Σαν σ' άκουγα που σκίρταγες
έμβρυο, μές στην κοιλιά μου
τ' άφτιαχτα ποδαράκια σου
που κλώτσαγαν σιγά
Το νιο βλαστάρι που 'νοιωθαν
μέσα στα σωθικά μου,
κρυφή λαχτάρα μου 'δινε
κι ανείπωτη χαρά .
Όνειρα χίλια έπλαθα
για σένανε η δόλια
για το λεβέντη που 'τρεφα
με στέρησες και πόνους
και στο φτωχό σπιτάκι μας
κει κάτω στα Σεπόλια
στον αργαλιό δουλεύοντας
σου πλήθαινα τους χρόνους.
Μεγάλωσες και μου γινες
κοτζά μου παλληκάρι
τα λίγα γραμματάκια σου
και τέχνη άλλη τόση
τα 'μαθες και βολεύαμε
τη φτώχεια μας με χάρη
ώσπου αυτή η κατάσταση
για όλους να τελειώση.
Όταν στον τόπο πλάκωσε
η βάρβαρη ακρίδα
που ξένοι πίναν τ' αίμα μας
και ντόπιοι σταυρωτήδες
κι άνεργος ήσουν, από μέ
δεν σου 'λειψε η φροντίδα
κι απ' το μπακάλη παίρναμε
μπιζέλια και σταφίδες.
Όμως εσέ, παιδάκι μου,
σε στράβωσε η μοίρα
για δύο κουρελόχαρτα
που δίναν οι χαφιέδες
αδερφοχτόνος να γενείς!
Ωιμέ την κακομοίρα:
Εντύθηκες εσύ τσολιάς
Με τσ' άλλους τους λεμέδες.
Το μέτωπο που σήκωνα
περήφανα ως τώρα
το λέρωσες και με ντροπή
γυρνώ στη γειτονιά μας.
Ώσπου η δίκια, φοβερή
για μένα ήρθε ώρα,
στο σπίτι σέ 'φεραν νεκρό
και χάθηκ' η χαρά μας.
Κλαίω σα μάνα που 'χασε
το μοναχό το γιο της
κι αλλόφρονη ουρλιάζοντας
Χυμώ στη γειτονιά:
Μανάδες που η καθεμιά
πονεί για το δικό της:
Αλάργα τα παιδάκια σας
απ' τη σφηκοφωλιά.
Απ' το Ιόνιο στο Αιγαίο, Αθήνα, 1944
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Νίκου Μητρογιαννόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου