Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Παναγιώτης Κονδύλης, «Οι αιτίες της παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας»

Παναγιώτης Κονδύλης, «Οι αιτίες της παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας»

Εκδότης: Θεμέλιο, 2011. 72 σελίδες.
Η περίληψη που ακολουθεί έγινε απο την Αγγελική Παρίση.
Οι αριθμοί αφορούν τη σχετική σελίδα τού βιβλίου.

Αποτέλεσμα εικόνας για «Οι αιτίες της παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας»
11. Ο νόθος αστισμός
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε αστική τάξη ανάλογη με εκείνη της Δυτικής Ευρώπης. Ούτε δημιουργήθηκε γηγενής και αυτοτελής αστικός πολιτισμός.
12-13. Αστική τάξη σημαίνει «εύποροι πολίτες», «πλουτοκράτες», «νοικοκυραίοι», άρα υπέρ της καπιταλιστικής οικονομίας και κατά του σοσιαλισμού.
13. Όμως στην Ελλάδα οι πλούσιοι μπορούν κάλλιστα να προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αστικές, ούτε χρησιμοποιούν για να πλουτίσουν «αμιγώς» καπιταλιστικές μεθόδους. 
14. Στην Ελλάδα ο όρος «αστική τάξη» έχει συνήθως αρνητική έννοια ως μεγάλος αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ στην δυτική και κεντρική Ευρώπη ο αστός προτού συγκρουστεί με τον εργάτη, ήταν ο κύριος αντίπαλος της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας.
16. Η εισαγωγή στοιχείων της νεοελληνικής ιδεολογίας από την Ευρώπη έγινε όπως η εισαγωγή αγαθών, παραγωγικών μεθόδων, νομικών και πολιτικών θεσμών. Για αστική τάξη έκαναν λόγο οι αριστεροί ή οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές και όχι οι ελληνοκεντρικοί, οι οποίοι προτιμούσαν να υποβιβάζουν τις ταξικές διακρίσεις προκειμένου να διατηρείται ενιαίο και ακέραιο το όραμα του Ελληνισμού.
18-19. Στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε ούτε αστική τάξη με τα χαρακτηριστικά εκείνα που έσπασαν τις πατριαρχικές σχέσεις και την πατριαρχική παρουσία, και οδήγησαν στην κυριαρχία της απρόσωπης διαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης, στην συσσωρευτική πρόθεση με την καπιταλιστική έννοια, αλλά ούτε και αστικός πολιτισμός.
19. Οι πατριαρχικές σχέσεις είναι πολύ ισχυρές και δεν διασπάστηκαν (παροχή υπακοής με αντιπαροχή ορισμένη προστασία).
21. Αυτό ερμηνεύεται από την ανυπαρξία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές φεουδαλισμού δυτικοευρωπαϊκού τύπου, η οποία συνετέλεσε στην απουσία αστικής τάξης, διότι εφόσον αυτός έλειπε, δεν μπορούσε φυσικά να ανακύψει ούτε και η άρνησή του (δεν δημιουργήθηκε αστική τάξη σαν αντίπαλο δέος στην φεουδαρχία).
22. Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός σε διεθνές επίπεδο εξώθησε μικρές ομάδες της πατριαρχικής τουρκοκρατούμενης κοινωνίας να ενταχθούν στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα με εμπορικές και εφοπλιστικές δραστηριότητες. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους αρκετοί φορείς οικονομικής ανόδου στο εσωτερικό της χώρας παρέμειναν ουσιαστικά στο πατριαρχικό πλαίσιο εργασιακής οργάνωσης και νοοτροπίας. Το γεγονός αυτό έκανε δυνατή την πολιτική και κοινωνική τους συνύπαρξη με άλλες ομάδες που έπαιζαν ακόμη πιο παραδοσιακούς ρόλους (τοπικούς προύχοντες, πρώην ηγέτες των άτακτων στρατευμάτων του Αγώνα κλπ.).
23. Η συνύπαρξη αυτή είχε και συγκρούσεις που αφορούσαν την ανακατανομή της πολιτικής ισχύος και του εθνικού πλούτου. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων και ζυμώσεων λόγω του μεγάλου πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος των δυτικοευρωπαίων για την ευρύτερη περιοχή. Άτομα και ομάδες στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ χάρη στην ταύτιση των συμφερόντων τους με τα συμφέροντα μεγάλων αγγλικών εταιρειών. Ευημερούσαν αλλά δεν μπορούσαν να παίξουν σημαντικούς ρόλους καινοτόμους ιστορικά και επιδόθηκαν κυρίως σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες.
24. Αντίστοιχα και στο έδαφος του ελληνικού κράτους η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών γενικότερα αναπτύχθηκε πολύ λιγότερο απ’ότι η ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα.

25. Το Κράτος και τα κόμματα
Η εισαγωγή της βασιλευομένης δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας δεν προήλθε από εσωτερικές διεργασίες αλλά επιβλήθηκε από Δυτικές δυνάμεις σαν απάντηση στην ανυπακοή της κυβέρνησης του Όθωνα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
26. Ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία επιβλήθηκαν σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσαν οι πατριαρχικές σχέσεις και νοοτροπίες και προξένησαν μια κοινωνική κινητικότητα ίσως πιο έντονη απ’αυτήν που προξένησε το καπιταλιστικό σύστημα γιατί δημιουργήθηκαν ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας και άνοιξε ο δρόμος από την ύπαιθρο προς την πόλη.
27. Τα κόμματα προσέφεραν κρατικές θέσεις για να προσελκύσουν ψηφοφόρους κι έτσι διογκώθηκε και γιγαντώθηκε το κράτος, πράγμα στο οποίο συνέβαλε και η καχεκτική κρατική οικονομία.
29. Στην Ελλάδα το κράτος εκποιήθηκε στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού από τα «πολιτικά τζάκια» με μεθόδους δεσμευτικές για όλες τις πολιτικές παρατάξεις ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Οι πελατειακές σχέσεις που κυριαρχούν κάνουν προσχηματικές τις ιδεολογίες και εξηγούν την εύκολη αλλαγή κομματικής στέγης των πολιτικών και τη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για κομματικά οφέλη από όλα ανεξαρτήτως των κόμματα.
31. Η λεγόμενη ελληνική αστική τάξη διασπειρόταν σε διάφορα κόμματα, κυρίως στα δύο μεγαλύτερα και δεν ταυτίστηκε με την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, αν και η επιρροή της ήταν μεγαλύτερη από άλλων κοινωνικών στρωμάτων.
32. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην πολιτική σκηνή δεν πρωταγωνιστούσαν οι αστοί, αλλά πολιτικοί με μικροαστική ή αγροτική προέλευση.
34. Το κράτος στην Ελλάδα αν και διογκώθηκε αριθμητικά δεν διαχωρίστηκε από την κοινωνία ώστε να της επιβληθεί ως φορέας οικονομικής ανάπτυξης και θεσμικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, μια κοινωνία μάλλον αδρανής απομυζούσε τον κρατικό μηχανισμό.
35. Την απουσία αστικής τάξης θα μπορούσε να υποκαταστήσει ένα ισχυρό κράτος που θα είχε όμως και χαρακτηριστικά μιας ισχυρής πεφωτισμένης δεσποτείας, σαν αυτή που επιχείρησε να δημιουργήσει ο Καποδίστριας. Ο γηγενής κοινοβουλευτισμός ήταν όργανο ιμπεριαλιστικής επιρροής και αγωγός παραδοσιακών πατριαρχικών δυνάμεων που ήταν αντίθετες στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Οι υπέρμαχοι του Συντάγματος στη μετεπαναστατική Ελλάδα ήταν από τους κύκλους των τοπικών προυχόντων που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο σύγχρονο κράτος. Η απουσία ευδιάκριτων κοινωνικών τάξεων ανέστειλε τις ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις. Οι πελατειακές σχέσεις θα δώσουν τον τόνο στο πολιτικό σύστημα και θα ενισχύσουν τη γιγάντωση του κράτους και την τοποθέτηση των μερικών συμφερόντων υπεράνω του γενικού συμφέροντος.
35, 36. Τα τζάκια συμφιλιώθηκαν με το κράτος όταν μπόρεσαν να το ελέγξουν. Το υπερτροφικό κράτος έγινε πεδίο σύγκρουσης διαφόρων «κλάδων», καθένας από τους οποίους αγωνιζόταν να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα από το δημόσιο κορβανά. Προοδευτικά η ταξική σύγκρουση αμβλυνόταν γιατί όλοι οι «κλάδοι» στρέφονταν ταυτόχρονα προς το κράτος ικετεύοντας ή απειλώντας το για περισσότερα οφέλη.

37. Το Έθνος
Η διάσταση έθνους και κράτους στη νεοελληνική ιστορία αποτελεί αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και απόδειξη της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού στοιχείου που υποκαταστάθηκε από τα πατριαρχικά δίκτυα αυτά να τα υποκαταστήσει. Αν είχε δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο ακόμα κι αν δεν αγκάλιαζε το σύνολο του έθνους, θα αποτελούσε όμως πόλο έλξης, όντας πιο προχωρημένο από πολιτική και κοινωνική άποψη. Κάποια τμήματα του έθνους δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το κράτος κι έτσι το έθνος θα εκσυγχρονιζόταν, δηλαδή θα αστικοποιόταν, μόνο στα όρια του κράτους. Αυτό δεν συνέβη, διότι το κράτος συγκροτήθηκε σε πατριαρχική βάση και στηρίχθηκε σε πατριαρχικές έννοιες όπως οι πραγματικοί ή φανταστικοί φυλετικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (γλώσσα, θρησκεία), ενώ η οικονομική βάση, η κοινωνική υφή και η θεσμική οργάνωση του έθνους περνά στο περιθώριο.
39. Στην περίπτωση των προυχόντων και των οπλαρχηγών ο πολιτικός ορίζοντας ήταν τοπικός παρά εθνικός. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση της Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που δεν είδε τον εαυτό της ως ηγέτη ενός υπόδουλου έθνους, παρά σαν ποιμένα χριστιανικών πληθυσμών που ζουν αναγκαστικά κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα. Σύμφωνα με τη βυζαντινή της παράδοση, η Εκκλησία ήταν ξένος θεσμός προς το έθνος, ήταν θεσμός πολυεθνικός και η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή τη γλώσσα, π.χ. ο Ορθόδοξος Ρώσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι.
40. Όταν τα ιστορικά γεγονότα (επανάσταση – δημιουργία νεοελληνικού κράτους) φέρνουν στο προσκήνιο το έθνος, η Εκκλησία έχοντας χάσει τον κεντρικό κοινωνικό ρόλο που είχε την εποχή της Τουρκοκρατίας και αναζητώντας καινούργιο, σηκώνει το λάβαρο, προσπαθεί να ελέγξει την εθνική ιδεολογία και τους αγώνες των αλυτρώτων, ώστε να μην αφήσει κενά που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, εμποδίζοντας τελικά το χωρισμό κοινωνίας και κράτους. Ακόμη και σήμερα κανένα κόμμα δεν τολμά να ζητήσει το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, κάτι που δείχνει την έκταση της επιβολής του προαστιακού πατριαρχισμού στη νεοελληνική κοινωνία και νοοτροπία.

41. Εθνικισμός και Ελληνοκεντρισμοί
Το έθνος καθώς δεν μπήκε ποτέ εξ ολοκλήρου στα όρια του κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των σύγχρονων θεσμών, αποτέλεσε το μύθο που ήταν ο άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο νεοελληνικός μύθος αναφέρεται στο έθνος και όχι στο κράτος, είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής επικράτησης ενός ασαφούς έθνους απέναντι στο αστικό εθνικό κράτος και ονομάζεται «Ελληνοκεντρισμός». Ο Ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είχε υποταχθεί στο σύγχρονο αστικό εθνικισμό, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως έγινε το αντίθετο. Ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κλπ. Έτσι ο ελληνοκεντρισμός κατέστη η κατ’εξοχήν νεοελληνική ιδεολογία.
42. Η αριστερά που επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του είναι συνυφασμένη με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνιστεί ρητά ή σιωπηρά τα ελληνοκεντρικές θέσεις (περιούσιος λαός, τρισχιλιετής ιστορία κλπ.). Η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόφευκτη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Έτσι γεφύρωσε τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος και συνένωσε προς τα έξω δυνάμεις που ήταν ετερογενείς στο εσωτερικό. Το αδύναμο έθνος αντιστάθμισε έτσι τους εξευτελισμούς που υπέστη και επηρέασε τη διεθνή κοινή γνώμη ως προς τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
43. Πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός. Η αρχαιολατρεία και δη η ελληνολατρεία αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά όπλο ενάντια στον χριστιανισμό και ενάντια στην εποχή της κυριαρχίας του τον Μεσαίωνα.
45. Η νεοελληνική επιστημονική συνεισφορά στη διερεύνηση του αρχαίου πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή.
46. Ο αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός διευρύνθηκε και συνδέθηκε με χριστιανικές αξίες και χριστιανικά ιδεώδη ώστε να ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό την Εκκλησία και τα προαστικά πατριαρχικά στρώματα.
47. Η αδιάσπαστη τρισχιλιετής ιστορία των Ελλήνων, αφενός με τη φυλετική συνέχεια και αφετέρου με την ενότητα ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος υπήρξε ένα ιστορικό κατασκεύασμα.
48. Έτσι δεν τονίζονται τα παγανιστικά και υλιστικά (εγκοσμιολατρικά) στοιχεία της αρχαίας ελληνικής κοσμοθεωρίας, αλλά ο κόσμος του πνεύματος και των ιδεών που ερμηνεύονται ως προπομποί της χριστιανικής αλήθειας.
49. Οι Έλληνες ιδεολόγοι του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, βρήκαν στήριγμα σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές τάσεις, που μπροστά στο σοσιαλιστικό κίνδυνο, αντιπαράθεσαν «το ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».
51. Ενώ άλλοι κύκλοι υιοθέτησαν τα σλαβόφιλα μοτίβα της «πνευματικής Ανατολής» απέναντι στην «υλιστική Δύση».

51. Το γλωσσικό και η Γραμματεία
Κατηγοριοποιήθηκαν τάσεις και πρόσωπα, σύμφωνα με εσφαλμένη κοινωνιολογική αποτίμηση, με βάση την τοποθέτησή τους απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Η διαμάχη ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική πήρε τη μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση.
52. Καθαρεύουσα: δεν ήταν πάντα «αντιδραστική» στάση, αλλά πρακτική ανάγκη, πίστη στα κλασικά πρότυπα. Δημοτική: για τους σοσιαλιστές στοιχείο της ταξικής συνείδησης των καταπιεσμένων στρωμάτων, για τους μετριοπαθείς στοιχείο των φιλόπονων και φιλήσυχων γεωργών, εργατών και τεχνιτών.
53. Ο μόνος πνευματικός τομέας, όπου ο νεότερος ελληνισμός είχε πραγματική ανάπτυξη κι έδωσε αξιόλογα έργα ήταν η ποίηση.
54. Το μυθιστόρημα ως κατ’εξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος δεν είχε αξιόλογη ανάπτυξη και δεν μπορούμε να μιλάμε για αστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα.

57. Η νόθα μαζική δημοκρατία
Τα γεγονότα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου προκάλεσαν κοινωνικές ανακατατάξεις και συνέβαλαν στον «εκσυγχρονισμό» του κράτους και στη μετάβαση από τον πατριαρχισμό και το νόθο αστισμό σε μια εξίσου νόθα μαζική δημοκρατία όπου η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων συνεχίστηκε έντονα.
58. Η σύνθεση της αστικής τάξης άλλαξε σημαντικά και αποτελείται πλέον από νεόπλουτους κυρίως με εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν μετά τη μαύρη αγορά, η ανοικοδόμηση, τα δημόσια έργα και ο μεγάλος όγκος εισαγωγών. Οι επιχειρηματίες και οι νεόπλουτοι έχουν χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο και πνευματικό ορίζοντα και δεν είναι τυχαία όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Έτσι εξέλειψε και αυτός ο νόθος αστισμός. Η ανάπτυξη του τουρισμού στις δεκαετίες 1950 και 1960 και η μετανάστευση συνέβαλαν στην ένταξη της χώρας στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας, κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση και δημιούργησαν ένα πολυπληθές μεσαίο στρώμα που χαρακτηριζόταν από μιμητικό καταναλωτισμό, έπαρση για τη νεοαποκτηθείσα ευημερία και ημιμάθεια (εξάπλωση του κιτς).
59. Επίσης το λαϊκό τραγούδι στις διάφορες μορφές του κατέλυσε τις διακρίσεις ανάμεσα στην λόγια και λαϊκή παράδοση, και δημιουργήθηκε ένα νέο μείγμα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών, και το ζεϊμπέκικο έγινε συρτάκι και ο τεκές μπαρ.
60. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών ενίσχυσαν το χαρακτήρα της χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών, με καταναλωτικές συνήθειες που δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Το πελατειακό σύστημα αντί να συρρικνωθεί, έγινε πιο ισχυρό γιατί ο ψηφοφόρος έδινε την ψήφο του προσδοκώντας από μια κομματική παράταξη τη διασφάλιση ή και την άνοδο του καταναλωτικού του επιπέδου, αδιάφορα με ποια οικονομικά μέσα. Οι «αναξιοπαθούντες» έγιναν απαιτητικοί και υπερφίαλοι κι έτσι η πατριαρχική σχέση αντιστράφηκε εν μέρει, και μεγάλωσε η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Υποχρεώθηκαν τα κόμματα να συναγωνίζονται στην υιοθέτηση και προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων απ’οποιονδήποτε κι αν προέρχονταν.

61. Οι λαϊκισμοί
Στις συνθήκες αυτές, δεν αρκούσε πια ο διορισμός, ούτε η δανειοδότηση, ούτε η μεσολάβηση, αλλά έπρεπε το πελατειακό παιχνίδι να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο κλάδων αλλά και μαζών με την αρωγή των ΜΜΕ. Έτσι έφτασε η χώρα στο λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
62. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έγινε ο αγωγός εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση μέσα από τη δυνατότητα να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. ‘Ομως εθνική ανάπτυξη συμβαίνει μόνο με αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, με αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, ειδικά όταν τα καταναλωτικά προϊόντα δεν παράγονται, αλλά εισάγονται και δανείζεται η χώρα για να πληρώσει τις εισαγωγές. Ανάπτυξη σημαίνει συσσώρευση, εντατική εργασία και προσωρινή τουλάχιστον μερική στέρηση, ενώ βραχυπρόθεσμη ευημερία σημαίνει παρασιτισμός και εκποίηση της χώρας.
62. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από τη διανομή των βαρών και την ιεράρχηση των στερήσεων. Αρνούνται βεβαίως να τη δεχτούν οι καταναλωτές, αλλά και τα κόμματα που έχουν και θα έχουν πρώτη έγνοια τη νομή της εξουσίας.
63. Η αριστερά έχει τη δική της ευθύνη στην εκποίηση της χώρας γιατί υπερασπίζει και υιοθετεί κάθε αίτημα αρκεί αυτός που το προβάλλει να αυτοαποκαλείται «λαός».
65. Αυτή η κρίση βέβαια αγγίζει και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε το έθνος και ιδιαίτερα στο ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού. Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού έγινε ιδεολογικό όπλο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου στον εμφύλιο και αργότερα, κι όταν αποδυναμώθηκε περί το 1960 και 1970 το κενό καλύφθηκε από τα αντιαλλοτριωτικά κηρύγματα της πολιτισμικής επανάστασης. Τέθηκε έτσι, ιδιαίτερα από τους νέους, θέμα εθνικής ταυτότητας. Ο ελληνοκεντρισμός επέζησε και θα επιζήσει ως υπεραναπληρωτικός μηχανισμός ενός έθνους που έχει ελάχιστη πνευματική και υλική παραγωγή, για να αντισταθμίσει όσα εισβάλλουν απ’έξω και κατακτούν το δικό του χώρο. Όμως δίχως συνεκτική κοσμοθεωρία, θα εκφράζεται ως στάση εθνικής λεβεντιάς και περηφάνιας ή σαν φολκλοριστικό καρύκευμα της τουριστικής εκποίησης του τόπου.

66. Ο εντόπιος μεταμοντερνισμός
Η πολιτισμική επανάσταση και η εγχώρια μαζική δημοκρατία επηρέασαν σημαντικά τα καθημερινά ήθη. Η διάλυση των ντόπιων ιδεολογημάτων, όπως και των διεθνών, προκάλεσαν μια χαοτική ανάμειξη πνευματικών προϊόντων που έρχονταν μαζικά απ’έξω όπως τα καταναλωτικά προϊόντα.
67. Οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, αναμείχθηκαν με τις εγχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακισμού και της ημιμάθειας. Κάπως έτσι εισέβαλε ο μεταμοντερνισμός στη χώρα και κορυφώθηκε η κρίση όλων των θεμελιωδών δεδομένων της ελληνικής εθνικής ζωής.
68. Η υλική εκποίηση του έθνους θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα ανάμειξη των πάντων με τα πάντα συμβεί ως ανάμειξη μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων ή αν η φθορά των ελληνικών ιδεολογημάτων καταλήξει σε τέτοια συρρίκνωση της γλώσσας, ώστε ούτε η ποίηση, το μόνο προϊόν που χάρη στη μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας έχει παραχθεί ως τώρα σε υψηλή ποιότητα, δεν θα μπορεί πια να παραχθεί. Απέναντι σ’όλα αυτά μπορεί κανείς να νιώθει μετέωρος, χωρίς εθνικές ρίζες, με οδύνη ή μπορεί να τα θεωρεί ασήμαντα νιώθοντας πατρίδα του τον κόσμο.

Πηγή:http://cantftory.blogspot.com/2016/03/

Πίνδαρος- «Πυθιονίκαις (8.81-8.100)»

Αποτέλεσμα εικόνας για πίνδαρος




Πίνδαρος- «Πυθιονίκαις (8.81-8.100)»

τέτρασι δ᾽ ἔμπετες ὑψόθεν [στρ. ε]
σωμάτεσσι κακὰ φρονέων,
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς
ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη,
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ᾽ ἀμφὶ γέλως γλυκύς
ὦρσεν χάριν· κατὰ λαύρας δ᾽ ἐχθρῶν ἀπάοροι
πτώσσοντι, συμφορᾷ δεδαγμένοι.

ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών [αντ. ε]
ἁβρότατος ἔπι μεγάλας
 ἐξ ἐλπίδος πέταται
ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων
κρέσσονα πλούτου μέριμναν. ἐν δ᾽ ὀλίγῳ βροτῶν
τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί,
ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον.

 ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ [επωδ. ε]
ἄνθρωπος. ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ
100 Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ᾽ Ἀχιλλεῖ.

........................................................................................................................................................

Μετάφραση: Γιάννης Οικονομίδης
Πάνω σε τέσσερις αντιπάλους έπεσες [στρ. ε]αλύπητα από ψηλά, που δεν τους έμελλεχαρούμενος σαν τον δικό σου γυρισμός απ᾽ την Πυθώνα,κι όταν εφτάσαν στη μητέρα τους,γέλιο γλυκό δεν σκόρπισε χαρά τριγύρω·πήραν τ᾽ απόμερα δρομάκια ζαρωμένοικαι μακριά απ᾽ τα μάτια των εχθρών τους,από τη συμφορά τους χτυπημένοι.
Εκείνος όμως που πέτυχε καινούρια νίκη [αντ. ε]σ᾽ ευτυχία μεγάλη υψώνεται, αφού ξεκίνησε μ᾽ ελπίδες,χάρη στο φτερωτό του το κατόρθωμα,και στόχους έχει πιο ψηλούς από τα πλούτη.Γοργά των θνητών αυξαίνει η χαρά·μα το ίδιο γοργά και στο χώμα πέφτειαπό σεισμό που σκέψη άστοχη τον φέρνει.
Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; [επωδ. ε]Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.Αίγινα, μάνα μου ακριβή,σ᾽ ελεύθερο ταξίδι οδήγα την πόλη τούτημε του Διός τη χάρη, του άρχοντα του Αιακού100και του Πηλέα, του γενναίου του Τελαμώνα και του Αχιλλέα.


Σαπφώ- [Diehl 36]




Herkulaneischer Meister 002b.jpg

Σαπφώ (~ 630 - 570 π.Χ.)


Δισκογραφία:

Ο Μεγάλος Ερωτικός – 1972

Σαπφώ-  [Diehl 36]
[.].ε.[. . . . . κ]έλομαι σ᾽ ἀ[είδην
[Γο]γγύλαν [Ἄβ]ανθι λάβοισα μα.[. .]
[πᾶ]κτιν, ἆς σε δηὖτε πόθος τ.[. . . .
ἀμφιπόταται τὰν κάλαν· ἀ γὰρ κατάγωγις αὔτα[ς σ᾽
[Κ]υπρογέν[ηα,
ἐπτόαισ᾽ ἴδοισαν, ἔγω δὲ χαίρω· καὶ γὰραὔτα δήπο[τ᾽] ἐμέμφ[ετ᾽ ἄγνα
. . . . .
ὠς ἄραμα[ι. . . . . τοῦτο τῶ[πος. . . . .
[β]όλλομα[ι. . . . .

...........................................................................................................................................................

Σε φωνάζω Γογγύλα
(Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη)

Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.








Βροχή - Μάνος Χατζιδάκις


Το Κονσέρτο - Μάνος Χατζιδάκις


Κώστας Κρυστάλλης- «Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο»

Σχετική εικόνα

Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.

Κώστας Κρυστάλλης  (1868-22 Απριλίου 1894)

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_krystallhs_poems.htm



Khachaturian - Masquerade Suite - Waltz


Χάινριχ Μπελ - «Το λυπημένο μου πρόσωπο»




Ο Γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε το 1917 στην Κολωνία και σπούδασε σε μεγάλη ηλικία, μετά τον πόλεμο, Γερμανική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο και ως ανειδίκευτος εργάτης. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα με αντιφασιστικό και αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο, που μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1972 πήρε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Μερικά από τα έργα του: Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία, Μπιλιάρδο στις 9.30, Πού ήσουν Αδάμ, Ο Κλόουν κ.ά.
Το διήγημα που ακολουθεί δίνει μια αδρή εικόνα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, σαν αυτό που επέβαλε στη Γερμανία ο ναζισμός.
Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν' αγναντέψω τους γλάρους, το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ' εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ' ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες. Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια· νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο.
Είχα καρφώσει το βλέμμα σ' ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμά του. Με τον τρόμο χελιδονιού που προαισθάνεται κακοκαιρία πετούσε σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια του νερού και μόνο πότε πότε ξεθάρρευε ν' ανέβει ψηλά κρώζοντας, να σμίξει το δρόμο του με κείνον των συντρόφων. Αν λαχταρούσα κάτι, ήταν χωρίς άλλο ένα ψωμί να ταΐσω τους γλάρους, να το κόψω κομμάτια και στο ανάκατο πέταγμα να βάλω ένα άσπρο σημάδι, ένα στόχο που κατά πάνω του θα πετούσαν. Ρίχνοντας ένα κομμάτι ψωμί σ' αυτό το ανεβοκατέβασμα των μπερδεμένων τροχιών που έκρωζε, να τους κατεύθυνα σα να 'τανε δεμένοι με σχοινιά.
Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε:
«Ακολούθα με!». Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: «Σίγουρα δεν είστε καλά!». «Συνάδερφε», είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, «σε προειδοποιώ». «Αφεντικό...», ανταπόδωσα. «Δεν υπάρχουν αφεντικά», φώναξε οργισμένος. «Συνάδερφοι είμαστε όλοι». Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. «Για ποιο λόγο;...» πήγα να πω. «Για σοβαρό λόγο», είπε. «Για το λυπημένο σου πρόσωπο». Γέλασα. «Άσε τα γέλια!». Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το 'κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη* ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. «Ακολούθα με!...» «Μα γιατί;» ρώτησα συγκρατημένα...
Έδεσε μονομιάς τ' αριστερό μου χέρι στον καρπό με μια λεπτή αλυσίδα και στη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν πάλι χαμένος. Γύρισα για τελευταία φορά κατά τους γλάρους που πετούσαν, είδα τον όμορφο γκρίζο ουρανό κι έκανα να πέσω με ξαφνική στροφή στη θάλασσα, γιατί μου φάνηκε προτιμότερο να πνιγώ με τη θέλησή μου σ' αυτή τη βρώμικη πήχτρα, παρά να με στραγγαλίσουν οι λοχίες σε κάποιο κρατητήριο ή να με ξαναφυλακίσουν. Μα ο πολιτσμάνος τινάζοντάς με απότομα με τράβηξε τόσο κοντά, που ήταν αδύνατο να ξεφύγω. «Μα γιατί;» ρώτησα πάλι. «Ο νόμος διατάζει να είσαι ευτυχισμένος!». «Είμαι ευτυχισμένος», φώναξα. «Το λυπημένο σου πρόσωπο;» κούνησε το κεφάλι. «Μα ο νόμος αυτός είναι καινούριος» είπα. «Έγινε πριν τριανταέξι ώρες, και το ξέρεις καλά πως κάθε νόμος ισχύει σαν περάσουν εικοσιτέσσερις ώρες από τη δημοσίευσή του». «Μα δεν έχω ιδέα». «Καμιά δικαιολογία! Από προχτές το 'λεγαν όλα τα μεγάφωνα κι όλες οι εφημερίδες, και σε κείνους», εδώ με κοίταξε περιφρονητικά, «και σε κείνους που δε φτάνει η ευλογία ούτε της εφημερίδας ούτε του ραδιοφώνου, το 'καναν γνωστό οι προκηρύξεις που σκορπίστηκαν στους δρόμους όλου του κράτους. Λοιπόν, συνάδερφε, θ' αποδειχτεί πού ήσουν τις τελευταίες τριανταέξι ώρες».
Μ' έσπρωξε μπροστά. Τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως έκανε ψύχρα και πανωφόρι δεν είχα, τώρα για πρώτη φορά η πείνα μου έφτασε, στ' αποκορύφωμα και γουργούριζε στην πύλη του στομαχιού, τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως ήμουν άπλυτος κι αξύριστος και πως υπήρχαν νόμοι, που σύμφωνα μ' αυτούς έπρεπε κάθε συνάδερφος να 'ναι καθαρός, ξυρισμένος, ευτυχισμένος και χορτάτος. Μ' έσπρωχνε μπροστά σαν σκιάχτρο, που έπρεπε ν' αφήσει τον τόπο των ονείρων του στην όχτη του χωραφιού, μια κι η κλοπή ήταν ολοφάνερη. Οι δρόμοι ήταν αδειανοί, η απόσταση για το τμήμα κοντινή, κι όσο ένιωθα πως θα 'βρισκαν σε λίγο πάλι μιαν αιτία να με φυλακίσουν, τόσο βάραινε η καρδιά μου, γιατί με περνούσε από μέρη της νιότης μου, που σκόπευα να τα επισκεφτώ σαν τέλειωνα την περιδιάβαση του λιμανιού: κήπους που ήταν άλλοτε γεμάτοι θάμνους, όμορφους στη φυσική τους αταξία, δρόμους κατάφυτους τώρα ήταν όλα σχεδιασμένα, τακτοποιημένα, καθαρά, τετραγωνισμένα, κανονισμένα για τους πατριδολατρικούς συλλόγους, που Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο έκαναν εδώ τις παρελάσεις τους. Μονάχα ο ουρανός ήταν σαν τότε, κι ο αέρας, σαν κείνες τις μέρες που η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα.
...Όσους ανθρώπους συναντούσαμε τους έπιανε ολοφάνερος ενθουσιασμός, τους διαπερνούσε το λεπτό ρευστό της εργατικότητας, μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο έβλεπαν τον πολιτσμάνο. Περπατούσαν όλοι γρηγορότερα, έδειχναν φάτσα βουτηγμένη στο καθήκον, κι οι γυναίκες που έβγαιναν από τα μαγαζιά έβαζαν τα δυνατά τους να δώσουν έκφραση χαράς στο πρόσωπό τους, εκείνη ακριβώς που περίμεναν απ' αυτές, γιατί ήταν διαταγή να εκδηλώνουν χαρά, ζωηρό κέφι στα καθήκοντα της νοικοκυράς που θα 'πρεπε το βράδυ να τονώνει με πλούσιο δείπνο το δουλευτή του κράτους.
Μα όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοξοδρομούσαν επιδέξια, έτσι που κανένας τους να μη βρίσκεται στην ανάγκη να διασταυρώσει μπροστά μας το δρόμο. Στο δρόμο είκοσι βήματα πριν από μας εξαφανιζόταν κάθε ίχνος ζωής, καθένας βιαζόταν να μπει το γρηγορότερο σε μαγαζί ή να στρίψει σε γωνία κι άλλοι έμπαιναν ακόμα και σε ξένο σπίτι και περίμεναν πίσω από την πόρτα έντρομοι, ώσπου να χαθούν τα βήματά μας.
Μονάχα σαν φτάσαμε σε μια διασταύρωση μας συνάντησε ένας ηλικιωμένος, που φευγαλέα διέκρινα να 'χει το σήμα του δασκάλου. Δεν τα κατάφερε να λοξοδρομήσει και χαιρετώντας πρώτος αυτός τον πολιτσμάνο κατά τον κανονισμό —χτυπώντας την παλάμη τρεις φορές στο κούτελο να δείξει την απόλυτη ταπεινότητά του— προσπάθησε τώρα, για να εκτελέσει τέλεια το καθήκον που του επιβαλλόταν, προσπάθησε να με φτύσει τρεις φορές στο πρόσωπο και να μ' εφοδιάσει με την τιμητική προσφώνηση: «Πουλημένο τομάρι!». Είχε σκοπεύσει καλά, μα η μέρα είχε ζεστάνει, ο καταπιόνας του ήταν αναγκαστικά ξερός, γιατί με πέτυχαν μονάχα λίγες ταλαίπωρες, πες δίχως ουσία πιτσιλιές, που άθελά μου —παρά τον κανονισμό— με το μανίκι έκανα να τις σκουπίσω. Την ίδια στιγμή ο πολιτσμάνος μού δωσε μια πίσω και με χτύπησε γροθιά στη μέση της ραχοκοκαλιάς, λέγοντας ατάραχα «βαθμίς πρώτη», που τόσα πολλά σήμαινε, όπως μορφή πρώτη της πιο ήπιας ποινής που επιβάλλει κάθε πολιτσμάνος.
Ο δάσκαλος το 'βαλε γρήγορα στα πόδια. Οι άλλοι κατάφεραν να λοξοδρομήσουν. Μονάχα μια γυναίκα που είχε πάρει κιόλας τον καθορισμένο αέρα της πριν από το βραδινό γλέντι στην ερωτική στρατώνα, μια χλωμή, πρησμένη ξανθή μου 'στειλε κλεφτά ένα φιλί και χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη, ενώ ο πολιτσμάνος πάλευε να καμωθεί πως δεν είδε τίποτε. Είναι ορμηνεμένοι να επιτρέπουν σ' αυτές τις γυναίκες ελευθερίες που σίγουρα θα στοίχιζαν βαριά τιμωρία σε κάθε συνάδερφο, γιατί, μιας κι είναι η συμβολή τους πολύ ουσιαστική στην ανύψωση της γενικής χαράς για εργασία, θεωρείται πως δεν εμπίπτουν στην περιοχή των συνεπειών του νόμου, μια ομολογία δηλαδή που τη σημασία της τη στιγμάτισε ο καθηγητής της περί κράτους φιλοσοφίας διδάκτωρ, διδάκτωρ, διδάκτωρ Μπλάιγκετ στο επίσημο περιοδικό της (περί κράτους) φιλοσοφίας, σαν ένα σημάδι προϊούσας φιλελευθεροποίησης. Το 'χα διαβάσει την προηγούμενη μέρα πηγαίνοντας για την πρωτεύουσα, σα βρήκα λίγες σελίδες του περιοδικού στον αναγκαίο* ενός χωριατόσπιτου, που κάποιος φοιτητής —ίσως παιδί του χωρικού— τις είχε εφοδιάσει με πολύ έξυπνα σχόλια.
Ευτυχώς φτάναμε πια στο σταθμό, γιατί την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό έλεγε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα —γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά, αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά, αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι— κι όλες αυτές οι χιλιάδες θα πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα 'πρεπε ν' αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: ευτυχία και σαπούνι.
Την πύλη για το τμήμα της περιοχής, έναν όγκο μπετόν, τη φρουρούσαν δυο σκοποί, που περνώντας εγκαινίασαν τη «λήψη» των συνηθισμένων «σωματικών μέτρων»: Με χτύπησαν με τη λόγχη τους δυνατά στα μηλίγγια, κροτάλισαν την κάννη του πιστολιού τους πάνω στο κλειδί του ώμου μου, σύμφωνα με το προοίμιο του νόμου του κράτους. Άρθρο 1: «Έκαστον όργανον τάξεως οφείλει να δηλοποιεί εαυτό επισήμως ως εξουσίαν καθ' εαυτήν εις πάντα συλλαμβανόμενον (εννοούν προφυλακιστέο), εξαιρέσει εκείνου, όπερ προβαίνει εις την σύλληψιν, καθ' όσον τούτο θέλει μετάσχει της ευτυχίας ταύτης, προβαίνον εις την λήψιν των κατά την ανάκρισιν απαιτουμένων σωματικών μέτρων». Κι ο ίδιος ο νόμος του Κράτους Άρθρο 1 λέει τα ακόλουθα: «Έκαστον όργανον τάξεως δύναται να τιμωρεί, οφείλει να τιμωρεί πάντα ένοχον παραβάσεως. Εις ουδέν όργανον παρέχεται ελευθερία εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας, αλλά δυνατότης εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας».
Περνούσαμε τώρα ένα μεγάλο, παγερό διάδρομο με μεγάλα παράθυρα. Σε λίγο άνοιξε αυτόματα μια πόρτα, γιατί στο μεταξύ οι φρουροί είχαν αναφέρει κιόλας την άφιξή μας, και κείνες τις μέρες που ήταν όλοι ευτυχισμένοι, γενναίοι, ταχτικοί και καθένας πάλευε να ξοδέψει το καθορισμένο μισό κιλό σαπούνι τη μέρα, κείνες τις μέρες να φτάνει ένας κρατούμενος ή προφυλακιστέος ήταν πια γεγονός.
Μπήκαμε σε χώρο σχεδόν αδειανό, που είχε μόνο γραφείο με τηλέφωνο και δυο καθίσματα, εγώ έπρεπε να σταθώ στη μέση ορθός. Ο πολιτσμάνος έβγαλε το κράνος και κάθισε.
Επικράτησε πρώτα απόλυτη σιωπή κι απραξία. Έτσι το συνήθιζαν πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερο. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καταρρέει ολοένα περισσότερο, ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος κι είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος από κείνη την ευτυχία της θλίψης, γιατί το 'ξερα πως ήμουν πια χαμένος.
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. «Επάγγελμα;» «Μονάχα συνάδερφος». «Έτος γεννήσεως;» «Πρώτη πρώτου του «Ένα», είπα. «Τελευταία ασχολία;» «Κατάδικος». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Πότε και από πού απολύθηκες;» «Χτες από το κτίριο 12, κελλί 13». «Τόπος προορισμού;» «Για την πρωτεύουσα». «Χαρτί!»
Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το 'δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. «Προηγούμενη παράβαση;» «Χαρούμενο πρόσωπο». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Εξήγησε!» είπε ο προανακριτής. «Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπό μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. Ήταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός». «Διάρκεια ποινής;» «Πέντε». «Έκτιση;» «Άσχημα». «Αιτία;» «Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία». «Αρκετά!»
Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ' ένα χτύπημα μου 'σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ' αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής. Ο ανώτερος ανακριτής, ο προϊστάμενος ανακριτής, ο επίτροπος και ο πρόεδρος και μαζί τους ο πολιτσμάνος εξάντλησε τη «λήψη» όλων των «σωματικών μέτρων» καθώς ο νόμος πρόσταζε. Και μου 'ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπό μου.
Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.

αδήλωτη: (εννοεί πόρνη)· πόρνη που δεν έχει δηλώσει στην αστυνομία την ιδιότητά της.

αναγκαίος: (ουσ.)· το αποχωρητήριο.

Heinrich Theodor Böll, (21 Δεκεμβρίου 1917 - 16 Ιουλίου 1985)

Μετάφραση: Φάνης Τουλούπης


 Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/594/3926,17204/

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, «Χάρτινος»



Όλο το απόγευμα
ετοίμαζα τη στάση μου
μελετούσα τα λόγια μου
δοκίμαζα την αντοχή μου.
Μα σαν προχώρησε το βράδυ
και δε φάνηκες
μ' άρπαξε το φεγγάρι
και μέ τίναξε.

Τί νόμισες; Χάρτινος είμαι.



Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (1925 - 26 Απριλίου 2013), Μυθολογία τής Ξάνθης, 1967.
Σχετική εικόνα

(Τέσσερις Ποιητικές Συλλογές [1960-1978], Νεφέλη 1996).

André Breton, «Πάντα για πρώτη φορά»


Πάντα για πρώτη φορά
Μετά βίας σε γνωρίζω εξ όψεως
Επιστρέφεις εκείνη την ώρα της νύχτας σε ένα σπίτι
πλάγια απ' το παράθυρό μου
Σπίτι ολάκερα φανταστικό
Είναι εκεί που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο
Μέσα στο απαράβατο σκοτάδι
Περιμένω να συμβεί μία φορά ακόμα το συναρπαστικό ρήγμα
Το ρήγμα το μοναδικό
Στην πρόσοψη και στην καρδιά μου
Όσο πιο κοντά σου έρχομαι
Στην πραγματικότητα
Όσο περισσότερο το κλειδί τραγουδά στην πόρτα του άγνωστου δωματίου
Όπου μου φανερώνεσαι μονάχη
Στην αρχή ενώνεσαι ακέραιη με τη φωτεινή
Τη φευγαλέα γωνία μιας κουρτίνας
Είναι χωράφι γιασεμιών που ατένισα χαράματα
σε ένα δρόμο στα περίχωρα της Grasse
Με το διαγώνιο ράπισμα των κοριτσιών ενώ συλλέγουν
Πίσω τους τα σκοτεινά να πέφτουνε φτερά των γυμνωμένων φυτών
Μπροστά τους η πλατεία εκτυφλωτικού φωτός
Η αυλαία αόρατα ανεβασμένη
Σ' έναν παροξυσμό τα άνθη συρρέουν όλα μέσα
Είσαι εσύ σε πάλη ενάντια στην ώρα εκείνη την τόσο μακριά ποτέ
αρκετά θολή μέχρι τον ύπνο
Εσύ σαν να μπορούσες να 'σαι
Η ίδια παρά τ' ότι εγώ δε θα σε συναντήσω ίσως
ποτέ
Κάνεις να φαίνεται σα να μην ξέρεις πως σε παρακολουθώ
Με τρόπο θαυμαστό δεν είμαι πλέον σίγουρος ότι το ξέρεις
Η απραξία σου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
Ένα σμήνος ερμηνείες περιβάλλει την κάθε σου χειρονομία
Είναι ετούτο ένα κυνήγι του μελιού
Είναι καρέκλες κουνιστές του καταστρώματος είναι κλαδιά
που κινδυνεύεις να σε γδάρουν μες στο δάσος
Είναι σε μια βιτρίνα της οδού Notre-Dame-de-Lorette
Δυο σταυρωμένες γάμπες όμορφες πιασμένες με ψηλές κάλτσες
Που ξεχειλώνουν στην καρδιά ενός μεγάλου άσπρου τριφυλλιού
Είναι μια μεταξένια σκάλα που ξεδιπλώνεται πάνω από τον κισσό
Είναι
Τι άλλο από την κλίση μου πάνω από τον γκρεμό και από την δική σου απουσία
Βρήκα το μυστικό
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά

André Breton ( 19 Φεβρουαρίου 1896 - 28 Σεπτεμβρίου 1966)
μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου

Elisabeth Barrett Browning-A musical instrument


WHAT was he doing, the great god Pan,
Down in the reeds by the river ?
Spreading ruin and scattering ban,
Splashing and paddling with hoofs of a goat,
And breaking the golden lilies afloat
With the dragon-fly on the river.
II.
He tore out a reed, the great god Pan,
rom the deep cool bed of the river :
The limpid water turbidly ran,
And the broken lilies a-dying lay,
And the dragon-fly had fled away,
Ere he brought it out of the river.
III.
High on the shore sate the great god Pan,
While turbidly flowed the river ;
And hacked and hewed as a great god can,
With his hard bleak steel at the patient reed,
Till there was not a sign of a leaf indeed
o prove it fresh from the river.
IV.
He cut it short, did the great god Pan,
(How tall it stood in the river !)
Then drew the pith, like the heart of a man,
Steadily from the outside ring,
And notched the poor dry empty thing
In holes, as he sate by the river.
V.
This is the way,' laughed the great god Pan,
Laughed while he sate by the river,)
The only way, since gods began
To make sweet music, they could succeed.'
Then, dropping his mouth to a hole in the reed,
He blew in power by the river.
VI.
Sweet, sweet, sweet, O Pan !
Piercing sweet by the river !
Blinding sweet, O great god Pan !
The sun on the hill forgot to die,
And the lilies revived, and the dragon-fly
Came back to dream on the river.
VII.
Yet half a beast is the great god Pan,
To laugh as he sits by the river,
Making a poet out of a man :
The true gods sigh for the cost and pain, —
For the reed which grows nevermore again
As a reed with the reeds in the river.
Elisabeth Barrett Browning (1806 -1861)

Γιώργης Παυλόπουλος - Το πρώτο δειλινό


Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από κείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.

Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)
Πηγή: Τα αντικλείδια, Στιγμή: Αθήνα 1994, σελ.33.

Θανάσης Μαρκόπουλος , «Η καταπακτή»

Αποτέλεσμα εικόνας για θανασης μαρκοπουλος
Την καταπακτή του συντελεσμένου
φοβάται το ποίημα
γι’ αυτό την τελευταία στιγμή κρεμιέται
από μια λέξη
όπως πλεκτό από μια θηλιά
και μένει έτσι μετέωρο στο κρανίο σου
με διαρκή τον κίνδυνο της εξάρθρωσης
της μόνιμης αναπηρίας
ολόκληρο ένας πόνος
μα ένοικος ζεστός της φλέβας σου
γιατί καλά το ξέρει το ποίημα
στη γέννα τελειώνουν όλα
Ομοίωμα ζωής το ποίημα
την έξωση απ’ την καρδιά σου φοβάται
γι’ αυτό αντιστέκεται με τόσο πάθος
στην έπαλξη της τελευταίας λέξης
τοξεύοντας απανωτές εναλλακτικές προτάσεις
Θανάσης Μαρκόπουλος (1951-)
«Το περίστροφο της σιωπής» ,1996.

Μιχάλης Κατσαρός - Κατά Σαδδουκαίων


Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απʼ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απʼ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ʽχουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απʼ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τʼ άλογα τους απʼ τον κάμπο μου΄
δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέληση μου που την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.
Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στέφανους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
ʽτοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
υπόκλιση τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.

Μιχάλης Κατσαρός (1919 – 1998)
Κατά Σαδδουκαίων, 1953