Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος και ο αχαρτογράφητος κόσμος της ανθρώπινης βλακείας

          Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στο λήμμα βλάκας έχουμε τον ορισμό: «πρόσωπο που ενεργεί και συμπεριφέρεται με ανόητο τρόπο, ο ηλίθιος», ενώ στο λεξικό του Τεγόπουλου – Φυτράκη ως βλάκας ορίζεται «ο ανόητος» και προτείνονται τα συνώνυμα «χαζός, κουτός, μωρός». Ερευνώντας τη λέξη ανόητος βλέπουμε ότι κατά το Φυτράκη η ετοιμολογία προέρχεται από το στερητικό α και το νους (νοώ), ενώ κατά τον Μπαμπινιώτη από το στερητικό α και το νοητός (που επίσης προέρχεται από το αρχικό ρήμα νοώ). Ο Μπαμπινιώτης μάλιστα επισημαίνει ότι η αρχική έννοια του ανόητος είναι ακατανόητος. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ανόητος είναι αυτός που στερείται νου, λογικής και που κατ’ επέκταση ενεργεί παράλογα. Κι εδώ ακριβώς αρχίζουν τα εννοιολογικά προβλήματα. Ποια είναι η παράλογη συμπεριφορά; Ποια η λογική; Τι ορίζεται ως λογικό, τι ως παράλογο; Και οτιδήποτε παράλογο πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι βλακώδες; Αναγκαστικά η λογική της καθημερινής συμπεριφοράς δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τους νόμους της πεπατημένης, τους νόμους δηλαδή της συμπεριφοράς της πλειοψηφίας.
 Με δεδομένο ότι η βλακεία είναι αδύνατο να αποδειχθεί πειραματικά κι ότι το βλακόμετρο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, τα πράγματα κινούνται αναγκαστικά μέσα σε άκρατη υποκειμενικότητα.
Με δεδομένο ότι η βλακεία είναι αδύνατο να αποδειχθεί πειραματικά κι ότι το βλακόμετρο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, τα πράγματα κινούνται αναγκαστικά μέσα σε άκρατη υποκειμενικότητα.
Αν θέλεις να θεωρείσαι λογικός, ακολούθα αυτά που κάνουν οι περισσότεροι. Βρισκόμαστε αναγκαστικά μπροστά στον κοινωνικό μηχανισμό της μίμησης, που οριοθετεί την ευπρεπή συμπεριφορά, τη συμπεριφορά που δε θέλει να προκαλέσει και που φυσικά ορίζεται ως λογική, γιατί αλλιώς δε θα επικρατούσε, αφού δεν θα ήταν δυνατό να υιοθετηθεί το παράλογο ως κανόνας συμπεριφοράς. Γιατί το παράλογο πάει με το χάος, ενώ η τάξη με τη λογική. Υπό αυτούς τους όρους γίνεται αντιληπτό ότι είναι η ίδια η κοινή γνώμη που ορίζει τι είναι λογικό και τι παράλογο, άρα, κατ’ επέκταση, και τι είναι βλακώδες. Η βλακεία μπορεί να οριστεί μόνο μέσα στο περιβάλλον που ανήκει η κάθε πράξη. Ως εκ τούτου μπορεί να ανακατευτεί με πολλές άλλες έννοιες κάνοντας τα ίχνη της ακόμη πιο δυσδιάκριτα. Για παράδειγμα μέσα σ’ ένα περιβάλλον κλεφτών, που ελέγχουν όλους τους μηχανισμούς και ξέρουν καλά ότι ποτέ δε θα λογοδοτήσουν, ο τίμιος φαίνεται ανόητος. Είναι ο αγαθιάρης, αυτός που δεν του κόβει, που δεν καταλαβαίνει πως κινούνται τα νήματα, ο αγαθάγγελος, ο ρομαντικός, ο Δον Κιχώτης, δηλαδή ο απροσάρμοστος. Συνήθως είναι και αυτός που την πληρώνει αποδεικνύοντας εμπράκτως τη βλακεία του. Μέσα στον κόσμο της διαφθοράς η τιμιότητα μετατρέπεται σε βλακεία.
                Ομοίως, σ’ έναν κόσμο κυνικό, ο συναισθηματισμός εκλαμβάνεται ως βλακεία, σ’ ένα περιβάλλον τεμπελιάς αυτός που δουλεύει είναι το κορόιδο και πάει λέγοντας. Η έννοια της βλακείας – όπως άλλωστε κι όλες οι έννοιες – λειτουργεί καθαρά συγκριτικά, δηλαδή καθορίζεται από τα κοινωνικά πρότυπα που επικρατούν. Αν τα κοινωνικά πρότυπα είναι στρεβλά, τότε οι έννοιες αναποδογυρίζουν. Υπό αυτό τον όρο η βλακεία καθίσταται έννοια απολύτως μεταβλητή. Θα λέγαμε, σε μια εξωφρενική υποθετική αντιστροφή, ότι σ’ έναν κόσμο ολοκληρωτικής ηλιθιότητας, βλακεία θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η ευφυΐα. (Είναι βέβαιο ότι όποιος προσπαθήσει να πείσει αποβλακωμένους τηλεθεατές ότι τα σήριαλ που βλέπουν είναι βλακείες, θα φάει τα μούτρα του). Τελικώς, στην πράξη, δηλαδή στην καθημερινή – τρέχουσα έννοιά της, βλακεία ορίζεται οτιδήποτε παράταιρο, οτιδήποτε αποκλίνον από τα στερεότυπα, που προβάλλονται όχι ως λογική, αλλά ως φυσιολογική συμπεριφορά. Αν υπολογίσουμε όλους αυτούς τους μηχανισμούς που αποδεδειγμένα κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά – ΜΜΕ, διαφήμιση, μόδα κτλ – βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματικότητα εξ’ ολοκλήρου αντιφατική, όπου όλοι αναγνωρίζουν το επίπλαστο της κοινώς αποδεκτής ανθρώπινης δράσης και ταυτόχρονα θεωρούν παράλογο οτιδήποτε στρέφεται ενάντια σ’ αυτό. Κι εδώ ακριβώς η έννοια της βλακείας κατοχυρώνει το επίπλαστο ηθικό περιτύλιγμα που τη συνοδεύει και που την καθιστά ακόμα πιο ρευστή κι ευπροσάρμοστη, έτσι που ο καθένας μπορεί να προσφωνήσει τον καθένα βλάκα. Ακόμη και η επιλογή καφενείου μπορεί να φέρει χαρακτηρισμό: «Εκεί μαζεύονται όλοι οι βλάκες». Ακόμα και η ελάχιστη οδηγική αδράνεια μπροστά στο φανάρι που άναψε πράσινο.
                Με δεδομένο ότι η βλακεία είναι αδύνατο να αποδειχθεί πειραματικά κι ότι το βλακόμετρο δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, τα πράγματα κινούνται αναγκαστικά μέσα σε άκρατη υποκειμενικότητα. (Βέβαια έχει ανακαλυφθεί το εξυπνόμετρο – τεστ I.Q – αλλά κι αυτό δε νομίζω ότι μπορούμε να το εκλάβουμε σοβαρά). Οποιαδήποτε επιλογή μπορεί να δικαιολογηθεί, όσο ηλίθια κι αν είναι, με την επίκληση του προσωπικού γούστου, που μοιραία ξεχειλώνει στο περιβόητο «περί ορέξεως…». Η τετριμμένη συζήτηση για το αν ο βλάκας γεννιέται ή γίνεται τις περισσότερες φορές μετατρέπεται σε δίλημμα ανάλογο με εκείνο του αυγού και της κότας. Ασφαλώς τα κοινωνικά – εκπαιδευτικά ερεθίσματα, που πρέπει να ξεκινούν από τη βρεφική ηλικία, μπορούν να οξύνουν την ευφυΐα. Ταυτόχρονα όμως, το μορφωτικό επίπεδο, με την έννοια της τρέχουσας εκπαιδευτικής πραγματικότητας, δεν αποτελεί πιστοποίηση ευφυΐας. Πτυχιούχοι βλάκες ουκ ολίγοι: «Δεν είναι σπάνιο το ενσταντανέ του μπούλη να ποζάρει με την τήβεννο του Χάρβαρντ και το πτυχίο ρολό στα χέρια του να μην ξέρει που να το βάλει» σημειώνει ο Χαριτόπουλος στο «Εγχειρίδιο βλακείας». (σελ. 66). Φταίει η εκπαίδευση, θα πουν πολλοί. Φταίει ο τεχνοκρατικός της χαρακτήρας. Η στείρα αποστήθιση. Η έλλειψη κριτικής σκέψης. Σαφώς. Αν όμως δεχτούμε ότι η παπαγαλία και η αδυναμία κριτικής στάσης υιοθετείται ως καθεστώς και στα πανεπιστήμια κι ότι μοιράζονται πτυχία μ’ αυτούς τους όρους, τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι, ως κοινωνία, αποτελούμε εκκολαπτήριο ηλιθίων.
Ο βλάκας είναι πραγματικός δεξιοτέχνης στη μίμηση. Επειδή ακριβώς δεν ξέρει πώς να φερθεί, δεν έχει τη σπιρτάδα της αυθόρμητης συμπεριφοράς.
Ο βλάκας είναι πραγματικός δεξιοτέχνης στη μίμηση. Επειδή ακριβώς δεν ξέρει πώς να φερθεί, δεν έχει τη σπιρτάδα της αυθόρμητης συμπεριφοράς.
Υπάρχει βέβαια και η νομική εκδοχή του βλάκα. Κατά το Αστικό Δίκαιο (όπως αναπτύσσεται από τους Demolomble και Παπαρρηγόπουλο) «βλακεία είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, η εντελής ατονία των πνευματικών δυνάμεων, εξ ης ουδεμίαν δύναται να συλλάβει έννοιαν ο πάσχων», ενώ κατά το Ποινικό Δίκαιο (Ηλιόπουλος) «η βλακεία είναι αποτέλεσμα εμποδίσεως πνευματικής αναπτύξεως, με αιτίαν την εκ γενετής ή εξ επελθούσης βλάβης ενυπάρχουσαν έλλειψιν εις την διάπλασην του εγκεφάλου. Εκδηλούται δε με την ανικανότητα προς κάθε διανοητικήν λειτουργίαν, ήτοι σύλληψιν ιδεών και μόρφωσιν εννοιών και κρίσεων». (Οι παραπάνω νομικές πληροφορίες έχουν παρθεί από την ιστοσελίδα peri.blakos.tripod.com και συμπεριλαμβάνονται στο κείμενο «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΚΟΣ» του Ν. Α. Καλογερόπουλου).  Όμως, αν η έννοια του βλάκα αποδοθεί αποκλειστικά ως αδυναμία κατασκευής ή και παρακολούθησης αφηρημένων εννοιών και λογικών συλλογισμών, δηλαδή ως αδυναμία αντίληψης, τότε πώς θα μπορούσε να είναι βλάκας ένας μαθηματικός – για παράδειγμα – που από θέση επαγγελματικής αρχής μπορεί να παράγει και να κατανοήσει αυστηρούς συλλογισμούς για προβλήματα γεωμετρίας; Ή μήπως πρέπει να εξαιρέσουμε τους μαθηματικούς απ’ τη βλακεία; Η θεωρία της επιλεκτικής βλακείας, ότι δηλαδή κάποιος είναι έξυπνος στα μαθηματικά, αλλά σκράπας στη φιλοσοφία, προφανώς δεν πείθει και προφανώς εξηγείται από το ζήτημα της γενικότερης καλλιέργειας, αφού μπορεί ο εν λόγω μαθηματικός να μην ασχολήθηκε ποτέ με τίποτε άλλο πέραν της επιστήμης του. Όμως εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό. Εδώ μιλάμε για τον επιστήμονα που διαχειρίζεται κι εφαρμόζει επαρκώς θεωρίες κι αφηρημένες έννοιες και ταυτόχρονα γίνεται ρεζίλι από καταφανή ψέματα που μπορεί να ξεστομίσει για ασήμαντα στιγμιαία οφέλη. Η βλακεία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο ως νοητική ανεπάρκεια. Η βλακεία έχει ξεκάθαρες ψυχολογικές προεκτάσεις: «Και ο ψυχισμός παίζει παιχνίδια. Εννοείται πως τον άνθρωπο δεν κατευθύνουν μόνο τα ένστικτα, το μυαλό και οι επιθυμίες, αλλά και τα συναισθήματα, επίσης δαιδαλώδη και δυσεξήγητα, παρά τις ψυχαναλυτικές ευκολίες. Μια συναισθηματική κατρακύλα, ένα ύπουλο βραχυκύκλωμα του ψυχισμού (πάθος, πόθος, εγωισμός, οργή, αποστροφή, ενοχή), τα φρένα σπάνε και ο κατήφορος είναι μπροστά». (σελ. 55). Υπό αυτή την έννοια δεν μπορούμε να εκλάβουμε τη βλακεία μόνο ως νοητική αδυναμία. Στερημένα παιδικά χρόνια ή απωθημένα από το παρελθόν μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε ηλίθιες – ανταγωνιστικές – εγωιστικές συμπεριφορές. Κι αλίμονο αν τέτοιος άνθρωπος πιάσει ξαφνικά λεφτά. Ο νεοπλουτισμός θα τον αποτελειώσει. Η ψυχική ισορροπία, η αυτογνωσία, η εύρεση και η αποδοχή του εαυτού είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για την καταπολέμηση της βλακείας.
                Τελικώς, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ερευνήσουμε τα προφανή χαρακτηριστικά του βλάκα. Ο βλάκας είναι πραγματικός δεξιοτέχνης στη μίμηση. Επειδή ακριβώς δεν ξέρει πώς να φερθεί, δεν έχει τη σπιρτάδα της αυθόρμητης συμπεριφοράς. Επειδή δεν μπορεί να φιλτράρει τα όρια του επιτρεπτού, παίζει μόνο εκ του ασφαλούς. Ως εκ τούτου είναι πολύ σοβαρός. Λέει πάντα αυτά που πρέπει. Δεν εκτίθεται. Φοράει τα ρούχα που πρέπει, συχνάζει στα μέρη που πρέπει, πίνει τον καφέ του όπως πρέπει. Ακριβώς γι’ αυτό και τα αστεία του είναι μετρημένα. Δεν πρέπει να ξεπεραστούν τα όρια. Είναι ηθικολόγος. Ο βλάκας είναι αδύνατο να αστειευτεί αυτοσαρκαζόμενος. Είναι αυστηρός. Συνήθως δυσφορεί με τις επιπολαιότητες ή την αμάθεια των νέων. Ο βλάκας πρωτίστως φτιάχνει το βάθρο του. Η άκαμπτη ηθική και η σοβαροφάνεια παίρνουν μορφή τελετουργικού. Ταυτόχρονα μπορεί όλοι να γνωρίζουν ότι η ηθική του δεν είναι και τόσο άμεμπτη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το βάθρο. Ο Χαριτόπουλος γράφει: «Ο πιο πονηρός βλάκας είναι ο σοβαρός. Το υστερικά τυπικό και ολιγόλογο ανθρωπάκι που οχυρώνεται καχύποπτο προς όλους πίσω από ένα προσωπείο σοβαρότητας και σπουδαιότητας. Αυτή η μάρκα των πονηρών βουλώνει τρύπες. Πάντα κάπου θα διοριστούν πρόεδροι, διοικητές, βιτρίνα για να κάνουν από πίσω τα τσακάλια τη δουλειά τους. Ένας τέτοιος έφτασε να γίνει πρωθυπουργός». (σελ. 98). Ο βλάκας, πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι υποκριτής. Κι εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση. Δεν πρέπει να συγχέουμε τη βλακεία με τη συντήρηση. Ο βλάκας δεν είναι ούτε προοδευτικός, ούτε συντηρητικός. Ο βλάκας είναι βλάκας και κινείται με κριτήριο τη βλακεία. Ο συντηρητισμός είναι ασφαλής δρόμος για το βλάκα. Αν όμως νιώσει ότι ο προοδευτισμός θα τον κάνει να φαίνεται καλύτερος, είναι πρόθυμος να ενδώσει σε οποιαδήποτε ηλιθιότητα που μπορεί να πλασαριστεί ως καινοτόμος.
                Ο βλάκας δεν ανέχεται να του πατάν τον κάλο. Αλίμονο σ’ αυτόν που θα ξεσκεπάσει το βλάκα. Είναι εκδικητικός. Κινείται μουλωχτά. Είναι πρόθυμος να ραδιουργήσει. Είναι καχύποπτος. Νομίζει ότι όλα τον αφορούν. Ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον προσβάλλουν. Δε σηκώνει πολλά αστειάκια. Ως εκ τούτου είναι κομπλεξικός. Η επιτυχία των άλλων τον αρρωσταίνει. Όσο πιο κοντινός είναι ο επιτυχών, τόσο πιο ζηλόφθων γίνεται ο βλάκας. Αν μπορεί να μειώσει την επιτυχία του άλλου, θα το κάνει αμέσως. Είναι αφόρητα ανταγωνιστικός, γιατί πρέπει να κρύψει την ανεπάρκειά του. Του είναι αδύνατο να ξεστομίσει έναν καλό λόγο. Κι αν, στην έσχατη περίπτωση αναγκαστεί, το κάνει αμήχανα, με χείλη σφιγμένα, κοιτώντας το πάτωμα: «Είναι γνωστό ότι τη φήμη και την επιτυχία ακολουθεί η συκοφαντία……. Για το φθονερό ζωντόβολο η συκοφαντία είναι ακατανίκητη έξη. Προσφέρει μια αυταπάτη μεγάλης ανακούφισης, καθώς του δίνει την ψευδαίσθηση ότι έτσι εξισώνεται μ’ αυτόν που βρίζει…… Κατά κανόνα οι βλάκες και οι ελλειμματικοί λυσσάνε και βγάζουν αφρούς ιδίως γι’ αυτό που τραβάνε προσωπικό ζόρι, που τρώει τα δικά τους σωθικά: ο πολιτικός θάβει τον πολιτικό, ο συγγραφέας τον συγγραφέα, ο πρώην εραστής τον νυν……. Πίσω από κάθε δηλητηριώδη επίθεση και αισχρό υπονοούμενο κραυγάζει το πληγωμένο εγώ του ανεπαρκούς ηλίθιου». (σελίδες 93 – 94).
Ομοίως, σ’ έναν κόσμο κυνικό, ο συναισθηματισμός εκλαμβάνεται ως βλακεία, σ’ ένα περιβάλλον τεμπελιάς αυτός που δουλεύει είναι το κορόιδο και πάει λέγοντας.
Ομοίως, σ’ έναν κόσμο κυνικό, ο συναισθηματισμός εκλαμβάνεται ως βλακεία, σ’ ένα περιβάλλον τεμπελιάς αυτός που δουλεύει είναι το κορόιδο και πάει λέγοντας.
                Ο βλάκας είναι πονηρός. Ο βλάκας μπορεί να σκαρφιστεί τα πιο υποχθόνια σχέδια προκειμένου να ξεγελάσει. Ο βλάκας μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνος κι από την ατομική βόμβα. Ο ευφυής αδυνατεί να μπει στην ψυχολογία του βλάκα. Ο ευφυής δεν μπορεί να είναι τόσο καχύποπτος. Ο ευφυής δεν λαμβάνει ποτέ σοβαρά τα (συνήθως) παιδαριώδη τεχνάσματα του βλάκα. Ο ευφυής σχεδόν πάντα την πατάει από το βλάκα. Όταν ένα παιδάκι πει προφανή ψέματα για να του πάρουν παγωτό, ο βλάκας θα τα ανακαλύψει αμέσως. Ο ευφυής πρώτα θα ξεγελαστεί και μετά θα βάλει μυαλό. Ο βλάκας θέλει πάνω απ’ όλα να φαίνεται πετυχημένος. Να κατορθώσει όλα τα στερεότυπα. Γι’ αυτό επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις. Πρωτίστως μεριμνά να μην πιαστεί κορόιδο: «Κανείς δεν είναι πιο πονηρός από το βλάκα. Ο πονηρός περνιέται για έξυπνος, αλλά δεν είναι. Το αντίθετο μάλιστα, η πονηριά είναι ένδειξη περιορισμένης ευφυΐας. Απλώς, το διαρκές μέλημα του πονηρού είναι πώς να εξαπατήσει ή να μην εξαπατηθεί. Και καθώς κατατρύχεται από τη δυστυχία του ψεύτη που δεν μπορεί να πιστέψει κανέναν, υποπτεύεται τους πάντες, εθίζεται στις πίσω σκέψεις, τους ελιγμούς, τις φιδιές και την παρασπονδία. Άλλο έξυπνος κι εφευρετικός (Οδυσσέας) κι άλλο ύπουλος, καχύποπτος, ραδιούργος, ψεύτης, κατεργάρης, διπρόσωπος και υποκριτής μικρόμυαλος που παρακολουθεί διαρκώς τους γύρω του περιμένοντας τη στιγμή της αδυναμίας ή του κενού για να επωφεληθεί». (σελίδες 95 – 96).
 Κι εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν λειτουργούν αντιστρόφως. Ενώ, δηλαδή, σκιαγραφούν – σχεδόν σε απόλυτο βαθμό – το πορτρέτο του βλάκα, δεν συνεπάγεται ότι κάθε βλάκας θα έχει κατ’ ανάγκη αυτά τα χαρακτηριστικά. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες βλακείας. Υπάρχει, για παράδειγμα, ο τίμιος βλάκας, ο αφελής, το εύκολο θύμα: «….. είναι πρώτος πελάτης για κάθε είδους τσαρλατάνους και απατεώνες που ρίχνουν τα χαρτιά, βλέπουν το φλιτζάνι, διαβάζουν τα άστρα, κάνουν μαγιολίκια, λένε τη μοίρα (μέλλον), ρυθμίζουν το φενγκ σούι, δίνουν θετική ενέργεια, διαβάζουν ευχές και μυστικά βιβλία, αλλά στην πραγματικότητα διαβάζουν τη φάτσα του ηλίθιου που έχουν απέναντί τους για να γραδάρουν τη βλακεία που κουβαλάει και να του κόψουν το ανάλογο κοστούμι». (σελίδες 105 – 106).  Υπάρχει επίσης και ο καλόκαρδος αφελής, που είναι έξω καρδιά και που πέφτει από γκάφα σε γκάφα. Είναι ο τύπος που μπορεί να προκαλέσει γέλιο και μπορεί να γελάσει ακόμη κι ο ίδιος μ’ αυτά που κάνει. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι και η πιο συμπαθής. Γιατί δε συνοδεύεται από τη συναισθηματική τσιγκουνιά του παραδοσιακού – αρπακτικού βλάκα. Είναι η κινηματογραφική φιγούρα της γκροτέσκας φαρσοκωμωδίας. Όμως αυτή η κατηγορία, αν και απολύτως αναγνωρίσιμη, είναι μάλλον η σπανιότερη.
                      Διονύσης Χαριτόπουλος, «Εγχειρίδιο Βλακείας», εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου