θέλετε γνώση
του πατέρα την ιστορία, όσοι για πατρίδες νύχτες μιλάτε τόσοι ανθρώποι,
γυναίκες παιδιά μια ιστορία λυρική παλιά, για φυσαρμόνικα και κάποιο πατέρα
για νύχτα και μέρα ακούσατε την ιστορία στον αέρα.
Στην αρχή ήταν οι τρεις χαλύβδινοι αιώνες
στου Μπαρτζελιώτη με καρεκλάκι οι Παρθενώνες
και μετά ήρθε η θάλασσα και μεσόγειος νησιά,
ο δρόμος με τη βρύση πέτρινη παλιά, παλιώσαν όλα μέσα σε μια νυχτιά.
Γέρασε η Ελένη για μια νυχτιά και το `23 ήτανε αυτό που λες 1910, αποκοτιά!
Πηγάδια υπόγεια ποταμοί, με του νέγρου το μωρό στη φυλακή
οι αταμάνοι οι Κοζάκοι οι παλιοί.
Μετά δύο τροχοί αλέθαν σιτάρι βροχή
με τη σιδερολαβή του πυρπολητή Κανάρη, έλειπε η σιδερένια γροθιά.
Του πατέρα το σπίτι πάνω σε καρφιά, δεν έκλαψε, δεν έκλαψε,
του Πόντου Άρη καθώς φεύγαν τα πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος για πρώτη φορά,
δε γύρισε δεν ήτανε πατέρας πια.
`
*
Η Θαλασσινή
Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
Και μια νύχτα που φυσούσε και ζητούσε και ζητούσε
παλληκάρι και παιδί που έφυγε μες τη βροχή.
Πούθε πήγε το παιδί Θαλασσινή, πού `χει πάει το πουλί;
Ο αϊτός, το χελιδόνι και μας λιώνανε οι πόνοι.
Στις καλύβες καίει καίει το γιαλό καίει την άμμο, καίει το νερό.
παλληκάρι πια δεν βρίσκει τʼ όνειρό της να μεθύσει.
Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
`
*
Την εικόνα σου (Χρώμα και Αρώματα)
Την εικόνα σου σεβάστηκα,
στη φλόγα δεν εκράτησα.
Την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα,
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
`
*
Γιατί
Γιατί έσκαψες τη γη;
Γιατί έκανες σπίτι;
Γιατί έφαγες το χόρτο;
Γιατί έφαγες το ζώο;
Γιατί μπήκες στο νερό;
Γιατί έγραψες, γιατί τραγούδησες, γιατί μίλησες;
Γιατί, αχ, γιατί;
Μια κραυγή δε σου έφτανε;
Τι ζητούσες;
Λείπει απʼ το βουνό, είναι τρύπιο, περνάει ένα τρένο
Έζεψες ένα ποτάμι, τι γύρευες πέρα από τον ποταμό, τον ωκεανό, το βουνό;
Τι θέλεις από τη φωτιά, το μέταλλο, τη σκόνη;
Γιατί έκλεψες το φως, τη φωτιά, την εικόνα;
Θέλεις να Τόνε μιμηθείς, να Τονε φτάσεις.
`
*
Χέρι
Χέρι χέρι χέρι
φέρε το καλοκαίρι
χέρι που κάνεις, που μοχθείς
χέρι που δείχνεις να χαρείς
δείξε το δρόμο της τιμής.
Και μάτι του Θεού
δείξε συμπόνια
μπήκανε στις καρδιές μας χιόνια.
Φέρε το λυτρωμό
στο παιδί μας το χλωμό
χέρι, χέρι, χέρι,
φέρε το καλοκαίρι.
`
*
Στη γη σου
Τα πουλιά σου έφυγαν
σε κάποια γη και σε καλούνε,
στεριά γυρεύουν οι αητοί
και καρτερούνε.
Στη γη στη γη σου
σε προσκαλούν οι γιοί σου.
Τα πουλιά διαβήκαν το γιαλό
και φέρανε ελιά
στη γη στη γη σου την παλιά
σε καρτεράν οι γιοι σου.
`
*
Το αρνί
Ο άνθρωπος και το σκυλί
το βόδι τʼ άλογο και συ
περπατάνε περπατάνε
και ρωτάνε και ρωτάνε
μες στη γη μας
πού `ναι τʼ αρνί.
Το χαμένο το αρνί
πάλι πάλι θα φανεί
το χαμένο το αρνί
ξανακάλεστο να `ρθει.
Ο άνθρωπος και το σκυλί
το βόδι τʼ άλογο και συ.
Σταματάνε σταματάνε
και ζητάνε και ζητάνε
το χαμένο σου παιδί.
Τον χειμώνα στη σκεπή
στο λιβάδι στη σφαγή
ψάξαμε για το αρνί
που το έχασες εσύ.
Ο άνθρωπος το χμ!
και το σκυλί
το βόδι τʼ άλογο
και συ.
`
*
Στα λιθάρια
Στο παλιό το λιοτριβείο
μια φορά κι ένα καιρό
στα λιθάρια που γυρίζαν
κι ελιώναν τον καρπό
πέταξαν ένα παιδί, πέταξαν ένα παιδί
για να λιώσει να χαθεί.
Στα λιθάρια, στα λιθάρια
οι ανθρώποι οι κακοί
με την στρίγκλα τη μαγίστρα
το λουλούδι το σεμνό
λιώσαν το παιδί με βία
και δεν είναι αυτό ιστορία.
Τώρα ο ίσκιος του ο φρικτός
ξέσπασε σαν κεραυνός
στων ανθρώπων την κακία
και δεν είναι αυτό ιστορία.
`
*
Μη φύγεις
Μην κλαις πʼ ακόμα
δε μας έφυγες απʼ τον αέρα
το δρόμο σου `τοιμάζουνε
από πέρα.
Μην κλαις στον ουρανό θα πας
και μας εδώ μας παρατάς.
Πάρε μαζί σου απʼ τη γη μας
το περιστέρι που `ναι ψυχή μας.
Πάρε ελιά φιλιά, πάρε τα κάλλη
από τη γη μας τη μεγάλη.
Μην κλαις, μη φύγεις, μη μας παρατάς
είμαστε γιοι σου και μας αγαπάς.
Στον ουρανό βαρύθυμος πλανάς
τα βήματά σου
είμαστε μεις παιδιά σου,
Μη φύγεις μη, μη μας παρατάς
είμαστε γιοι σου και μας αγαπάς.
`
*
Ο Λάκης
Στο γιοφύρι το παλιό
μια φορά κι ένα καιρό
πιτσιρίκος με μυαλό
έπαιζες κουτσό.
Τώρα μου μεγάλωσες και κάνεις
πείσματα να μας πεθάνεις,
τώρα κάνεις πια το σοβαρό
δεν μας φέρνεις το νερό.
Λάκη Λάκη Λάκη
όπου έπαιζες στʼ αυλάκι
κι έπαιζες μες στην αυλή
Λάκη Λάκης το παιδί.
Λάκη Λάκη Λάκη
πού `ναι το καινούργιο αυλάκι
πού `ναι η καινούργια αυλή
Λάκη Λάκης το παιδί.
`
*
Σπίτι
Σπίτι με τα κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι αληθινό
περιστέρια τα στολίδια σου
σπίτι με τον ουρανό.
Πού να είσαι
πού να στέκεις
πού να είσαι αληθινό
σπίτι με τα κεραμίδια
σπίτι με τον ουρανό.
Ποιος να φέρνει να γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιό
σπίτι των ονείρων σπίτι
που καρτέραγες το γιο.
Αν γυρίσει καλοκαίρι
αν γυρίσει χειμωνιά
σπίτι κάποιος θα σου φέρει
ανθισμένη λεμονιά.
`
Γιάννης Μαρκόπουλος, Τα τραγούδια του νέου πατέρα (στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός), Lyra 1972
Πηγή: https://www.poiein.gr/2014/07/12/aeuiico-ianeudhioeio-oa-onaaiyaea-oio-iyio-dhaoyna-oossie-ieueco-eaooanuo-lyra-1972/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου